ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΤΟ ΝΑ ΕΛΕΓΧΕΙ Η ΕΦΟΡΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ Aπόφαση-«σταθμός» από το ΣτΕ: Τέρμα οι αυθαίρετοι έλεγχοι της Εφορίας στα εισοδήματα των πολιτών σε βάθος... αιώνων


του Θεόφραστου Ανδρεόπουλου
«Μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα» λέει ο σοφός λαός και έτσι μια απόφαση που διακαιώνει τον τέως αντιπρόεδρο της Βουλής Αλέξη Μητρόπουλο σώζει και χιλιάδες φορολογούμενους πολίτες που δεν μπορούν να θυμηθούν με τι προελεύσεως χρήματα επιβίωναν το... 2003 και τους επιβάλλονται πρόστιμα τώρα.
Την εξεδωσε το Β΄τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας και η απόφαση πάρθηκε με αφορμή το πρόστιμο των 375.329,08 ευρώ που έχει επιβληθεί στον τέως αντιπρόεδρο της Βουλής Αλέξη Μητρόπουλο. Οριστικά και αμετάκλητα η αυξημελη 7μελής σύνθεση του Β΄τμήματος έκρινε ότι το επίμαχο πρόστιμο έχει παραγραφεί.
Σημειώνεται ότι για την Εφορία και τους δανειστές όλοι οι Έλληνες είναι εκ προοιμίου ένοχοι, και το κυριότερο είναι αδύνατο να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες διότι απλούστατα ουδείς κρατάει παραστατικά μετά την παρέλευση πέντε ετών.
Το ζήτημα που προκύπτει βέβαια είναι ότι μάλλον ούτε όσοι έβγαλαν πολλά χρήματα από την χώρα και βρίσκονται σε λίστες θα μπορούν να ελεγχθούν.
Με την απόφαση αυτή το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστηρίο της χώρας βάζει «στοπ» στην τακτική του υπουργείου Οικονομικών να παρατείνει συνεχώς τον χρόνο παραγραφής των φορολογικών παραβάσεων.
Από αυτή την απόφαση θα ευνοηθούν χιλιάδες πολίτες οι οποίοι έχουν δεχθεί φορολογικούς ελέγχους, είτε επειδή περιλαμβάνονται τα ονόματά τους σε διάφορες «λίστες» σαφώς λιγότεροι, είτε ξέχασαν να δηλώσουν κάποιο εισόδημά τους κατά πολύ περισσότεροι καθώς μην κοροιδευόμαστε στα πρότερα χρόνια χιλιάδες άνθρωποι δούλεψαν «μαύρα» ή φοιτητές έκαναν ιδιαίτερα μαθήματα και εν πάση περιπτώσει το τότε φορολογικό πλάισιο τους επέτρεπε να ζουν παράτυπα.
Αποδεικνύεται έτσ πως το Δημόσιο έτρεφε φρούδες εκλπίδες και ευελπιστούσε σε έσοδα εκατομυρίων ευρώ από τις φορολογικές παραβάσεις του πολίτη-«μαρίδα» καθώς των «μεγάλων» πολιτών τα χρήματα πολύ δύσκολα θα τα αγγίξει.
Στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας η οποία εκδόθηκε με αφορμή την περίπτωση του κ. Μητρόπουλου ξεκαθαρίζεται πως «η παράταση των προθεσμιών για την 10ετη παραγραφή αρχικά με το νόμο 3888/2010 και περαιτέρω με τους νόμους 4002/2011 και 4098/2012, αντιβαίνει στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου που επιβάλλουν τη σαφή διατύπωση των κανόνων δικαίου.»
Επιπλέον, στην απόφαση του ΣτΕ επισημαίνεται ότι «δεν εμποδίζεται η φορολογική αρχή, έχοντας διενεργήσει στο παρελθόν έλεγχο στα βιβλία και στοιχεία του επιτηδευματία για ορισμένη χρήση (και έχοντας ακόμη εκδώσει και πράξη επιβολής προστίμου για παραβάσεις που διαπιστώθηκαν κατά τη χρήση αυτή), να επανέλθει και ανεξάρτητα από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής στις προβλεπόμενες φορολογίες, να διενεργήσει επαναληπτικό έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων για την ίδια χρήση και ακολούθως να εκδώσει (και άλλη) πράξη επιβολής προστίμου για άλλες παραβάσεις που τυχόν διαπιστώνονται κατά τον έλεγχο αυτό».
Στην συνέχεια το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, υπογραμμίζει: «Η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των διατάξεων και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους. Η ως άνω θεμελιώδης αρχή απαιτεί η κατάσταση του φορολογουμένου, όσον αφορά την εκ μέρους του τήρηση των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας, να μην μπορεί να τίθεται επ΄ αόριστον εν αμφιβόλω».
Το σκεπτικό συνεχίζει ως εξής:
«Συνακόλουθα, για τον καταλογισμό παραβάσεων των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας και περαιτέρω για την επιβολή στον παραβάτη σχετικών κυρώσεων, όπως τα πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του ΚΒΣ, απαιτείται να εφαρμόζεται προθεσμία παραγραφής, η οποία προκειμένου να εκπληρώνει τη συνιστάμενη στη διασφάλιση της ως άνω αρχής λειτουργίας της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον ενδιαφερόμενο, δύναται δε, κατ΄ εξαίρεση -υπό τον όρο της συνδρομής ειδικώς τεκμηριωμένων περιστάσεων- οποία είναι στενώς ερμηνευτέα, να παραταθεί.
Η παραγραφή αυτή πρέπει, επίσης, να έχει συνολικά εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ώστε αφενός να επιτρέπει τον αποτελεσματικό έλεγχο της εκ μέρους των φορολογουμένων τήρησης των φορολογικών τους υποχρεώσεων, χωρίς όμως να ενθαρρύνει απραξία των φορολογικών αρχών και αφετέρου να μην αφήνει τους μέν φορολογουμένους έκθετους σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου -που αποτελεί παράγοντα αποτρεπτικό για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων με δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη, γενικότερα, και της εθνικής οικονομίας- και στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση, μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από το γεγονός που γεννά τη φορολογική υποχρέωση και την κτήση του διαφυγόντος τη φορολογία περιουσιακού οφέλους, να αμυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, το δε Δημόσιο έκθετο στον κίνδυνο αδυναμίας είσπραξης τυχόν βεβαιουμένων ποσών προστίμων».
Ο Α.Μητρόπουλος είχε προσφύγει στο ΣτΕ και ζητούσε να αναιρεθούν δύο αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου (677/2015 και 3792/2015) με τις οποίες είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της υπ΄ αριθμ. 482/2013 πράξης του προϊσταμένου της Δ΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών με την οποία του επιβλήθηκε το επίμαχο πρόστιμο των 375.329,08 ευρώ για παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων κατά το έτος 1999. Αρχικά, το πρόστιμο ανερχόταν σε 942.136,60 ευρώ, αλλά με απόφαση της επιτροπής διοικητικής επίλυσης φορολογικών διαφορών του άρθρου 70Α του ν. 2238/94, το πρόστιμο περιορίσθηκε στο ποσό των 375.329,08 ευρώ.
Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ, με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Ειρήνη Σάρπ και εισηγήτρια την πάρεδρο Κωνσταντίνα Λαζαράκη, εξέδωσαν την υπ΄ αριθμ. 1623/2016 απόφασή του, με την οποία κρίθηκε ότι οι δύο εν λόγω Εφετειακές αποφάσεις έκριναν μη νομίμως για την 10ετή παραγραφή που παρατάθηκε, αρχικά με το νόμο 3888/2010 και περαιτέρω με τους νόμους 4002/2011 και 4098/2012.
Τέλος, το ΣτΕ αναίρεσε τις δύο εφετειακές αποφάσεις που αφορούσαν τον πρώην αντιπρόεδρο της Βουλής και ακυρώνει την από 17.12.2913 απόφαση της επιτροπής διοικητικής επίλυσης φορολογικών διαφορών σχετικά με το επίμαχο πρόστιμο.
Ως προς τις καταθέσεις των πολιτών όμως οποιαδήποτε έρευνα πρότερη της 30/9/2010 είχε καταστεί παράνομη από πρότερες δικαστικές αποφάσεις Το ΣτΕ έρχεται να «θωρακίσει» τις αποφάσεις αυτές. Με το πρόσχημα των πολλών χρημάτων των λίγων που θα πρέπει να δικαιολογήσουν που τα βρήκαν, θα έμπαινε «χέρι» στα εκατομμύρια των Ελλήνων που ζούσαν ΟΠΩΣ μπορούσαν σε ένα περιβάλλον που οι ίδιες οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν διαμορφώσει έτσι. Μόνο που όταν μπει «χέρι» από την Εφορία σε πολίτη που τώρα μόλις τα βγάζει πέρα, φυσικά και δεν θα έχει να πληρώσει και  εάν δεν έχει να πληρώσει ποιο είναι το επόμενο στάδιο; Μα φυσικά να του πάρουν το σπιτι. Δεν είναι ανάγκη να χρωτάνε οι Έλληνες πολίτες στις τράπεζες για να χάσουν το σπίτι τους, αρκεί να τους δημιουργήσει ένα χρέος η Εφορία.
Ο Α.Μητρόπουλος στην τελική ανεξάρτητα από την απόφαση, είναι ένα πετυχημένος δικηγόρος και μπορεί να είναι στις δυνατότητές του ένα οικονομικό πρόστιμο που τελικά δεν θα πληρωθεί μετά τν απόφαση αυτή, αλλά ένας πολίτης που του κάνουν κάθε ημέρα «πατητές» και ίσα που αναπνέει σαφώς όχι. Δεν έχει την δυνατότητα ούτε την σημερινή ημέρα να βγάλει.
ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΒΑΖΟΥΝ ΦΡΕΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΥΣ ΕΛΕΓΧΟΥΣ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΝ 
Η Εφορία κατάφερε να τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί δεκάδες χιλιάδες ελεγχόμενους, χρησιμοποιώντας τέσσερα νέα όπλα:
1. Συνεχής επέκταση του χρόνου παραγραφής ώστε να παραμένουν επί μία δεκαετία ανοιχτές προς έλεγχο υποθέσεις ως και το 2001, ακόμα κι αν έχουν υπαχθεί σε νόμο περαίωσης, παρόλο που δεν υπάρχει υποχρέωση (ή και η δυνατότητα) φύλαξης στοιχείων ούτε από τον ελεγχόμενο, ούτε στις τράπεζες, ούτε καν την ίδια την Εφορία.
2. Καθιέρωση έμμεσων τεχνικών υπολογισμού του φορολογητέου εισοδήματος με τις οποίες η Εφορία προσδιορίζει από μόνη της φόρους και πρόστιμα, ακόμη κι αν τα δηλωθέντα υπερκαλύπτουν τεκμήρια και «πόθεν έσχες».
3. Νέου τύπου αναδρομικοί έλεγχοι με βάση πληροφορίες για κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών (εμβάσματα, καταθέσεις και αναλήψεις, στοιχεία πελατών τραπεζών του εξωτερικού) προκειμένου να διαπιστωθεί αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας.
4. Μεταφορά στον ελεγχόμενο της υποχρέωσης να αποδείξει ο ίδιος πως είναι αθώος αντί στη φορολογική αρχή που τον ελέγχει και τον ενοχοποιεί με τις διαπιστώσεις της.
Επιπλέον, το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο από τα πολλά, διαφορετικά ή και αντιφατικά πορίσματα που εκδίδονται για τον ΑΦΜ ενός ελεγχόμενου (ή και για οικογένειες ολόκληρες που ελέγχονται για κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς) από το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών, τις ΔΟΥ, το ΣΔΟΕ, το ΚΕΦΟΜΕΠ ή και τους εισαγγελείς, στην ίδια χώρα και με τους ίδιους νόμους, αλλά χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους (ροές καταθέσεων το ΣΔΟΕ, έμμεσες τεχνικές οι ΔΟΥ κ.λπ.) και κρίνουν διαφορετικά για παραβάσεις και ποσά φοροδιαφυγής, αποδυναμώνοντας σε μεγάλο βαθμό τη βαρύτητα των ευρημάτων των ελέγχων.
Δικαίωση
Ολα τα μέτρα και οι πρακτικές με τα οποία οι εφορίες -εφαρμόζοντας πρόσφατους νόμους- καταστρατηγούν την παραγραφή και επιβάλλουν φόρους και πρόστιμα κατά το δοκούν αμφισβητούνται πλέον από τη Δικαιοσύνη.
Νέες δικαστικές αποφάσεις δίνουν «όπλο» σε 100.000 φορολογουμένους που έχουν στοχοποιηθεί για έλεγχο από την Εφορία να αποκρούσουν τη φοροεπιδρομή που έχει εξαπολύσει σε βάρος τους το Δημόσιο, καθώς κρίνεται ότι:
Η Εφορία δεν έχει δικαίωμα να ζητεί στοιχεία και να επιβάλλει πρόστιμα για χρήσεις ως το 2001 που ελέγχθηκαν μαζικά τα τελευταία χρόνια, επειδή έχουν παραγραφεί.
Οι έλεγχοι των τραπεζικών καταθέσεων που επεκτείνονται αναδρομικά στα έτη πριν από τις 30/9/2010 γίνονται εν πολλοίς στον αέρα, χωρίς ισχυρή νομική βάση.
Κακώς μεταφέρεται το βάρος της απόδειξης από τη φορολογική αρχή στον φορολογούμενο.
Μεγάλη ανατροπή
Επειδή το υπουργείο Οικονομικών δεν μπόρεσε ποτέ στο παρελθόν να ασκήσει έγκαιρα τον προβλεπόμενο φορολογικό έλεγχο, από το 2010 και μετά επιστράτευσε νέες μεθόδους εντοπισμού και ανακήρυξης παραβατών, μέσω των κινήσεων τραπεζικών λογαριασμών, στοιχείων εμβασμάτων κ.λπ., υποκαθιστώντας τον κανονικό τύπο ελέγχων φορολογίας εισοδήματος, ΚΒΣ, ΦΠΑ και άλλων φορολογικών αντικειμένων, που ίσχυε ως τότε. 
Οι δικαστικές αποφάσεις κρίνουν ότι οι πρακτικές αυτές είναι σαθρές και αυθαίρετες, ειδικά όταν εφαρμόζονται αναδρομικά για χρόνια στα οποία δεν επιτρέπεται να φτάσουν. Απορρίπτουν μάλιστα την επινόηση των νόμων της εποχής Παπακωνσταντίνου ότι ο ελεγχόμενος είναι ταυτόχρονα και ένοχος, εκτός αν αποδείξει πως «δεν είναι ελέφαντας», καταργώντας ουσιαστικό το τεκμήριο της αθωότητας, ενώ επέτρεπαν στην Εφορία να θεωρεί αδήλωτο εισόδημα κάθε κατάθεση μετρητών στην τράπεζα, χωρίς να αποδεικνύεται πως δεν προέρχονται από νόμιμη εργασία ή άλλη συναλλαγή του ελεγχόμενου!
Συγκεκριμένα:
1 Αθέμιτη η παράταση παραγραφής. Με απόφαση του Εφετείου Αθηνών, την οποία προκάλεσε εταιρεία στην οποία η Εφορία κοινοποίησε εντολή ελέγχου 12 έτη μετά, ακυρώθηκαν πρόστιμα 9 εκατ. ευρώ που της επιβλήθηκαν το 2012 για τις χρήσεις από το 2004 και μετά, με τη χρήση έμμεσων τεχνικών ελέγχου.
Καταρχήν το Εφετείο καταρρίπτει τις απανωτές παρατάσεις που δίνονταν συνήθως στο τέλος του χρόνου προκειμένου το Δημόσιο να ελέγχει χρήσεις που κανονικά θα είχαν παραγραφεί προ πολλού λόγω παρέλευσης 5ετίας. Το δικαστήριο θεωρεί πως παραβιάζεται το άρθρο 78 του Συντάγματος και ότι οι πολλαπλές διαδοχικές παρατάσεις ισοδυναμούν με αναδρομική και «μη θεμιτή» επιβολή φόρου και προστίμων.
«Η πρακτική αυτή καθιστά υπερδεκαετή την προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να κοινοποιήσει πράξεις επιβολής προστίμων», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην απόφαση.
2 Στην Εφορία το βάρος της απόδειξης. Με άλλη απόφαση, το Εφετείο Χανίων δέχεται πως «η φορολογική αρχή φέρει το βάρος της απόδειξης της συνδρομής των υπό του νόμου οριζομένων προϋποθέσεων» για να γίνει έλεγχος δεκαετίας και όχι ο φορολογούμενος που προσπαθεί να τον αποφύγει.
Η υπόθεση αφορούσε μαιευτήρα του οποίου τους τραπεζικούς λογαριασμούς άνοιξε το ΣΔΟΕ.
Εφαρμόζοντας τον νόμο 3888/2010, το ΣΔΟΕ διαπίστωσε πως τα ποσά των καταθέσεων σε μετρητά που δεν δικαιολογούνται από δηλωθείσες αμοιβές «λογίζονται ως προσαύξηση περιουσίας προερχόμενη από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων» και πρέπει να φορολογηθούν με 40% και από το πρώτο ευρώ, χωρίς να εκπίπτουν καν δαπάνες.
Ο γιατρός προσκόμισε υπόμνημα πως είχε μεν τα δικαιολογητικά και τις αποδείξεις, αλλά τα κατέστρεψε μετά από φορολογική περαίωση των ετών ως το 2006.
Οπως τονίζεται στην απόφαση, από τη Φορολογία Εισοδήματος προβλέπεται πενταετής παραγραφή. Κοινοποίηση φύλλου ελέγχου δεν μπορεί να γίνει μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία δήλωσης. Με ειδικές διατάξεις η παραγραφή του έτους 2001 παρατάθηκε από το 2006 αρχικά ως και το 2008, και μετά ως το τέλος του 2011.
Τότε ξεκίνησε ο έλεγχος από την Εφορία, η οποία όμως το 2012 επικαλέστηκε νεότερα στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση της το 2011 (άνοιγμα λογαριασμών) και, βάσει του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που ίσχυε (ν.2238/1994), η ΔΟΥ τα προσμέτρησε εκτός του ορίου παραγραφής.
Το δικαστήριο όμως έκρινε ότι είναι «απορριπτέος και αβάσιμος ο λόγος που επικαλείται το Δημόσιο» και, εντέλει, «δεν νοείται επιβολή προστίμων του ΚΒΣ στα πλαίσια ελεγκτικών ενεργειών στην έρευνα του “πόθεν έσχες”, το οποιοδήποτε αποτέλεσμα του οποίου αντανακλάται στη φορολογία εισοδήματος», όταν ο φορολογούμενος καλείται να δικαιολογήσει την απόκτησή του.
Για τον λόγο αυτό διέγραψε τους φόρους και τα πρόστιμα που του επιβλήθηκαν το 2011 για τα έτη από το 2001 και μετά.
Δεν φορολογείται η προσαύξηση περιουσίας
Το ίδιο δικαστήριο δέχτηκε και τον ισχυρισμό του φορολογουμένου πως δεν δικαιολογείται από νεότερα δεδομένα η έρευνα για κινήσεις λογαριασμών περασμένων ετών που έχουν κανονικά παραγραφεί, αφού η Εφορία ήταν και πάλι εκείνη που δεν τις ερευνούσε τόσα χρόνια και δεν φταίει σε τίποτε ο φορολογούμενος να ταλαιπωρείται να βρει στοιχεία για να δικαιολογήσει καταθέσεις περασμένων ετών προκειμένου να μη θεωρηθούν αδικαιολόγητος πλουτισμός.
Αλλά και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους καταρρίπτει το επιχείρημα της Εφορίας ότι οι καταθέσεις που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν αποτελούν κρυφό εισόδημα και φορολογείται αναδρομικά, έστω κι αν ο ελεγχόμενος δεν έχει συλληφθεί για φορολογικές παραβάσεις (π.χ. για μη έκδοση αποδείξεων, πλαστά και εικονικά κ.λπ.).
Συγκεκριμένα, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, μετά την εφαρμογή των νέων μεθόδων από το 2010 και μετά, τονίζει ότι «κατά την έννοια και το πνεύμα του Συντάγματος και του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ως εισόδημα φορολογείται, έστω και αν δεν κατονομάζεται ρητώς από τον νόμο, το αντάλλαγμα της προσωπικής εργασίας ή οι καρποί περιουσιακών στοιχείων του φορολογουμένου και όχι κάθε άλλη προσαύξηση της περιουσίας του, εκτός αν αυτή, δυνάμει ειδικής διάταξης νόμου, λογίζεται για την υπαγωγή στον φόρο ως εισόδημα».
Στην παγίδα του νόμου
Τα δικαστήρια δέχτηκαν επίσης ότι οι διατάξεις των νόμων αυτών τέθηκαν σε ισχύ από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 30/09/2010 και μετά. Συνεπώς και η υποχρέωση του φορολογουμένου να τηρεί στοιχεία για την τεκμηρίωση των συναλλαγών του ισχύει από 30/09/2010 και μετά. 
Συνεπώς δεν είναι θεμιτό να αξιώνεται αναδρομικά και αιφνιδιαστικά από τη φορολογική αρχή (υπό την απειλή επιβολής φόρου και προσαυξήσεων) η εκπλήρωση άλλης φύσης υποχρέωσης, όπως η τεκμηρίωση κάθε μιας συναλλαγής ξεχωριστά, τραπεζικής ή μη. Αρμόδια στελέχη του υπουργείου Οικονομικών εξέφραζαν την ανησυχία τους για τις νέες δικαστικές αποφάσεις, αλλά δείχνουν να οχυρώνονται πίσω από άλλες διατάξεις για ξέπλυμα μαύρου χρήματος, που θεωρείται διαρκές έγκλημα με ορίζοντα παραγραφής τη 15ετία.
ΤΙ ΛΕΝΕ ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
Η Εφορία δεν έχει δικαίωμα να ζητεί στοιχεία και να επιβάλλει πρόστιμα για χρήσεις ως το 2001 που ελέγχθηκαν μαζικά τα τελευταία χρόνια επειδή έχουν παραγραφεί.
Οι έλεγχοι των τραπεζικών καταθέσεων που επεκτείνονται αναδρομικά στα έτη πριν από τις 30/9/2010 γίνονται χωρίς ισχυρή νομική βάση.
Κακώς μεταφέρεται το βάρος της απόδειξης από τη φορολογική αρχή στον φορολογούμενο.
(ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΟΛΙΑΣΜΕΝΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΡΟΧΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ)

ΠΗΓΗ

Σχόλια