Στις 24 Απριλίου του 2004, οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν με ποσοστό 76% το προτεινόμενο σχέδιο λύσης του Κυπριακού, το οποίο έχει καταγραφεί ιστορικώς ως Σχέδιο Ανάν, ο οποίος ως τότε ΓΓ του ΟΗΕ, είχε επιχειρήσει να δώσει τέλος σε μια από τις πλέον μακροχρόνιες διεθνείς διενέξεις.
Σήμερα συμπληρώνονται 12 χρόνια από το δημοψήφισμα στη Κύπρο, με το Κυπριακό να βρίσκεται για ακόμη μία φορά σε διαδικασία διαπραγματεύσεων με στόχο την επίλυση του. Πρωταγωνιστές αυτή τη φορά ο Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Μουσταφά Ακιντζί. Δύο πολιτικοί της ίδιας γενιάς, οι οποίοι καλούνται να βρουν διεξόδους τις οποίες απέτυχαν να αξιοποιήσουν οι προκάτοχοι τους από το 1974 ως σήμερα.
Δεν χρειάζεται ειδική ανάλυση για να διαπιστώσει κάποιος τη διαχρονική ευθύνη των εκάστοτε ηγεσιών των Τουρκοκυπρίων και κυρίως της Τουρκίας που θεωρούσαν ότι τα Κυπριακό «λύθηκε» με την εισβολή του 1974 και την ανακήρυξη του ψευδοκράτους το 1983. Έως και σήμερα η Τουρκική πλευρά θεωρεί πως το 65% των Τουρκοκυπρίων που είπε «ναι» στο Σχέδιο Ανάν το 2004 αποτελεί κολυμβήθρα του Σιλωάμ που επιτρέπει την επίρριψη ευθυνών στους Ελληνοκύπριους για τη μη λύση του προβλήματος.
Οι ΗΠΑ και η Βρετανία, μετά το δημοψήφισμα του 2004 είχαν επιχειρήσει να εγκρίνουν το Σχέδιο Ανάν ως ψήφισμα για τη λύση του Κυπριακού με την υιοθέτηση του από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, αλλά η Ρωσία απέτρεψε αυτή την εξέλιξη ασκώντας βέτο. Σήμερα πληροφορίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητα, δημιουργούν ερωτηματικά για το διπλωματικό παιχνίδι εκείνης της εποχής που ακόμα δεν μπορούν να απαντηθούν με βεβαιότητα.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει διαμηνύσει πως το σχέδιο Ανάν δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ως βάση λύσης αλλά μόνο ως βάση διαπραγμάτευσης και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να επανέλθει με «διακοσμητικές αλλαγές».
Ο Κύπριος Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης ο οποίος το 2004 ως ηγέτης του κόμματος «Δημοκρατικού Συναγερμού» (ΔΗΣΥ) είχε ταχθεί υπέρ του σχεδίου, έχει καταστήσει σαφές ότι σεβόμενος την ετυμηγορία του λαού δεν θα ευνοήσει επαναφορά του σχεδίου αν δεν υπάρξουν αλλαγές που θα ικανοποιούν την ελληνοκυπριακή πλευρά. Αυτό που έχει τονιστεί είναι ότι σε περίπτωση επαναφοράς του σχεδίου θα υπάρξει μια νέα απόρριψη που θα φέρει τη Κύπρο πιο κοντά στην οριστική διχοτόμηση.
Λίγες μέρες μετά το δημοψήφισμα του 2004 η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε πλήρες μέλος της ΕΕ με το σύνολο των εδαφών της Κύπρου και αναστολή εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου στις κατεχόμενες περιοχές. Παράλληλα η Κυπριακή Δημοκρατία διήλθε μια περίοδο διεθνών πιέσεων και απομόνωσης η οποία θεωρήθηκε ως τιμωρία των μεγάλων δυνάμεων για την απόρριψη του σχεδίου.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το δημοψήφισμα του 2004 ήταν το πρώτο που έγινε από το 1963 που δημιουργήθηκε ουσιαστικά το Κυπριακό πρόβλημα.
Ένα σχέδιο που έμεινε σχέδιο
Το σχέδιο Ανάν στην αρχική του μορφή παρουσιάστηκε από τον ΟΗΕ στον τότε Πρόεδρο Γλαύκο Κληρίδη και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς στις 11 Νοεμβρίου 2002.
Τον Δεκέμβριο του 2002 οι δύο πλευρές έκαναν εισηγήσεις επί του σχεδίου και μετά από διαπραγματεύσεις με την μεσολάβηση του ΟΗΕ υπήρξε κατάληξη στη δεύτερη εκδοχή του σχεδίου στις 10 Δεκεμβρίου.
Οι διαπραγματεύσεις δεν είχαν γίνει με απευθείας επαφές αλλά με συνεχή πήγαινε – έλα των εκπροσώπων του ΟΗΕ στις ελεύθερες περιοχές και τα κατεχόμενα.
Οι προσπάθειες εντάθηκαν στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στη Κοπεγχάγη όπου θα αποφασιζόταν η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Σημαντικό και παρασκηνιακό ρόλο έπαιξε ο Βρετανός Σερ Ντέιβιντ Χάνει. Ο Ντενκτάς δεν μπόρεσε να πάει στη Κοπεγχάγη καθώς λίγες μέρες νωρίτερα είχε υποβληθεί σε εγχείρηση ανοικτής καρδιάς. Ο λεγόμενος «υπουργός εξωτερικών» του ψευδοκράτους διαβουλεύτηκε με τον τότε Γενικό Εισαγγελέα της Κύπρου Αλέκο Μαρκίδη και η διαβούλευση οδηγήθηκε σε ναυάγιο με τη Κύπρο να εντάσσεται στην ΕΕ χωρίς να τίθεται ως προϋπόθεση η επίλυση του Κυπριακού. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η ελληνική κυβέρνηση η οποία είχε καταστήσει σαφές ότι σε περίπτωση μη ένταξης της Κύπρου θα τίναζε στον αέρα τη διεύρυνση της ΕΕ.
Το ναυάγιο των διαβουλεύσεων προκάλεσε αντιδράσεις στα κατεχόμενα καθώς οι Τουρκοκύπριοι αντιλαμβάνονταν ότι θα βρίσκονταν εκτός ΕΕ.
Παράλληλα η Κύπρος μπαίνει σε προεκλογική περίοδο με την Γλαύκο Κληρίδη να ζητάει επανεκλογή με δέσμευση να παραμείνει στη Προεδρία για 16 μήνες ώστε να λυθεί το Κυπριακό. Τις εκλογές κέρδισε στις 16 Φεβρουαρίου 2003 ο Τάσσος Παπαδόπουλος με τις ψήφους του κόμματος του (ΔΗΚΟ) και του αριστερού ΑΚΕΛ. Στις 26 Φεβρουαρίου επισκέπτεται τη Κύπρο ο τότε ΓΓ του ΟΗΕ Κόφι Ανάν και παρουσιάζει στις δύο πλευρές το τρίτο σχέδιο του με κάποιες αλλαγές από το προηγούμενο. Αποφασίζεται κοινή συνάντηση στη Χάγη της Ελβετίας στις 10 Μαρτίου 2003. Στη συνάντηση ο Ραούφ Ντενκτάς απορρίπτει το τρίτο σχέδιο ενώ ο Τάσσος Παπαδόπουλος το αποδέχθηκε με κάποιες ενστάσεις σε θέματα ασφάλειας και σε κενά που είχαν διαπιστωθεί σε σχέση με την εφαρμογή της λύσης.
Στις 16 Απριλίου 2003 υπογράφεται στην Αθήνα η συνθήκη προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ. Ο ΓΓ του ΟΗΕ Κόφι Ανάν θέλοντας να προλάβει την πλήρη ένταξη της Κύπρου την 1η Μαίου του 2004 απαιτεί από τις δύο πλευρές να αποδεχθούν την κάλυψη των κενών με επιδιαιτησία από τον ΟΗΕ. Δηλαδή στα σημεία που δεν θα συμφωνούσαν ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι να αποφασίζει τις ρυθμίσεις ο ΟΗΕ. Ο Ντενκτάς που δεχόταν έντονη πίεση στο εσωτερικό του ψευδοκράτους με μια αιφνιδιαστική κίνηση, στις 23 Απριλίου του 2003, ανοίγει για πρώτη φορά μετά το 1974 τα οδοφράγματα και επιτρέπει την κυκλοφορία ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων μεταξύ ελευθέρων και κατεχομένων περιοχών.
Τον Δεκέμβριο του 2003 κερδίζει τις εκλογές στα κατεχόμενα ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ («πρωθυπουργός») ενώ ο Ντενκτάς παρέμεινε στη λεγόμενη «προεδρία». Ο Τάσσος Παπαδόπουλος με επιστολή στον ΓΓ του ΟΗΕ ζητάει επανάληψη των προσπαθειών για επίλυση του Κυπριακού με στόχο τη λύση πριν από τη 1η Μαϊου 2004 που η Κύπρος θα εντασσόταν στην ΕΕ. Η κίνηση αυτή του Τάσσου Παπαδόπουλου στόχευε στην επίρριψη ευθυνών στη τουρκική πλευρά καθώς πίστευε πως θα υπήρχε άρνηση και πάλι από τον Ντενκτάς. Η εκτίμηση του Τάσσου Παπαδόπουλου αποδείχθηκε λανθασμένη καθώς ο Ντενκτάς σε συνάντηση που έγινε με τον ΓΓ του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη αποδέχθηκε την επιδιαιτησία και την διεξαγωγή δημοψηφισμάτων τον Απρίλιο του 2004. Το ίδιο αναγκάστηκε να αποδεχθεί και ο Τάσσος Παπαδόπουλος.
Αμέσως μετά γίνονται νέες διαβουλεύσεις των δύο πλευρών χωρίς να καταλήξουν σε συμφωνία έως τις 23 Μαρτίου 2003. Την επόμενη ημέρα ο ΓΓ του ΟΗΕ καλεί στη Λουκέρνη της Ελβετίας τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων και τους πρωθυπουργούς Ελλάδας και Τουρκίας για διαβουλεύσεις.
Στη Λουκέρνη ο ΟΗΕ διά του εκπροσώπου του Άλβαρο Ντε Σότο ασκεί τον επιδιαιτητικό του ρόλο και καταλήγει στο τελικό σχέδιο Ανάν (Νο 4) το οποίο αποφασίζεται να τεθεί σε δημοψηφίσματα στις 24 Απριλίου 2004. Το σχέδιο δόθηκε στις 29 Μαρτίου και την επόμενη μέρα έγιναν προσπάθειες για κάποιες αλλαγές οι οποίες όμως δεν ικανοποίησαν ούτε τον Τάσσο Παπαδόπουλο ούτε τον πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή.
Το φορτισμένο διάγγελμα
Ο Τάσσος Παπαδόπουλος τάχθηκε κατά της υπερψήφισης του σχεδίου και με το δραματικό διάγγελμα του στις 7 Απριλίου 2004 ζήτησε την απόρριψη του στο δημοψήφισμα.
Στο διάγγελμα εμφανίστηκε εμφανώς φορτισμένος συναισθηματικά χωρίς να μπορέσει να συγκρατήσει τα δάκρυα του όταν καλούσε τον λαό να πει «όχι» ευχόμενος, Καλή Ανάσταση. «Λυπούμαι ειλικρινά», ανέφερε «γιατί δεν μπορώ να αποδεχθώ και να υπογράψω το Σχέδιο Ανάν όπως, τελικά, διαμορφώθηκε. Παρέλαβα Κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω κοινότητα χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα. Και όλα αυτά έναντι κενών, παραπλανητικών, δήθεν, προσδοκιών. Έναντι της ανεδαφικής ψευδαίσθησης ότι η Τουρκία θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της».
Νέα προσπάθεια
Μετά την στασιμότητα αρετών χρόνων, που ακολούθησε το δημοψήφισμα, και παρά τις προβλέψεις ότι ενδεχομένως δεν θα υπήρχε νέα ευκαιρία επίλυσης του Κυπριακού, οι προσδοκίες αναζωπυρώθηκαν την περίοδο της διακυβέρνησης Δημήτρη Χριστόφια και επί ηγεσίας των Τουρκοκυπρίων από τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ. Οι συνομιλίες αν και προχώρησαν σε σημαντικό βαθμό με τη καταγραφή συγκλίσεων σε αρκετά θέματα δεν κατέληξαν, καθώς ο κ. Ταλάτ δεν μπόρεσε να κάνει τις υπερβάσεις που θα επέτρεπαν μια ολοκληρωμένη συμφωνία. Στη συνέχεια τον κ. Ταλάτ διαδέχθηκε ο ακραίος Ντερβίς Έρογλου, ο οποίος επιχείρησε να ανατρέψει τις όποιες συγκλίσεις είχαν επιτευχθεί οδηγώντας τις διαπραγματεύσεις σε ένα ακόμη αδιέξοδο.
Η εκλογή του Νίκου Αναστασιάδη στη προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας και η ανάδειξη του Μουσταφά Ακιντζί στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων, αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον του ΟΗΕ και του διεθνούς παράγοντα καθώς και οι δύο εξέφραζαν θέσεις που ευνοούσαν την προσπάθεια λύσης του Κυπριακού. Οι μεταξύ τους διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν με μεγάλες προσδοκίες οι οποίες ενισχύονταν και από τις τοποθετήσεις της Τουρκίας για την αναγκαιότητα λύσης. Στο τραπέζι των συνομιλιών καταγράφηκε πρόοδος η οποία ωστόσο δεν είναι αυτή που αρχικώς αναμενόταν. Μεσολάβησε η αποστολή του τουρκικού ερευνητικού σκάφους «Μπαρμπαρός» στη Κυπριακή ΑΟΖ που σήμανε την διακοπή των διαπραγματεύσεων με αφορμή τις γεωτρήσεις που έκανε η Κυπριακή Δημοκρατία για εντοπισμό φυσικού αερίου. Οι συνομιλίες επανήρχισαν χωρίς όμως να έχουν την ίδια δυναμική, αν και όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές, συνεχίζουν να διατηρούν την αισιοδοξία τους. Αύριο οι κύριοι Αναστασιάδης και Ακιντζί, θα έχουν ακόμα μία συνάντηση στην οποία θα επιχειρήσουν να γεφυρώσουν τις διαφορές σε πτυχές που παρατηρείται προσέγγιση.
Έντονες επιφυλάξεις για τις διαπραγματεύσεις εκφράζουν τα μικρά κόμματα της ελληνοκυπριακής πλευράς, μερικά εκ των οποίων αμφισβητούν και την βάση που έχει συμφωνηθεί για λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις 22 Μαϊου πραγματοποιούνται βουλευτικές εκλογές στη Κυπριακή Δημοκρατία και οι τόνοι της αντιπαράθεσης στην ελληνοκυπριακή πλευρά έχουν ανέβει, με τη κυβέρνηση Αναστασιάδη να δηλώνει πως οι διαπραγματεύσεις δεν επηρεάζονται.
Σημαντικό θεωρείται το γεγονός ότι τα δύο μεγάλα ελληνοκυπριακά κόμματα, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, αν και διαφωνούν στο σύνολο σχεδόν των θεμάτων που αφορούν την οικονομία και την εσωτερική διακυβέρνηση, στο Κυπριακό καταγράφουν κοινές θέσεις, θεωρώντας πως δεν πρέπει να χαθεί ακόμα μία ευκαιρία για λύση. Αγκάθι αποτελεί και πάλι η Τουρκία η οποία επιχειρεί να συνδέσει τη λύση του Κυπριακού με ανταλλάγματα από την ΕΕ, αρνούμενη να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της που αφορούν την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παράλληλα η απαίτηση για «πολιτογράφηση» 24.000 Τούρκων υπηκόων ως «πολιτών» του ψευδοκράτους βάζει βόμβα στα θεμέλια των διαπραγματεύσεων ανατρέποντας συμφωνίες που αφορούσαν την τύχη των εποίκων και την αναλογία πληθυσμών μετά την λύση του Κυπριακού.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου