Οι εξελίξεις και η διαχρονική απουσία μας από το “παίγνιο”

Η κατάσταση ασφαλείας στην ευρύτερη περιοχή εξακολουθεί να εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους για την ελληνική εθνική ασφάλεια. Η κατάσταση θυμίζει κινούμενη άμμο. Με επίκεντρο τις συνέπειες στην περιοχή από την κατάρριψη του ρωσικού Su-24 από την τουρκική Αεροπορία, οι ανακατατάξεις είναι συνεχείς και ασφαλείς προβλέψεις δεν μπορούν να γίνουν. Λογικά, μετά από την παρέλευση ενός χρονικού διαστήματος θα επέλθει σταδιακή αποκλιμάκωση στις σχέσεις Μόσχας και Άγκυρας. Πόσο σύντομα όμως; Πόσο νομοτελειακό είναι αυτό; Και τέλος, μπορεί να ελιχθεί η Ελλάδα σε αυτό το περιβάλλον;

Του Ζαχαρία Μίχα*
Η ρωσική διπλωματία θα συνεχίσει να αξιοποιεί εξαντλητικά τη συγκυρία προωθώντας τα συμφέροντά της, ενώ η Τουρκία θα συνεχίσει να βρίσκεται υπό πίεση, την οποία θα αξιοποιεί για να εμπλέξει πιο ενεργά το ΝΑΤΟ στο πλευρό της, με τη Δύση βέβαια να εκμεταλλεύεται με τη σειρά της την κατάσταση, για να «ρυθμίσει» την «αποκλίνουσα» τουρκική στάση στο γενικότερο ζήτημα του ισλαμικού εξτρεμισμού και των αμετροεπών φιλοδοξιών της ηγεσίας των Ερντογάν – Νταβούτογλου στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου.
Όλα αυτά υπό την αίρεση κάποιας εξέλιξης στο μέτωπο Μόσχας-Ουάσιγκτον που θα οδηγήσουν στη δημιουργία – και επισήμως – μετώπου Ανατολής-Δύσης το οποίο θα έπειθε ακόμα και τους πλέον δύσπιστους για το επίκαιρο της στρατιωτικής ισχύος στον σύγχρονο κόσμο…
Σε τακτικό επίπεδο, το διακριτικό «άνοιγμα» της Ρωσίας για μια πρώτη επαφή σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών με την Τουρκία δεν άλλαξε τα δεδομένα. Ο Σεργκέι Λαβρόφ ανακοίνωσε από τη Λευκωσία όπου βρέθηκε, ότι θα συναντήσει τον ομόλογό του, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, εάν αυτό ζητηθεί, όπως υπονόησε, μια συνάντηση η οποία τελικώς πραγματοποιήθηκε.
Αυτή η συνάντηση όμως αντισταθμίστηκε άμεσα από την ολομέτωπη επίθεση της Μόσχας στον Ερντογάν, με τη δημοσιοποίηση στοιχείων που κατά τους Ρώσους τεκμηριώνουν την εμπλοκή της Άγκυρας σε εμπόριο πετρελαιοειδών με το Ισλαμικό Κράτος, κεφαλαιοποιώντας και τη συγκυρία που δημιούργησε η μάλλον βεβιασμένη «δέσμευση» Ερντογάν ότι θα παραιτηθεί εάν αποδειχθούν τέτοιες συναλλαγές.
Ενθαρρυμένη ενδεχομένως από τις ΝΑΤΟϊκές διαβεβαιώσεις, αλλά και επιχειρώντας να πειθαναγκάσει τη Συμμαχία σε πιο ενεργό εμπλοκή, αφού η ύπαρξη μετώπου με τη Ρωσία μεγιστοποιεί τη στρατηγική αξία της Τουρκίας για τη Δύση, το δίδυμο Ερντογάν – Νταβούτογλου ξαναχτύπησε, με τον πρώτο να δηλώνει ενώπιον πλήθους ότι διαθέτει αποδείξεις ρωσικής εμπλοκής στο λαθρεμπόριο με το ISIS (Σύρος που φέρεται εμπλεκόμενος είχε συριακό διαβατήριο…), ο δε Νταβούτογλου με εμφανή διάθεση αστεϊσμού, υπενθύμισε τα ψεύδη της Pravda την εποχή της νιότης του, όπως είπε, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου.
Ενδιαφέρον είχε και η «σύντομη υπενθύμιση» της παραμέτρου των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων, με το θέμα να ανοίγει και να κλείνει σε μερικές μόνο ώρες από τα ρωσικά πρακτορεία που είναι απολύτως ευθυγραμμισμένα με το Κρεμλίνο και «λάθη» δεν συνηθίζονται, που είχε ως αποτέλεσμα να δει πάλι το φως της δημοσιότητας η Συνθήκη του Μοντρέ του 1936 και η σημασία της στις ισορροπίες Ανατολής και Δύσης.
Αυτό ας το κρατήσουμε στη μνήμη μας, διότι δεν αποκλείεται στο προσεχές μέλλον να χρειαστεί να το ανασύρουμε, αναλόγως πάντα των εξελίξεων, ασχέτως του ότι η κατάσταση θυμίζει έντονα το «φοβάται ο Γιάννης το θεριό…». Μόλις χθες, ο Νταβούτογλου ανακάλυψε… εθνοκάθαρση στην επαρχία της Λατάκιας, ενώ είχε προηγηθεί και η διείσδυση τουρκικών δυνάμεων στο βόρειο Ιράκ, χωρίς την άδεια της Βαγδάτης, με πρόσχημα την εκπαίδευση των Κούρδων Πεσμεργκά, κίνηση η οποία απειλεί με ανάφλεξη και το Ιράκ, που φέρεται να έχει απευθυνθεί στη Ρωσία για στρατιωτική συνδρομή, ενώ διαμηνύει στις ΗΠΑ ότι τα στρατεύματά τους δεν είναι ευπρόσδεκτα.
Θα πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι κλιμάκωση δεν είναι υποχρεωτικό να προέλθει από κάποιο λάθος ή ατυχή χειρισμό, αλλά μπορεί υπό συνθήκες να αποτελέσει επιλογή κάποιας πλευράς σε μια διαμάχη, μια σκόπιμη ενέργεια. Σε αυτό το σκηνικό θα πρέπει να προστεθεί συνδυαστικά και το σημαντικό πλεονέκτημα που απολαμβάνει η Ρωσίας στο εν υπνώσει μέτωπο της Ουκρανίας, το οποίο μπορεί να αναφλεγεί ανά πάσα στιγμή ως αποτέλεσμα πολιτικής απόφασης…
Η γλώσσα του σώματος των ηγετών που πάντα αποτελούσε σημείο στο οποίο επικέντρωναν τα αρμόδια για τις διεθνείς σχέσεις και την άμυνα μια χώρας υπουργεία, καθώς επίσης και οι υπηρεσίες πληροφοριών, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται από τους ηγέτες για την αποστολή μηνυμάτων τόσο στην άλλη πλευρά όσο και για να μην υπάρξουν παρανοήσεις, υποτιμήσεις ή υπερεκτιμήσεις για το πραγματικό επίπεδο των σχέσεων, είχε ξανά την τιμητική της.
Η προ ημερών ανταλλαγή απόψεων ανάμεσα στον Μπάρακ Ομπάμα και τον Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά και ανάμεσα στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τον Αμερικανό πρόεδρο «χρωματίστηκε» από τη στάση των εμπλεκομένων. Ομπάμα και Πούτιν μπορεί να συζητούν πλέον απευθείας, η ψυχρότητα όμως δεν έχει ξεπεραστεί. Οι διαφορές εξακολουθούν να είναι σημαντικές, παρότι καταβάλλεται προσπάθεια να βρεθεί κοινός τόπος.
Το πρόβλημα της Τουρκίας είναι επίσης κομβικό και για τις δυο πλευρές. Παρά τις αυτονόητες – αναπόφευκτες δηλώσεις στήριξης του ΝΑΤΟϊκού συμμάχου, η επανάληψη παρόμοιας εικόνας από την πλευρά του Ομπάμα δεν άφησε περιθώρια παρερμηνείας, ότι ο εν λόγω σύμμαχος, παραμένει προβληματικός. Και αυτό, σε έναν τουλάχιστον βαθμό, ενώνει τη Ρωσία και τις ΗΠΑ που έχουν δικά τους μέτωπα για να συγκρουστούν και αμφότεροι δεν επιθυμούν να εκτροχιαστεί η εξαιρετικά λεπτή ισορροπία ανάμεσά τους εξαιτίας τρίτων…
Σε αυτό το σκηνικό ποια είναι η θέση της Ελλάδας; Οι μαζικές παραβιάσεις του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου και οι υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών, αποτελούσε μεν μια αντίδραση στο πρωθυπουργικό tweet που με το βλέμμα στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο, δημοσιοποίησε μέρος του περιεχομένου της συζήτησης με την τουρκική ηγεσία στο περιθώριο της συνόδου για το μεταναστευτικό, παράλληλα όμως αποτελούσε και μήνυμα «είστε αμελητέα ποσότητα [για εμάς] δεν έχετε περιθώριο να εκμεταλλευτείτε ούτε την ευνοϊκή συγκυρία με την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού».
Σε προηγούμενο σημείωμα είχαμε επισημάνει ότι η συνολική εικόνα του αντιπάλου για τη δική μας πλευρά (perception) διαμορφώνεται σωρευτικά στη διάρκεια των ετών με την παρατήρηση συμπεριφορών, λόγων και έργων. Όσο σταδιακά διαμορφώνεται, άλλο τόσο σταδιακά αποδομείται, τροποποιείται και τελικά αλλάζει. Οπότε και να υπήρχε βούληση της ελληνικής πλευράς, για παράδειγμα, να προχωρήσει στην κατάρριψη δυο τουρκικών μαχητικών όπως θα επιθυμούσαν πολλοί, θα ήταν αντιπαραγωγική, ακόμα κι αν τα τουρκικά μαχητικά έπεφταν ξεκάθαρα σε θαλάσσιο χώρο εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων.
Η ενέργεια θα μπορούσε να οδηγήσει σε απόπειρα κάθετης κλιμάκωσης από τουρκικής πλευράς, αφενός διότι θεωρεί εαυτόν συντριπτικά ισχυρότερο και αφετέρου διότι επιθυμεί πάση θυσία να διατηρήσει τη φήμη του κυρίαρχου στην περιοχή, που είναι παράλληλα αδίστακτος στη χρήση του στρατιωτικού «εργαλείου». Την ίδια στιγμή, η αντίστοιχη «φήμη» της Ελλάδας θα οδηγούσε νομοτελειακά σε τρομακτικές πιέσεις από τον διεθνή παράγοντα, με στόχο να οδηγηθεί η χώρα σε άτακτη υποχώρηση, αφού δεδομένης της παρελθούσας συμπεριφοράς που διαφημιζόταν από ελληνικής πλευράς ως «φιλειρηνική», είναι λογικό να προβάλλει ως το πιθανότερο αποτέλεσμα, με τη δυσμενέστατη οικονομική συγκυρία να ενισχύει περαιτέρω το εύλογο του επιχειρήματος.
Σε κάθε περίπτωση, ο διεθνής παράγων δεν θα εκτιμούσε ιδιαίτερα μια νέα εστία «φωτιάς» σε μια ευρύτερη περιφέρεια σε ανάφλεξη. Οι εξελίξεις είναι δυναμικές και το στρατηγικό παίγνιο ανάμεσα σε δυο χώρες, όπως στα ελληνοτουρκικά, όπου μια από τις πλευρές διεκδικεί με τον τρόπο που το πράττει η Τουρκία, δεν αφήνει περιθώριο για «αποσπασματική συμμετοχή», θέλει συνέχεια και συνέπεια. Άρα στρατηγικό σχεδιασμό, που θα υλοποιείται σε κάθε επιμέρους θέμα, ένας σχεδιασμός που θα εντάσσεται σε ένα ευρύτερο εθνικό σχέδιο, το οποίο θα επηρεάζεται από ελάχιστα έως καθόλου και μόνο σε τακτικό επίπεδο από την εναλλαγή των πολιτικών δυνάμεων στην εξουσία. Εν ολίγοις, απαιτεί μια σοβαρή χώρα.
Η χώρα έχει απαξιωθεί διεθνώς και εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση θεραπείας, είναι να το αναγνωρίσει και να συμφιλιωθεί με αυτό, εάν επιθυμεί με ορθολογικό τρόπο να επιχειρήσει να το αντιμετωπίσει. Εάν δεν συνειδητοποιήσει καθένας από εμάς ξεχωριστά και συνολικά ως κοινωνία το πρόβλημα, δεν πρόκειται να αλλάξει απολύτως τίποτα.
Όσο κι αν φαίνεται σκληρό το αδιέξοδο που αντιλαμβάνεται ο μέσος Έλληνας πολίτης, η παγκόσμια Ιστορία αλλά και η ελληνική, διδάσκει ότι αργότερα ή γρηγορότερα θα αντιμετωπιστεί. Το ζητούμενο είναι όταν ξημερώσει η νέα μέρα, αυτό να μην αφορά μόνο την οικονομία.
*Ο Ζαχαρίας Μίχας είναι Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ – ISDA)

Σχόλια