Όταν οι συμμαχικές δυνάμεις αποβίβασαν 3.000 στρατιώτες στο Φάληρο για να πάρουν την Αθήνα
Τον Νοέμβριο του 1916, τα νερά έξω από το λιμάνι του Πειραιά γέμισαν με πολεμικά πλοία και σύντομα η πόλη κατακλύστηκε από Γάλλους ναύτες και Άγγλους πεζοναύτες, οι οποίοι αποβιβάστηκαν με εχθρικές διαθέσεις.
Οι Δυνάμεις της Εγκάρδιας Συνεννόησης ήθελαν να καταλάβουν στρατηγικές θέσεις της Αθήνας για να πιέσουν τον βασιλιά να τηρήσει τις δεσμεύσεις του και να τους παραδώσει το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στόλου και τόνους πολεμοφοδίων, συμβάλλοντας έτσι στην πολεμική προσπάθεια της Αντάντ κατά των Κεντρικών Δυνάμεων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η κατάληψη αυτή, πολύ συνηθισμένη στρατηγική κίνηση ήδη από την αρχαιότητα, έμελλε όμως να πάρει μια απροσδόκητη τροπή όταν ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε. Ο γάλλος ναύαρχος Φουρνιέ αποβίβασε 3.000 στρατιώτες στο Φάληρο και τον Πειραιά με σκοπό να προελάσουν προς την Αθήνα.
Στον δρόμο τους βρέθηκαν οι διαβόητοι Επίστρατοι του Μεταξά, ουδετερόφιλα τάγματα εφόδου δηλαδή που συγκρούστηκαν ανοιχτά μαζί τους στην ευρύτερη περιοχή του Φιλοπάππου κατά τις 18 και 19 Νοεμβρίου 1916 (με το παλιότερο ημερολόγιο), όταν και κατάφεραν να υπερασπιστούν νικηφόρα τον βασιλιά τους αλλά και την πρωτεύουσα από τα συμμαχικά αγήματα!
Οι σύμμαχοι ηττήθηκαν από τη σμπαραλιασμένη Ελλάδα και την επομένη αποσύρθηκαν στο Φάληρο, την ίδια ώρα που ο στόλος τους συνέχισε να βομβαρδίζει από το Φάληρο στρατηγικά σημεία της Αθήνας. Οι Επίστρατοι κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν τα εχθρικά στρατεύματα στο μικρής έκτασης επεισόδιο, που ήταν ωστόσο μια θρασύτατη και παρεμβατικότατη επιθετική ενέργεια κατά της Ελλάδας, και το γεγονός χαιρετίστηκε στο εσωτερικό ως θρίαμβος του ελληνικού στρατού αλλά και του απλού λαού σε βάρος των Μεγάλων Δυνάμεων.
Κανείς δεν πανηγύρισε βέβαια την απροσδόκητη νίκη, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται διχασμένη ανάμεσα στο κράτος των Αθηνών -με επικεφαλής τον βασιλιά Κωνσταντίνο- και το κράτος της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη -με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Όσο για το παραγνωρισμένο σήμερα γεγονός, αφορμή αποτέλεσε η στάση ουδετερότητας που θέλησε να κρατήσει η Ελλάδα κατά τον Α’ Παγκόσμιο, η οποία όπλισε το χέρι των Αγγλογάλλων και οδήγησε σε ολομέτωπη στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των ξένων προστάτιδων δυνάμεων. Τα λεγόμενα Νοεμβριανά του 1916 αποτέλεσαν το αποκορύφωμα του Εθνικού Διχασμού (1914-1917), των γεγονότων που περιστρέφονται γύρω από τη διένεξη του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου αναφορικά με την εμπλοκή ή μη της Ελλάδας στον Μεγάλο Πόλεμο, υποδαυλίζοντας όσο τίποτα τα εθνικά μίση.
Όσο για τον μοχλό της ελληνικής αντεπίθεσης, τους διαβόητους Επίστρατους, το κίνημα των εφέδρων που είχαν συσπειρωθεί γύρω από τον Μεταξά και τον βασιλιά δηλαδή, έμελλε να γράψουν τη δική τους μαύρη σελίδα σε όσα θα επακολουθούσαν στο εσωτερικό…
Γενικό πλαίσιο
Λένε ότι στην πολιτική τα πράγματα κρίνονται εκ του αποτελέσματος κι αν αυτό ισχύει, τότε η επιλογή του Βενιζέλου να προσδέσει την Ελλάδα στο άρμα των νικητών του Α’ Παγκοσμίου, τις Δυνάμεις της Αντάντ (Εγκάρδιας Συνεννόησης), φάνταζε σωστή ιστορικά, καθώς έτσι θα κρατούσε τα μεγάλα οφέλη από τους Βαλκανικούς Πολέμους και θα επέκτεινε την εδαφική της κυριαρχία.
Η πλευρά του βασιλιά Κωνσταντίνου όμως και οι φιλοβασιλικοί δεν το έβλεπαν έτσι, θέλοντας να κρατήσουν την Ελλάδα μακριά από τις εμπόλεμες συγκρούσεις, παρά το γεγονός ότι πίσω από την περιώνυμη «ουδετερότητα» κρυβόταν ένας πρόδηλος φιλογερμανισμός. Σύμφωνα με ιστορικές πήγες, από τον στενό κύκλο των βασιλικών επιτελών μόνο ο Ιωάννης Μεταξάς ισορρόπησε την απόφασή του να υποστηρίξει τους ουδετερόφρονες με τις εκλεκτικές συγγένειες προς τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες, κλείνοντας το μάτι αργότερα στους Αγγλογάλλους.
Όπως κι αν έχει, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος χώρισε την πολύπαθη Ελλάδα στα δυο, καθώς οι εμπόλεμες πλευρές διεκδικούσαν και αξίωναν ανοιχτά τη στράτευση της χώρας σε ένα από τα δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα.
Είναι η εποχή που οι ξένοι πράκτορες αλωνίζουν στην Ελλάδα και η διπλωματία έχει ήδη ρίξει τα φαρμακερά της βέλη, πυροδοτώντας έναν πρωτόγνωρο διχασμό στον λαό. Άγγλοι και Γάλλοι έχουν εξάλλου ήδη παρουσία στον ελλαδικό χώρο, καθώς από τον Σεπτέμβριο του 1915 έχουν καταλάβει τη Θεσσαλονίκη (και τέσσερις μήνες αργότερα την Κέρκυρα) για να διώξουν τους Γερμανο-Βούλγαρους που έχουν καταλάβει την Ανατολική Μακεδονία, εξαιτίας της παροιμιώδους βασιλικής αδράνειας, και είναι εύκολο γι’ αυτούς να επιχειρήσουν να μεταπείσουν τον αμετανόητο Κωνσταντίνο (και τις ελεγχόμενες από αυτόν κυβερνήσεις) να εντάξει τη χώρα στο πλευρό τους.
Το αυτονομιστικό βενιζελικό Κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη έφερε άλλωστε την υπογραφή των Μεγάλων Δυνάμεων, καθώς ήταν ο συμμαχικός στρατός αυτός που υποστήριξε τους φιλοβενιζελικούς αξιωματικούς να σχηματίσουν προσωρινή κυβέρνηση, δίνοντας στον Βενιζέλο τη δυνατότητα να δημιουργήσει τον επαναστατικό σύνδεσμό του στη Θεσσαλονίκη.
Ο Νοέμβριος του 1916 βρίσκει την Ελλάδα λοιπόν με δύο αντίπαλες κυβερνήσεις, μία φιλοσυμμαχική στη Θεσσαλονίκη υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο και μία ουδετερόφιλη στην Αθήνα κάτω από την επιρροή του Κωνσταντίνου. Οι Γάλλοι απελαύνουν μάλιστα από τη Μακεδονία τους «νομιμόφρονες» φιλοβασιλικούς στρατιωτικούς, οι οποίοι μεταφέρονται με τα πλοία τους στον Πειραιά. Το σκηνικό της ολομέτωπης σύγκρουσης έχει στηθεί, καθώς στην Ελλάδα τα εθνικά μίση είναι φουντωμένα.
Την ώρα που οι Σύμμαχοι προβαίνουν σε ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας για να πιέσουν τον βασιλιά να συνεργαστεί μαζί τους, η επαναστατική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης (που ελέγχει Μακεδονία, Κρήτη και νησιά του Ανατολικού Αιγαίου) προβαίνει σε μεγάλης κλίμακας στρατολόγηση, οργανώνοντας μεραρχίες για να ενταχθούν στον πόλεμο, ενώ η φιλοβασιλική κυβέρνηση της Αθήνας οργανώνει, κάτω από τις ζυμώσεις του Μεταξά, τους απολυθέντες στρατεύσιμους («Επίστρατους») σε παραστρατιωτικά τάγματα για την απόκρουση του φιλοβενιζελικού κινδύνου.
Μέσα στο εκρηκτικό εθνικό αυτό πλαίσιο, οι Γάλλοι είναι έτοιμοι να ρίξουν άφθονο λάδι στη φωτιά…
Τι συνέβη
Οι συνεχείς τακτικισμοί του παλατιού οδηγούσαν την κατάσταση σε αδιέξοδο και τα κάστανα από τη φωτιά επιχείρησε να βγάλει ο γάλλος βουλευτής Μπεναζέ, εκπροσωπώντας την κυβέρνησή του, όταν διαπραγματεύτηκε την ειρηνική επίλυση της κρίση απευθείας με τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Ο γάλλος απεσταλμένος του προτείνει στις 3 Νοεμβρίου την παράδοση στους Συμμάχους του συνόλου του ελληνικού στόλου και του μεγαλύτερου μέρους του οπλισμού του στρατού με αντάλλαγμα την εγγύηση της ασφάλειας του τμήματος εκείνου της Ελλάδας που επιθυμούσε να παραμείνει ουδέτερο στον Μεγάλο Πόλεμο.
Ο Κωνσταντίνος το συζητά, αλλά τέσσερις μέρες αργότερα απορρίπτει το αίτημα όταν στρατιωτικοί παράγοντες, με την υποστήριξη των 20.000 Επίστρατων του Μεταξά, πείθουν τον Κωνσταντίνο να μην προβεί σε μια τέτοια κίνηση με πρόσχημα την κοινή γνώμη, που δεν θα καλοέβλεπε την κατάφωρη αυτή επέμβαση στο εσωτερικό της χώρας. Η βασιλική άρνηση πυροδότησε την οργισμένη αντίδραση του ναυάρχου Φουρνιέ, ο οποίος απειλώντας απαιτεί τώρα την επάνδρωση των τριάντα κατασχεθέντων ελληνικών πολεμικών σκαφών από γαλλικά πληρώματα αλλά και την άμεση παράδοση όλου του πυροβολικού του στρατού (κάνοντας πρόδηλες εκπτώσεις από τις αρχικές συμμαχικές αξιώσεις).
Το τελεσίγραφο που στέλνει στον Κωνσταντίνο λήγει στις 18 Νοεμβρίου και η θετική απάντηση που τόσο περιμένει δεν έρχεται ποτέ. Τώρα είναι αναγκασμένος να πραγματοποιήσει τις φοβέρες που διατύπωσε στο τελεσίγραφό του παίρνοντας μέτρα «τα οποία ήθελον κρίνει επιβαλλόμενα». Οι διαπραγματεύσεις έχουν πάρει τέλος και τον πρώτο λόγο αποκτά πια η στρατιωτική ισχύς των Συμμάχων, που θεωρούν εύκολη δουλειά να καταλάβουν την Αθήνα και να μετατρέψουν την κυβέρνηση σε υποχείριό τους. Κι όμως!
Το πρωινό της Παρασκευής, 18ης Νοεμβρίου (με το παλιό πάντοτε ημερολόγιο – 1η Δεκεμβρίου με το καινούριο), όλοι βρίσκονται σε επιφυλακή, καθώς «οι προβολείς του εν Κερατσινίω ναυλοχούντος ξένου στόλου κινούνται αενάως». Πριν καλά καλά ξημερώσει, αρχίζει η επιβίβαση με λέμβους και ατμακάτους των συμμαχικών αγημάτων, τα οποία θα επιχειρήσουν να καταλάβουν θέσεις στην περιοχή των Αθηνών με τη βεβαιότητα ότι αρκούσε μια απλή επίδειξη δύναμης για να συνθηκολογήσει η κυβέρνηση. Την αντίσταση που βρήκαν σίγουρα δεν την περίμεναν με τίποτα.
Τρεις φάλαγγες Γάλλων και Βρετανών (αλλά και κάποιοι Ιταλοί) οδεύουν προς την Αθήνα σε προκαθορισμένα σημεία: η μια μονάδα ανέβηκε τη λεωφόρο Συγγρού, η άλλη την Πειραιώς και η τρίτη «διά της οδού του Ελαιώνος». Οι συμμαχικές δυνάμεις έπεσαν πάνω στους Επίστρατους, οι οποίοι διοικούμενοι από τον αντιστράτηγο Καλλάρη και κάτω από την επιτελική οργάνωση του Μεταξά, απέκρουσαν τον απροσδόκητο εχθρό.
Οι μάχες άρχισαν στο Στρατόπεδο Ρουφ γύρω στις 11:30 το πρωί, στη γέφυρα Πουλοπούλου και κατόπιν στους χώρους γύρω από την Ακρόπολη και το Ζάππειο.
Βομβαρδίστηκαν επίσης αποθήκες όπλων στα Λιόσια, το Παγκράτι αλλά και τα ίδια τα ανάκτορα από τα αγκυροβολημένα στο Φάληρο συμμαχικά πλοία, προκαλώντας μεγάλης έκτασης φθορές. Θύματα υπήρξαν και από τις δύο πλευρές (194 Σύμμαχοι και 82 Έλληνες, αν και ιστορική συναίνεση στα νούμερα δεν φαίνεται να υπάρχει), όπως και πάμπολλοι τραυματίες, ενώ στα «ψιλά» των εχθροπραξιών ήταν οι άγριες σκηνές βίας των βασιλοφρόνων εναντίον κάθε θεωρούμενου βενιζελικού.
Η όλη εμπλοκή κράτησε δύο μέρες, αφού τη δεύτερη συμφωνήθηκε κατάπαυση του πυρός μεταξύ Κωνσταντίνου και πρεσβευτών της Αντάντ. Οι Σύμμαχοι είχαν ηττηθεί! Ο γαλλικός στόλος που βομβάρδιζε για δυο μέρες Αθήνα και Πειραιά σταμάτησε τους κανονιοβολισμούς με διαταγή του Φουρνιέ, ο οποίος «υπεσχέθη ότι ουδέν εχθρικόν μέτρον θα διατάξη κατά της πόλεως του Πειραιώς υπέρ ης ενδιαφέρεται και ως Ναύαρχος και ως άτομον».
Παρά το γεγονός ότι η ένταση με τους ξένους φαινόταν να εκτονώνεται, η έκρυθμη κατάσταση συνεχίστηκε με τις βίαιες επιθέσεις των Επιστράτων κατά φιλοβενιζελικών, αλλά και εκτεταμένες συλλήψεις από την κυβέρνηση υπόπτων και στελεχών των «συνωμοτών» βενιζελικών. Δικαιολογώντας τις διώξεις κατά των οπαδών του Βενιζέλου, ο πρωθυπουργός Σπυρίδων Λάμπρος φέρεται να είπε πως «τακτοποιούμε τα του οίκου μας».
Οι Γάλλοι ονόμασαν το πάθημά τους -που εμείς ξέρουμε ως «Νοεμβριανά του 1916»- «Ελληνικό Εσπερινό»! Ο Φουρνιέ τιμωρήθηκε, καθώς ανέλαβε την πλήρη ευθύνη για την εισβολή ισχυριζόμενος δημόσια ότι είχε ενεργήσει μόνος, και απαλλάχθηκε τελικά από τα καθήκοντά του. Η παρουσία των Γάλλων στον Πειραιά συνεχίστηκε βέβαια και τους πρώτους μήνες του 1917.
Όταν αποσύρθηκαν όμως διακριτικά, στην Αθήνα βασίλεψε το χάος: οι φιλοβασιλικοί εξαπέλυσαν άγριες επιθέσεις κατά βενιζελικών στόχων, λεηλατώντας σπίτια και καταστήματα, καταστρέφοντας εγκαταστάσεις εφημερίδων και κακοποιώντας απλούς πολίτες αλλά και επώνυμους υποστηρικτές του Βενιζέλου.
Ως απάντηση, η ισχυρή Τριανδρία της Θεσσαλονίκης (Βενιζέλος, ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης και στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής) κηρύσσει με διάγγελμα της 25ης Νοεμβρίου έκπτωτο τον Κωνσταντίνο, την ίδια ώρα που οι δυνάμεις της Αντάντ θα επιβάλουν γενικό ναυτικό αποκλεισμό για τις «αθλιότητες του καθεστώτος των Αθηνών», επιτείνοντας την ήδη κακή κατάσταση της αγοράς και φανατίζοντας ακόμη περισσότερο τον πληθυσμό, που αδυνατεί να εξασφαλίσει πλέον τα τρόφιμα της ημέρας.
Κανείς στην Αθήνα δεν μπορεί να ξεχάσει τι έγινε και νιώθουν υποχρεωμένοι στους ένοπλους επίστρατους του Μεταξά που έδιωξαν τους Αγγλογάλλους.
Η επιθετική κίνηση της Αντάντ δεν ήταν εξάλλου παρά μια κατάφωρη παραβίαση των στοιχειωδών συνταγµατικών δικαιωµάτων αλλά και των θεµελιωδών κανόνων του διεθνούς δικαίου, καθώς προσπάθησε ουσιαστικά να καταλύσει την εθνική κυριαρχία. Και έστειλε βέβαια το διχαστικό μίσος σε νέα ύψη: τη 12η Δεκεμβρίου, ο σύνδεσμος συντεχνιών αλλά και η Ιερά Σύνοδος κάλεσαν τον ελληνικό λαό (τους φιλοβασιλικούς δηλαδή) όπως «ρίψει λίθον αναθέματος στο πεδίον του Άρεως κατά του τρισκατάρατου προδότη Βενιζέλου».
Ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Ελλάδα τον Ιούνιο του 1917, έπειτα από την τρίτη κατοχή του Πειραιά από τα συμμαχικά στρατεύματα τον Μάιο του ίδιου χρόνου(!), και ο Βενιζέλος κατέστη ο απόλυτος κυρίαρχος στα ελληνικά πράγματα. Τον Κωνσταντίνο διαδέχτηκε ο γιος του Αλέξανδρος…
Ποιοι ήταν οι Επίστρατοι
Οι σύγχρονοι ιστορικοί τοποθετούν τη γέννηση της ελληνικής ακροδεξιάς κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού, θεωρώντας πρωτεργάτη της τον δικτάτορα κατόπιν Ιωάννη Μεταξά. Όσο για το όχημα της εξάπλωσής της, δεν ήταν παρά οι διαβόητοι σύλλογοι των Επιστράτων, ένα στρατιωτικό κίνημα ουδετερόφιλων αξιωματικών και οπλιτών που κάτω από τους επιδέξιους χειρισμούς του Μεταξά και του κύκλου του θα μετατρέπονταν σε τάγματα κρούσης κατά του βενιζελισμού αλλά και φορέα μίσους και βίας.
Κι ενώ οι απολυθέντες έφεδροι που ονομάστηκαν «Επίστρατοι» ήταν στην πρώτη φάση τους προϊόν των αντιπολεμικών διαθέσεων των στρατευμένων στον Α’ Παγκόσμιο, όταν η Ελλάδα αιωρούνταν μεταξύ της ουδετερότητας ή της ένταξής της στο πλευρό της Αντάντ, χειραγωγήθηκαν ωστόσο στα γρήγορα και μετατράπηκαν σε συμμορίτικες παρακρατικές ομάδες που στράφηκαν κατά των πολιτικών αντιπάλων τους, αλλά και των προσφύγων, ακόμα και των Κρητικών!
Ήταν μια σύλληψη του Μεταξά (ο οποίος κόμπαζε εξάλλου ότι αυτός ήταν ο οργανωτής τους και το θεωρούσε «τιμή του» και «αιωνία δόξα»), ένα πρώτο φασιστικό εγχείρημα είκοσι ολόκληρα χρόνια πριν από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, καθώς ο απόστρατος συνταγματάρχης με τις υπέρμετρες φιλοδοξίες εκμεταλλεύτηκε την αποστράτευση των εφέδρων τον Μάιο του 1916 που επέβαλαν οι δυνάμεις της Αντάντ στην «ουδετερόφιλη» αντιβενιζελική κυβέρνηση της Αθήνας.
Ο ίδιος ο Μεταξάς ομολογεί σε άρθρο του το 1934: «Ο κ. Βενιζέλος με κατηγόρησε και με κατηγορεί σήμερον, ότι υπήρξα ο οργανωτής της κινήσεως ταύτης. Αλλ’ αυτό το θεωρώ εγώ τιμήν μου. Ναι! Την κίνησιν εδημιούργησε μόνη της ολόκληρος η ελληνική νεολαία της εποχής εκείνης. Και εγώ ετέθην εις την υπηρεσίαν αυτής και ηγωνίσθην μετά πλήθους άλλων αλησμόνητων συνεργατών, όπως λάβη ωργανωμένην μορφήν».
Αλλά και σε γράμμα στη σύζυγό του μετά την επιστροφή του από την εξορία, παραδέχεται: «Α! Μορφωμένοι τάξεις. Ιδίως η κυρία ζύμη του, θαυμάσια ζύμη, είναι οι Επίστρατοι. Και θα είναι αιωνία δόξα μου η οργάνωσίς των. Δόξα, την οποίαν δεν ειμπορούν να μου κλέψουν, αφού μου την αναγνωρίζει η απόφασις που με κατεδίκασεν εις θάνατον».
Οι τάξεις τους πύκνωσαν ωστόσο λίγο αργότερα, όταν με επίσημη κυβερνητική πρόσκληση κατατάχθηκαν πάμπολλοι «εθελοντές» και οργανώθηκαν σε παρακρατικούς στρατιωτικούς σχηματισμούς, έχοντας αναγκαστικά επικεφαλής ολιγαρχικούς αξιωματικούς. Υπολογίζεται ότι στην περίοδο της ακμής τους, μετά τα δολοφονικά πογκρόμ κατά των «αντιφρονούντων» στα Νοεμβριανά του 1916 δηλαδή, συγκέντρωναν πάνω από 100.000 μέλη. Ήταν το πρόπλασμα για τη μεταξική Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ).
Οι μαύροι Επίστρατοι παρέμειναν ισχυροί ακόμη και όταν η κυβέρνηση πέρασε στα χέρια των βενιζελικών, όταν και διαλύθηκαν τυπικά και εξορίστηκε η ηγεσία τους. Κι όμως, ποτέ δεν χάθηκαν, καθώς στα επόμενα χρόνια αποτέλεσαν τη βάση για τη συγκρότηση των αντιδραστικών Λαϊκών Πολιτικών Συλλόγων, επιβιώνοντας ως τάγματα εφόδου των συντηρητικών κύκλων μέχρι και την πλήρωση του στόχου τους: την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας.
«Οι σύλλογοι των επιστράτων εξήσκησαν κολοσσιαίαν επιρροήν επί της εν γένει πολιτικής του τόπου κατά τα έτη 1916-1920. Αποτελούν όχι πλέον ολιγαρχικήν, αλλ’ ευρυτέραν λαϊκήν απάντησιν εις την αστικήν επανάστασιν του 1909 … Παρουσιάζουν αναλογίας με τον ιταλικόν φασισμόν, του οποίου προπορεύθησαν, προς τους Γερμανούς μοναρχικούς ή τους εθνικόφρονας σοσιαλιστάς … Ήσαν τεχνητόν πολιτικόν όργανον ξένον προς την φυσιολογικήν μορφήν της νεοεληνικής κοινωνίας. Απόστημα και όχι σώμα κοινωνικόν … Εις το εσωτερικόν οι επίστρατοι επέβαλλαν τρομοκρατικώς τη μοναρχικήν παντοδυναμίαν… Η ανάληψις πολιτικών ευθυνών αι οποίαι ανήκαν εις το ωργανωμένον κράτος, η ανάμιξίς των εις τα έργα της αστυνομίας και του στρατού μετέβαλαν εντός ολίγου τους επιστράτους από πολιτικόν όργανον εις συμμορίας χρησιμοποιούσας κακοποιά μέσα … Προερχόμενοι εκ του λαού έγιναν όργανον τρομεράς κοινωνικής και εθνικής αποσυνθέσεως», γράφει ο Γ. Βεντήρης στην «Ελλάς του 1910-1920».
Πίσω τους βρίσκονταν τα ανάκτορα αλλά και οι αυταρχικοί ηγέτες όπως ο Μεταξάς, που ήθελαν να τους χρησιμοποιήσουν για την καταστολή των βενιζελικών. Αμέσως μετά την αποστράτευσή τους, τον Ιούνιο του 1916, οι επιστρατικοί σύλλογοι σκορπίστηκαν στα μήκη και τα πλάτη της χώρας, επικυρώνοντας έτσι τη μεταμόρφωση του Εθνικού Διχασμού από αντιπαράθεση πολιτικών ηγεσιών σε σύγκρουση μαζών.
«Ακόμη κι αν αυτοί είχαν αρχικά αντιπολεμικές αντιλήψεις … σύντομα έδειξαν να δέχονται μια απολυταρχική ιδεολογία που έδινε προνομιακή θέση στη μαζική κινητοποίηση, στον εθνικισμό και στη βία … Επιπλέον εξήρε την τυφλή πίστη στον βασιλιά, στον μιλιταριστικό εθνικισμό και στην πάταξη του βενιζελικού μιάσματος και αναπόφευκτα αναμείχτηκε με κάθε λογής άλλα ιδεολογήματα», παρατηρεί σχετικά ο Σπ. Μαρκέτος στο «Πώς φίλησα τον Μουσολίνι. Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού».
Όταν απομακρύνθηκε ο Βενιζέλος από τη θέση του πρωθυπουργού τον Οκτώβριο του 1915 και ο Μεταξάς ανακλήθηκε εσπευσμένα στο σώμα ως υπαρχηγός του Επιτελείου, δίνοντας αργότερα την εντολή να παραδοθεί το Οχυρό Ρούπελ στα γερμανο-βουλγαρικά στρατεύματα, οι Μεγάλες Δυνάμεις απαίτησαν με τελεσίγραφό τους τη γενική αποστράτευση.
Οι άτακτες αυτές ομάδες εφέδρων (Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εφέδρων ήταν ο επίσημος τίτλος των Επίστρατων), κυρίως υπαξιωματικών και στρατιωτών, οργανώθηκαν σε δυνάμεις κρούσης έχοντας ως ανεπίσημο αρχηγό τους τον Μεταξά. Ήταν πράγματι η πρώτη μαζική οργάνωση στη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας. Ο δε μετασχηματισμός τους σε οργανώσεις του Λαϊκού Κόμματος συνέβαλε στην εκλογική ήττα των βενιζελικών στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920.
Μέχρι το 1917, οι «Επίστρατοι» είχαν φτάσει τα 200.000 μέλη. Πρώτη φορά που έκαναν αισθητή την παρουσία τους ήταν στις 30 Ιουνίου, όταν σε πυρκαγιά που ξέσπασε στο Τατόι διέσωσαν τον βασιλιά, τον οποίο δοξολογούσαν εξάλλου διαρκώς στα έντυπά τους, βάζοντας στόχο ζωής να πατάξουν κάθε αντίπαλό του.
Η μεγάλη στιγμή τους δεν ήταν άλλη από τα Νοεμβριανά του 1916, όταν αποκρούουν την επίθεση των Αγγλογάλλων! Μετά την εμφατική τους νίκη, οι Επίστρατοι θα εξαπολύσουν επιθέσεις σε όλη την Αθήνα εναντίον των βενιζελικών, οργανώνοντας ακόμα και μαζικές δολοφονίες. Το διήμερο πογκρόμ εναντίον των βενιζελικών πολιτών άφησε τουλάχιστον 35 επιβεβαιωμένους φόνους (και εκατοντάδες αδικοσκοτωμένους ανώνυμους πρόσφυγες, διότι οι πρόσφυγες, οι Κρητικοί και οι επιφανείς βενιζελικοί έμποροι ήταν οι τρεις βασικοί στόχοι των Επίστρατων), 500 περίπου καταστήματα λεηλατημένα, 900 πολίτες στη φυλακή αλλά και 30 λουκέτα σε εφημερίδες.
Ο στρατιωτικός Κωνσταντίνος Βεντίρης γράφει χαρακτηριστικά: «Από της 19 μέχρι της 23 Νοεμβρίου ωδηγούντο πλησίον του φθισιατρείου «Σωτηρία» Μικρασιάται ιδίως πρόσφυγες και έθανατώνοντο ώς κατάσκοποι εις την υπηρεσίαν των Αγγλογάλλων! Εδιώχθησαν από τούς Τούρκους διά να εύρουν άδικον τέλος εις την πρωτεύουσαν της Ελλάδος».
Οι «Επίστρατοι» εκκόλαψαν το αυγό του φιδιού στην Ελλάδα, καθώς συνδέονται ευθέως με τη μεταγενέστερη δικτατορία του Μεταξά αλλά και τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό. Η αντίθεσή τους στην αστική τάξη (αυτοί ανήκουν στη μεσαία), η παραστρατιωτική τους δομή και η μοναρχική και αντικοινοβουλευτική τους ιδεολογία ήταν ο σπόρος του κακού, ο ακροδεξιός αντίκτυπος του οποίου συνεχίζει να ταλανίζει την ελληνική κοινωνία…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου