Όλοι έχουν μπερδευτεί με τις σχέσεις μας με τους δανειστές και τα μνημόνια. Πιο πολύ από όλους οι απλοί Έλληνες πολίτες. Πιστεύω ότι η Ελλάδα και οι Έλληνες θα προχωρήσουν μπροστά και θα ξεπεράσουν τα αδιέξοδα αν καταλάβουν και συνειδητοποιήσουν ποια είναι η πραγματική κατάσταση της χώρας. Τότε και μόνο τότε θα συνειδητοποιήσουν ποιος τους λέει αλήθεια και ποιος όχι. Και τότε μόνο θα καταλάβουν το πρόβλημα και ποιες είναι οι επιλογές τους για να βρεθεί η λύση.
Σχολιάζει ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος
Διαβάζοντας τις δημοσκοπήσεις και τα ευρήματά τους (που όλοι οι αναλυτές ερμηνεύουν αναλόγως των πεποιθήσεών τους και της πολιτικής τους τοποθέτησης) μπερδεύομαι και αναρωτιέμαι.
Μετά από όσα έχουν γίνει από το 2010 μέχρι σήμερα (ουσιαστικά από το 2000, για να μην κοροϊδευόμαστε) γιατί οι Έλληνες επιμένουν μεταξύ ΝΔ (το ΠΑΣΟΚ περιέργως τιμωρήθηκε πολιτικά περισσότερο από όλους τους άλλους) και ΣΥΡΙΖΑ; Οι αναλύσεις που διαβάζω δεν με πείθουν, οι Έλληνες δεν είναι βλάκες, συμφεροντολόγοι και «εαυτούληδες» ναι, βλάκες όμως όχι.
Άρα γιατί συμπεριφέρονται έτσι; Είναι αλήθεια ότι οι – πραγματικά – πλούσιοι Έλληνες δεν θίγονται από την κρίση και δεν χρειάζεται ανάλυση γι’ αυτό, αν και ο ορισμός της έννοιας «πλούσιος» σηκώνει αρκετή συζήτηση. Οι υπόλοιποι που είναι οι λιγότερο ευνοημένοι, μέχρι αυτούς που είναι στο όριο της φτώχειας, είναι αυτοί που έχουν «φάει το λούκι» μέχρι σήμερα.
Αυτοί λοιπόν όλοι, που είναι και οι πλειοψηφία, κρατάνε μέσα τους μία μικρή ελπίδα – γενικώς και αορίστως – και στρέφουν ευήκοον ους στους παραμυθάδες, γιατί χωρίς ελπίδα ο άνθρωπος ή τρελαίνεται ή πεθαίνει.
Μέρος λοιπόν της εκλογικής συμπεριφοράς μπορεί να εξηγηθεί με αυτό τον τρόπο, ένα άλλο μέρος μπορεί να εξηγηθεί με τον θυμό και την πίκρα. Όμως αυτοί οι δύο λόγοι, από μόνοι τους δεν με πείθουν ότι είναι οι μόνοι υπεύθυνοι για την εκλογική συμπεριφορά.
Για μένα οι Έλληνες έχουν πέσει θύματα της σκόπιμης σύγχυσης γύρο από την οικονομία που τους έχουν δημιουργήσει όλοι, θεσμοί και πολιτικά κόμματα. Γιατί το κάνουν αυτό; Ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Τα κόμματα, γιατί όλοι είναι συνυπεύθυνοι για τα χάλια μας, αυτό περιλαμβάνει και τα κόμματα εξουσίας αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, έστω και αν δεν έχουν κυβερνήσει. Τα κόμματα εξουσίας γιατί αυτοί κυβερνούσαν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με τη λαϊκίστικη και καταγγελτική ρητορική τους.
Όσοι επικαλούνται σήμερα το επιχείρημα «εμείς δεν κυβερνούσαμε», αγνοούν σκοπίμως ότι έσπρωχναν τις εκάστοτε κυβερνήσεις σε περισσότερες παροχές, γνωρίζοντας – όσοι δεν πάσχουν από την αφασία που επιδεικνύουν κάποιοι σήμερα, ιδίως όμως στελέχη της αρχικής περιόδου διακυβέρνησης Τσίπρα – αλλά αδιαφορώντας ότι με αυτό τον τρόπο έσπρωχναν την χώρα στο γκρεμό μια ώρα αρχύτερα.
Το παιχνίδι εξουσίας και η μέθοδος ελέγχου της χώρας, στήθηκαν από τη συντηρητική παράταξη μετά τον εμφύλιο. Η μέθοδος απλή και αποτελεσματική:
Το κράτος είναι ο υπέρ-επιχειρηματίας (έχει στηθεί τέτοιο σύστημα νομοθετικό ώστε και στην τουαλέτα να ήθελες να πας την εποχή εκείνη, έπρεπε να έχεις την έγκριση του κράτους) που μοιράζει την οικονομική πίτα σε συγκεκριμένους επιχειρηματίες και το κράτος είναι ο μεγαλύτερος άμεσος εργοδότης (μέσω του δημοσίου και των διαφόρων οργανισμών), επομένως είναι πανεύκολο για τον κατέχοντα την εξουσία να ελέγξει τις πολιτικές εξελίξεις.
Για να «δέσει το γλυκό» έχει και τον απόλυτο έλεγχο στον στρατό, την αστυνομία και την εκκλησία. Αυτά μέχρι το 1981 όπου το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην εξουσία με την έγκριση του Κ. Καραμανλή, ο οποίος αποφάσισε ότι η Ελλάδα έπρεπε να εφαρμόσει το εναλλασσόμενο δικομματικό σύστημα εξουσίας που ήδη εφάρμοζαν οι περισσότερες Δυτικές χώρες πλην εξαιρέσεων, γιατί κατά την εκτίμησή του, αυτό προσέφερε πολιτική σταθερότητα στην χώρα.
Το ΠΑΣΟΚ, το μόνο που άλλαξε ουσιαστικά, ήταν να δημιουργήσει τον δικό του οικονομικό μηχανισμό και να επιτρέψει μια πιο ευρεία διάχυση του πλούτου. Αυτά μέχρι πέρυσι και φτάνουμε στο σήμερα και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Τι κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ; Μα… προσπαθεί να κάνει ό,τι ακριβώς κάνανε και οι προηγούμενοι, μόνο που το σήμερα έχει μία θεμελιώδη διαφορά με το χθες: Ο ΣΥΡΙΖΑ και όλες οι κυβερνήσεις μετά το 2010 δεν μπορούν να δανειστούν και είναι εγκλωβισμένες μέσα στα μνημόνια, άρα δεν υπάρχει «πίτα» ούτε και «μαχαίρι» για να τη μοιράσουν.
Αφού λοιπόν όλα τα κόμματα επέλεξαν να συμμετέχουν στο παιχνίδι εξουσίας αμέσως ή εμμέσως, είναι χωρίς νόημα να περιμένει κανείς να ακούσει την αλήθεια από τους συνυπεύθυνους για το τι έγινε. Όλοι έχουν πάθει ολική ή μερική αμνησία και ο ένας κατηγορεί τον άλλο, επιτείνοντας σκοπίμως την σύγχυση του κόσμου.
Για το ποια θα ήταν η λύση, επίσης ψεύδονται ή λένε μισές αλήθειες, γιατί η όποια λύση, έχει πολύ πόνο και ανατροπές και στο πολιτικό αλλά και στο οικονομικό πεδίο. Μέσα στις ανατροπές είναι και ο πολιτικός θάνατος των υπαρχόντων κομμάτων αλλά και ο οικονομικός θάνατος των συνεταίρων των κομμάτων, δηλαδή της παρούσας οικονομικής άρχουσας τάξης.
Όπως καταλαβαίνετε, κανείς από τους δύο δεν είναι διατεθειμένος να το δεχθεί αυτό, επομένως όλοι θα συνεχίσουν να ψεύδονται και να αντιμάχονται την όποια λύση του ελληνικού προβλήματος μέχρι τέλους.
Επειδή το παρελθόν και το μέλλον είναι συνδεδεμένα, προσωπικώς έχω μεγάλη δυσκολία να δεχθώ, ότι αυτός ο οποίος σε οδήγησε στην καταστροφή θέλει και είναι σε θέση να σε οδηγήσει στην σωτηρία. Αν πιστεύουμε κάτι τέτοιο, τότε πρέπει ένας ολόκληρος λαός να ξαπλώσει στον καναπέ του ψυχιάτρου και να σταματήσουμε να ψάχνουμε για λύσεις.
Ας πάμε τώρα στους θεσμούς, δηλαδή το ΔΝΤ, τους Δανειστές (όλοι η Ευρώπη) και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το μεν ΔΝΤ αν πει όλη την αλήθεια και αναγνωρίσει το τι έγινε με το ελληνικό πρόγραμμα, θα πρέπει να αυτοκαταργηθεί ως θεσμός, διότι τα λάθη, οι παραβιάσεις κανόνων και τα πολιτικά παιχνίδια που παίχτηκαν στο ελληνικό πρόγραμμα θα αποτελούσουν το σκάνδαλο του 21ου αιώνα αν ομολογηθούν και πιθανότατα θα οδηγούσαν κάποιους στην φυλακή.
Μας λέει λοιπόν στην τελευταία του έκθεση το ΔΝΤ ότι η Ελλάδα είναι μία χώρα χωρίς βιώσιμη οικονομία. Ας αναλύσουμε λοιπόν αυτή την εκτίμηση του ΔΝΤ. Είναι ειλικρινές με αυτό που λέει; Ή μήπως προετοιμάζει ευσχήμως την άρνησή του στη συμμετοχή στο νέο ελληνικό πρόγραμμα;
Δεν είναι τεράστια αντίφαση το ότι μπήκε δύο φορές στο ελληνικό πρόγραμμα (που σημαίνει ότι η εκτίμηση του ήταν ότι η ελληνική οικονομία ήταν βιώσιμη μέχρι τότε) και τώρα κάνει μία έκθεση που αντιβαίνει με την ως τώρα εκτίμηση και στρατηγική του;
Μήπως η εκτίμηση για το μη βιώσιμο της ελληνικής οικονομίας είναι μοχλός πίεσης προς τους Ευρωπαίους για κούρεμα του Ελληνικού χρέους; Οι οποίοι δικαίως δυσανασχετούν όταν το ΔΝΤ ζητάει κούρεμα από τους άλλους, αλλά αυτό το κούρεμα δεν αγγίζει το ίδιο, διότι βάσει του καταστατικού του αλλά και με τις συμβάσεις που υπογράφει με κάθε χώρα που δανείζει, κούρεμα στα λεφτά που δανείζει το ίδιο αποκλείεται;
Επομένως, το ΔΝΤ είναι υποχρεωμένο ό,τι λέει να είναι ένα κράμα αλήθειας και ανακριβειών ώστε να κρατάει τις ισορροπίες που θα του επιτρέψουν να επιζήσει (ελλείψει εναλλακτικού οργανισμού) και να συνεχίσει να υπάρχει, ανεξαρτήτως της καταστροφής που σπέρνει όπου πάει.
Οι Δανειστές τώρα, πέραν του γεγονότος ότι οι περισσότεροι από αυτούς υποχρεώθηκαν (ακόμη και η Γερμανία) ή σύρθηκαν στην κυριολεξία να μας δανείσουν, δεν έχουν κανένα λόγο να είναι επιεικείς ή ειλικρινείς απέναντι στην Ελλάδα για μία σειρά από λόγους.
Η απόφαση στήριξης της Ελλάδας ήταν μία πολιτική απόφαση που ήταν δίκοπο μαχαίρι, από τη μία έπρεπε να καταδειχτεί η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, αλλά από την άλλη η Ελλάδα έπρεπε να γίνει το παράδειγμα σε άλλες χώρες, ώστε να μην μπουν στο πειρασμό του υπερδανεισμού.
Έτσι η Ελλάδα ετέθη συνειδητά σε ένα πρόγραμμα αδιέξοδο (αναφέρομαι στο τρίτο πρόγραμμα), ώστε αυτό να λειτουργήσει σαν «μπαμπούλας» για όλους όσοι δυνητικά θα έμπαιναν στον πειρασμό να μην πειθαρχήσουν στο Σύμφωνο Σταθερότητος. Ήδη η Γαλλία και η Ιταλία το έκαναν σε μεγάλο βαθμό αυτό, αλλά ήταν πολύ μεγάλες και οι δύο για να τις στριμώξει η Κομισιόν και η Γερμανία, αν και αυτή η στάση δείχνει πλέον τάσεις αλλαγής.
Άρα «βαράμε το σαμάρι (την Ελλάδα) για να ακούσει ο γάιδαρος (οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι)». Κατόπιν όλων αυτών και δεδομένων των επί μέρους οικονομικών προβλημάτων της κάθε ευρωπαϊκής χώρας (με την εξαίρεση της Γερμανίας), γίνεται εύκολα αντιληπτό, ότι το τελευταίο πράγμα που θα κάνουν οι Ευρωπαίοι, είναι το να μιλήσουν με ειλικρίνεια στους Έλληνες.
Ας έρθουμε στην Κομισιόν τώρα, η οποία αποτελείται από διορισμένους πολιτικούς που στη χώρα τους έχουν χάσει την ελπίδα να καταλάβουν στο μέλλον ηγετικές θέσεις. Οι διορισμοί όμως αυτοί είναι διορισμοί με σοβαρότατα ανταλλάγματα, που κάθε επίτροπος και πρόεδρος της επιτροπής, πρέπει να εξοφλήσει κατά την θητεία του.
Δεν νομίζω να είναι κανείς τόσο αφελής ώστε να πιστέψει έστω και για ένα δευτερόλεπτο ότι η Κομισιόν θα τασσόταν στο πλευρό της πτωχευμένης Ελλάδας και όχι στο πλάι των ισχυρών της Ευρώπης. Άρα, ούτε η Κομισιόν έχει κανέναν λόγο να μας πει την αλήθεια. Να λοιπόν γιατί έχουμε τον ελληνικό λαό θύμα μίας πανευρωπαϊκής και εθνικής «συνωμοσίας ψέματος και συσκότισης».
Αφού λοιπόν αποτυπώσαμε το πρόβλημα καιρός είναι να κοιτάξουμε ποια είναι η λύση. Όλοι λίγο πολύ, εμμέσως ή αμέσως εμφανίζουν ότι το πρόβλημα της Ελλάδος είναι ο υπερδανεισμός, άρα μία εύλογη λύση είναι το κούρεμα του χρέους.
Είναι μία άποψη, αλλά επειδή οι χώρες δεν είναι όπως οι εταιρείες, δηλαδή δεν αποπληρώνουν τα χρέη τους αλλά πρέπει πληρώνουν τους τόκους των δανεικών, ο μόνος τρόπος για να το κάνουν αυτό είναι να παράγουν πλούτο. Ο πλούτος όμως ως όρος είναι απόλυτα δυσφημισμένος στην Ελλάδα, σε τέτοιο σημείο μάλιστα που σε πολλές περιπτώσεις ο όρος πλούτος να ισούται με κάτι σαν το AIDS ή με τον Αλ Καπόνε.
Νομίζω ότι κάποιοι οικονομικοί όροι καλό θα ήταν να πάρουν την φυσιολογική επιστημονική τους έννοια και να αποτινάξουν τον σκόπιμο στιγματισμό που τους έχει κολλήσει μία μερίδα πολιτικών κομμάτων και μέσων ενημέρωσης. Ένας εργαζόμενος που ενοικιάζει την εργασία του σε έναν εργοδότη και αμείβεται για αυτήν, παράγει πλούτο, τόσο απλά.
Ένας άλλος ιδιαιτέρως ενοχοποιημένος οικονομικός όρος είναι το κεφάλαιο. Κύριοι, το αλέτρι του αγρότη και τα εργαλεία του υδραυλικού είναι το κεφάλαιό τους από το οποίο παράγουν τον πλούτο τους, δηλαδή το μεροκάματο τους. Αυτά για να σταματήσουμε να δαιμονοποιούμε τις λέξεις.
Η Ελλάδα λοιπόν, για να ξεφύγει από το αδιέξοδο χρειάζεται να αποκτήσει κεφάλαια (Επενδύσεις) και πλούτο για να πληρώνει τα δανεικά που χρωστάει και να ζήσει σαν κάθε φυσιολογική χώρα. Γιατί λοιπόν για κάτι που είναι προφανές και αυταπόδεικτο, όλοι μιλάνε γενικώς και αορίστως ή με μισόλογα; Γιατί αν το επιτύχει η Ελλάδα αυτό, τότε θα δημιουργήσει ισχυρό ανταγωνιστικό πρόβλημα στους δανειστές της.
Εάν η Ελλάδα γίνει παραγωγική (θεωρητικά έχει όλες τις δυνατότητες γι’ αυτό) τότε θα κόψει ένα σημαντικό κομμάτι από την παραγωγική πίτα της Ευρώπης, καθότι λίγο πολύ όλοι τα ίδια παράγουν, κάτι που δεν θα ικανοποιούσε κανέναν από τους δανειστές μας.
Δηλαδή τους βολεύει να μπορούμε να εξυπηρετούμε τα χρέη μας αλλά να μην φτάσουμε σε ένα σημείο που να μετατραπούμε σε σοβαρούς ανταγωνιστές. Για να το επιτύχουν αυτό θα ήταν διατεθειμένοι με βαριά καρδιά να κάνουν μία ελάφρυνση του χρέους, αλλά μέχρι εκεί.
Στο ερώτημα που θα βρεθούν οι επενδύσεις, η απάντηση είναι ΛΕΦΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ, οι Έλληνες και ξένοι επιχειρηματίες έχουν πολλά περισσότερα κεφάλαια από όσα χρειάζεται η Ελλάδα για να γίνει παραγωγική, αλλά απαιτούν καθαρούς και μακροχρόνιους κανόνες παιχνιδιού και να πειστούν ότι θα έχουν κέρδη χωρίς να έχουν το ελληνικό κράτος… μαστροπό πάνω από το κεφάλι τους.
Η ευθύνη του τι μέλει γενέσθαι είναι στα χέρια των Ελλήνων, δεν υπάρχουν εύκολες και ανώδυνες λύσεις, πολύ περισσότερο με την υπάρχουσα πολιτική τάξη. Νομίζω ότι είναι καιρός οι Έλληνες να αρχίσουν να σκέφτονται το τι είναι εφικτό και ρεαλιστικό και όχι τι ακούγεται ωραία.
Πηγή
Σχολιάζει ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος
Διαβάζοντας τις δημοσκοπήσεις και τα ευρήματά τους (που όλοι οι αναλυτές ερμηνεύουν αναλόγως των πεποιθήσεών τους και της πολιτικής τους τοποθέτησης) μπερδεύομαι και αναρωτιέμαι.
Μετά από όσα έχουν γίνει από το 2010 μέχρι σήμερα (ουσιαστικά από το 2000, για να μην κοροϊδευόμαστε) γιατί οι Έλληνες επιμένουν μεταξύ ΝΔ (το ΠΑΣΟΚ περιέργως τιμωρήθηκε πολιτικά περισσότερο από όλους τους άλλους) και ΣΥΡΙΖΑ; Οι αναλύσεις που διαβάζω δεν με πείθουν, οι Έλληνες δεν είναι βλάκες, συμφεροντολόγοι και «εαυτούληδες» ναι, βλάκες όμως όχι.
Άρα γιατί συμπεριφέρονται έτσι; Είναι αλήθεια ότι οι – πραγματικά – πλούσιοι Έλληνες δεν θίγονται από την κρίση και δεν χρειάζεται ανάλυση γι’ αυτό, αν και ο ορισμός της έννοιας «πλούσιος» σηκώνει αρκετή συζήτηση. Οι υπόλοιποι που είναι οι λιγότερο ευνοημένοι, μέχρι αυτούς που είναι στο όριο της φτώχειας, είναι αυτοί που έχουν «φάει το λούκι» μέχρι σήμερα.
Αυτοί λοιπόν όλοι, που είναι και οι πλειοψηφία, κρατάνε μέσα τους μία μικρή ελπίδα – γενικώς και αορίστως – και στρέφουν ευήκοον ους στους παραμυθάδες, γιατί χωρίς ελπίδα ο άνθρωπος ή τρελαίνεται ή πεθαίνει.
Μέρος λοιπόν της εκλογικής συμπεριφοράς μπορεί να εξηγηθεί με αυτό τον τρόπο, ένα άλλο μέρος μπορεί να εξηγηθεί με τον θυμό και την πίκρα. Όμως αυτοί οι δύο λόγοι, από μόνοι τους δεν με πείθουν ότι είναι οι μόνοι υπεύθυνοι για την εκλογική συμπεριφορά.
Για μένα οι Έλληνες έχουν πέσει θύματα της σκόπιμης σύγχυσης γύρο από την οικονομία που τους έχουν δημιουργήσει όλοι, θεσμοί και πολιτικά κόμματα. Γιατί το κάνουν αυτό; Ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Τα κόμματα, γιατί όλοι είναι συνυπεύθυνοι για τα χάλια μας, αυτό περιλαμβάνει και τα κόμματα εξουσίας αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, έστω και αν δεν έχουν κυβερνήσει. Τα κόμματα εξουσίας γιατί αυτοί κυβερνούσαν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με τη λαϊκίστικη και καταγγελτική ρητορική τους.
Όσοι επικαλούνται σήμερα το επιχείρημα «εμείς δεν κυβερνούσαμε», αγνοούν σκοπίμως ότι έσπρωχναν τις εκάστοτε κυβερνήσεις σε περισσότερες παροχές, γνωρίζοντας – όσοι δεν πάσχουν από την αφασία που επιδεικνύουν κάποιοι σήμερα, ιδίως όμως στελέχη της αρχικής περιόδου διακυβέρνησης Τσίπρα – αλλά αδιαφορώντας ότι με αυτό τον τρόπο έσπρωχναν την χώρα στο γκρεμό μια ώρα αρχύτερα.
Το παιχνίδι εξουσίας και η μέθοδος ελέγχου της χώρας, στήθηκαν από τη συντηρητική παράταξη μετά τον εμφύλιο. Η μέθοδος απλή και αποτελεσματική:
Το κράτος είναι ο υπέρ-επιχειρηματίας (έχει στηθεί τέτοιο σύστημα νομοθετικό ώστε και στην τουαλέτα να ήθελες να πας την εποχή εκείνη, έπρεπε να έχεις την έγκριση του κράτους) που μοιράζει την οικονομική πίτα σε συγκεκριμένους επιχειρηματίες και το κράτος είναι ο μεγαλύτερος άμεσος εργοδότης (μέσω του δημοσίου και των διαφόρων οργανισμών), επομένως είναι πανεύκολο για τον κατέχοντα την εξουσία να ελέγξει τις πολιτικές εξελίξεις.
Για να «δέσει το γλυκό» έχει και τον απόλυτο έλεγχο στον στρατό, την αστυνομία και την εκκλησία. Αυτά μέχρι το 1981 όπου το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην εξουσία με την έγκριση του Κ. Καραμανλή, ο οποίος αποφάσισε ότι η Ελλάδα έπρεπε να εφαρμόσει το εναλλασσόμενο δικομματικό σύστημα εξουσίας που ήδη εφάρμοζαν οι περισσότερες Δυτικές χώρες πλην εξαιρέσεων, γιατί κατά την εκτίμησή του, αυτό προσέφερε πολιτική σταθερότητα στην χώρα.
Το ΠΑΣΟΚ, το μόνο που άλλαξε ουσιαστικά, ήταν να δημιουργήσει τον δικό του οικονομικό μηχανισμό και να επιτρέψει μια πιο ευρεία διάχυση του πλούτου. Αυτά μέχρι πέρυσι και φτάνουμε στο σήμερα και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Τι κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ; Μα… προσπαθεί να κάνει ό,τι ακριβώς κάνανε και οι προηγούμενοι, μόνο που το σήμερα έχει μία θεμελιώδη διαφορά με το χθες: Ο ΣΥΡΙΖΑ και όλες οι κυβερνήσεις μετά το 2010 δεν μπορούν να δανειστούν και είναι εγκλωβισμένες μέσα στα μνημόνια, άρα δεν υπάρχει «πίτα» ούτε και «μαχαίρι» για να τη μοιράσουν.
Αφού λοιπόν όλα τα κόμματα επέλεξαν να συμμετέχουν στο παιχνίδι εξουσίας αμέσως ή εμμέσως, είναι χωρίς νόημα να περιμένει κανείς να ακούσει την αλήθεια από τους συνυπεύθυνους για το τι έγινε. Όλοι έχουν πάθει ολική ή μερική αμνησία και ο ένας κατηγορεί τον άλλο, επιτείνοντας σκοπίμως την σύγχυση του κόσμου.
Για το ποια θα ήταν η λύση, επίσης ψεύδονται ή λένε μισές αλήθειες, γιατί η όποια λύση, έχει πολύ πόνο και ανατροπές και στο πολιτικό αλλά και στο οικονομικό πεδίο. Μέσα στις ανατροπές είναι και ο πολιτικός θάνατος των υπαρχόντων κομμάτων αλλά και ο οικονομικός θάνατος των συνεταίρων των κομμάτων, δηλαδή της παρούσας οικονομικής άρχουσας τάξης.
Όπως καταλαβαίνετε, κανείς από τους δύο δεν είναι διατεθειμένος να το δεχθεί αυτό, επομένως όλοι θα συνεχίσουν να ψεύδονται και να αντιμάχονται την όποια λύση του ελληνικού προβλήματος μέχρι τέλους.
Επειδή το παρελθόν και το μέλλον είναι συνδεδεμένα, προσωπικώς έχω μεγάλη δυσκολία να δεχθώ, ότι αυτός ο οποίος σε οδήγησε στην καταστροφή θέλει και είναι σε θέση να σε οδηγήσει στην σωτηρία. Αν πιστεύουμε κάτι τέτοιο, τότε πρέπει ένας ολόκληρος λαός να ξαπλώσει στον καναπέ του ψυχιάτρου και να σταματήσουμε να ψάχνουμε για λύσεις.
Ας πάμε τώρα στους θεσμούς, δηλαδή το ΔΝΤ, τους Δανειστές (όλοι η Ευρώπη) και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το μεν ΔΝΤ αν πει όλη την αλήθεια και αναγνωρίσει το τι έγινε με το ελληνικό πρόγραμμα, θα πρέπει να αυτοκαταργηθεί ως θεσμός, διότι τα λάθη, οι παραβιάσεις κανόνων και τα πολιτικά παιχνίδια που παίχτηκαν στο ελληνικό πρόγραμμα θα αποτελούσουν το σκάνδαλο του 21ου αιώνα αν ομολογηθούν και πιθανότατα θα οδηγούσαν κάποιους στην φυλακή.
Μας λέει λοιπόν στην τελευταία του έκθεση το ΔΝΤ ότι η Ελλάδα είναι μία χώρα χωρίς βιώσιμη οικονομία. Ας αναλύσουμε λοιπόν αυτή την εκτίμηση του ΔΝΤ. Είναι ειλικρινές με αυτό που λέει; Ή μήπως προετοιμάζει ευσχήμως την άρνησή του στη συμμετοχή στο νέο ελληνικό πρόγραμμα;
Δεν είναι τεράστια αντίφαση το ότι μπήκε δύο φορές στο ελληνικό πρόγραμμα (που σημαίνει ότι η εκτίμηση του ήταν ότι η ελληνική οικονομία ήταν βιώσιμη μέχρι τότε) και τώρα κάνει μία έκθεση που αντιβαίνει με την ως τώρα εκτίμηση και στρατηγική του;
Μήπως η εκτίμηση για το μη βιώσιμο της ελληνικής οικονομίας είναι μοχλός πίεσης προς τους Ευρωπαίους για κούρεμα του Ελληνικού χρέους; Οι οποίοι δικαίως δυσανασχετούν όταν το ΔΝΤ ζητάει κούρεμα από τους άλλους, αλλά αυτό το κούρεμα δεν αγγίζει το ίδιο, διότι βάσει του καταστατικού του αλλά και με τις συμβάσεις που υπογράφει με κάθε χώρα που δανείζει, κούρεμα στα λεφτά που δανείζει το ίδιο αποκλείεται;
Επομένως, το ΔΝΤ είναι υποχρεωμένο ό,τι λέει να είναι ένα κράμα αλήθειας και ανακριβειών ώστε να κρατάει τις ισορροπίες που θα του επιτρέψουν να επιζήσει (ελλείψει εναλλακτικού οργανισμού) και να συνεχίσει να υπάρχει, ανεξαρτήτως της καταστροφής που σπέρνει όπου πάει.
Οι Δανειστές τώρα, πέραν του γεγονότος ότι οι περισσότεροι από αυτούς υποχρεώθηκαν (ακόμη και η Γερμανία) ή σύρθηκαν στην κυριολεξία να μας δανείσουν, δεν έχουν κανένα λόγο να είναι επιεικείς ή ειλικρινείς απέναντι στην Ελλάδα για μία σειρά από λόγους.
Η απόφαση στήριξης της Ελλάδας ήταν μία πολιτική απόφαση που ήταν δίκοπο μαχαίρι, από τη μία έπρεπε να καταδειχτεί η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, αλλά από την άλλη η Ελλάδα έπρεπε να γίνει το παράδειγμα σε άλλες χώρες, ώστε να μην μπουν στο πειρασμό του υπερδανεισμού.
Έτσι η Ελλάδα ετέθη συνειδητά σε ένα πρόγραμμα αδιέξοδο (αναφέρομαι στο τρίτο πρόγραμμα), ώστε αυτό να λειτουργήσει σαν «μπαμπούλας» για όλους όσοι δυνητικά θα έμπαιναν στον πειρασμό να μην πειθαρχήσουν στο Σύμφωνο Σταθερότητος. Ήδη η Γαλλία και η Ιταλία το έκαναν σε μεγάλο βαθμό αυτό, αλλά ήταν πολύ μεγάλες και οι δύο για να τις στριμώξει η Κομισιόν και η Γερμανία, αν και αυτή η στάση δείχνει πλέον τάσεις αλλαγής.
Άρα «βαράμε το σαμάρι (την Ελλάδα) για να ακούσει ο γάιδαρος (οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι)». Κατόπιν όλων αυτών και δεδομένων των επί μέρους οικονομικών προβλημάτων της κάθε ευρωπαϊκής χώρας (με την εξαίρεση της Γερμανίας), γίνεται εύκολα αντιληπτό, ότι το τελευταίο πράγμα που θα κάνουν οι Ευρωπαίοι, είναι το να μιλήσουν με ειλικρίνεια στους Έλληνες.
Ας έρθουμε στην Κομισιόν τώρα, η οποία αποτελείται από διορισμένους πολιτικούς που στη χώρα τους έχουν χάσει την ελπίδα να καταλάβουν στο μέλλον ηγετικές θέσεις. Οι διορισμοί όμως αυτοί είναι διορισμοί με σοβαρότατα ανταλλάγματα, που κάθε επίτροπος και πρόεδρος της επιτροπής, πρέπει να εξοφλήσει κατά την θητεία του.
Δεν νομίζω να είναι κανείς τόσο αφελής ώστε να πιστέψει έστω και για ένα δευτερόλεπτο ότι η Κομισιόν θα τασσόταν στο πλευρό της πτωχευμένης Ελλάδας και όχι στο πλάι των ισχυρών της Ευρώπης. Άρα, ούτε η Κομισιόν έχει κανέναν λόγο να μας πει την αλήθεια. Να λοιπόν γιατί έχουμε τον ελληνικό λαό θύμα μίας πανευρωπαϊκής και εθνικής «συνωμοσίας ψέματος και συσκότισης».
Αφού λοιπόν αποτυπώσαμε το πρόβλημα καιρός είναι να κοιτάξουμε ποια είναι η λύση. Όλοι λίγο πολύ, εμμέσως ή αμέσως εμφανίζουν ότι το πρόβλημα της Ελλάδος είναι ο υπερδανεισμός, άρα μία εύλογη λύση είναι το κούρεμα του χρέους.
Είναι μία άποψη, αλλά επειδή οι χώρες δεν είναι όπως οι εταιρείες, δηλαδή δεν αποπληρώνουν τα χρέη τους αλλά πρέπει πληρώνουν τους τόκους των δανεικών, ο μόνος τρόπος για να το κάνουν αυτό είναι να παράγουν πλούτο. Ο πλούτος όμως ως όρος είναι απόλυτα δυσφημισμένος στην Ελλάδα, σε τέτοιο σημείο μάλιστα που σε πολλές περιπτώσεις ο όρος πλούτος να ισούται με κάτι σαν το AIDS ή με τον Αλ Καπόνε.
Νομίζω ότι κάποιοι οικονομικοί όροι καλό θα ήταν να πάρουν την φυσιολογική επιστημονική τους έννοια και να αποτινάξουν τον σκόπιμο στιγματισμό που τους έχει κολλήσει μία μερίδα πολιτικών κομμάτων και μέσων ενημέρωσης. Ένας εργαζόμενος που ενοικιάζει την εργασία του σε έναν εργοδότη και αμείβεται για αυτήν, παράγει πλούτο, τόσο απλά.
Ένας άλλος ιδιαιτέρως ενοχοποιημένος οικονομικός όρος είναι το κεφάλαιο. Κύριοι, το αλέτρι του αγρότη και τα εργαλεία του υδραυλικού είναι το κεφάλαιό τους από το οποίο παράγουν τον πλούτο τους, δηλαδή το μεροκάματο τους. Αυτά για να σταματήσουμε να δαιμονοποιούμε τις λέξεις.
Η Ελλάδα λοιπόν, για να ξεφύγει από το αδιέξοδο χρειάζεται να αποκτήσει κεφάλαια (Επενδύσεις) και πλούτο για να πληρώνει τα δανεικά που χρωστάει και να ζήσει σαν κάθε φυσιολογική χώρα. Γιατί λοιπόν για κάτι που είναι προφανές και αυταπόδεικτο, όλοι μιλάνε γενικώς και αορίστως ή με μισόλογα; Γιατί αν το επιτύχει η Ελλάδα αυτό, τότε θα δημιουργήσει ισχυρό ανταγωνιστικό πρόβλημα στους δανειστές της.
Εάν η Ελλάδα γίνει παραγωγική (θεωρητικά έχει όλες τις δυνατότητες γι’ αυτό) τότε θα κόψει ένα σημαντικό κομμάτι από την παραγωγική πίτα της Ευρώπης, καθότι λίγο πολύ όλοι τα ίδια παράγουν, κάτι που δεν θα ικανοποιούσε κανέναν από τους δανειστές μας.
Δηλαδή τους βολεύει να μπορούμε να εξυπηρετούμε τα χρέη μας αλλά να μην φτάσουμε σε ένα σημείο που να μετατραπούμε σε σοβαρούς ανταγωνιστές. Για να το επιτύχουν αυτό θα ήταν διατεθειμένοι με βαριά καρδιά να κάνουν μία ελάφρυνση του χρέους, αλλά μέχρι εκεί.
Στο ερώτημα που θα βρεθούν οι επενδύσεις, η απάντηση είναι ΛΕΦΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ, οι Έλληνες και ξένοι επιχειρηματίες έχουν πολλά περισσότερα κεφάλαια από όσα χρειάζεται η Ελλάδα για να γίνει παραγωγική, αλλά απαιτούν καθαρούς και μακροχρόνιους κανόνες παιχνιδιού και να πειστούν ότι θα έχουν κέρδη χωρίς να έχουν το ελληνικό κράτος… μαστροπό πάνω από το κεφάλι τους.
Η ευθύνη του τι μέλει γενέσθαι είναι στα χέρια των Ελλήνων, δεν υπάρχουν εύκολες και ανώδυνες λύσεις, πολύ περισσότερο με την υπάρχουσα πολιτική τάξη. Νομίζω ότι είναι καιρός οι Έλληνες να αρχίσουν να σκέφτονται το τι είναι εφικτό και ρεαλιστικό και όχι τι ακούγεται ωραία.
Πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου