Ο Ελληνικός Στρατός βρέθηκε την 28η Οκτωβρίου 1940 έτοιμος σε μεγάλο βαθμό να αντιμετωπίσει την ιταλική εισβολή.
Το γεγονός αυτό δεν επιδέχεται πλέον καμία αμφισβήτηση, παρά την προσπάθεια ορισμένων να αποδώσουν τη νίκη του ’40 στον «οπλισμένο με ξύλα και πέτρες ελληνικό λαό και όχι στο Στρατό του δικτάτορα Μεταξά», όπως γνωστός, τηλεοπτικός δημοσιογράφος ανέφερε πρόσφατα, λες και ο Ελληνικός Στρατός είναι ιδιοκτησία κανενός. Είναι γεγονός επίσης ότι, δυστυχώς, το εξοπλιστικό πρόγραμμα που είχε επεξεργαστεί ο πρωθυπουργός και υπουργός Πολέμου Μεταξάς και ο τότε αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί.
Γιατί αν είχε ολοκληρωθεί, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο πως οι Ιταλοί «θα έκαναν το μπάνιο τους» στην Αδριατική, πριν προλάβουν οι σύμμαχοί τους να τους σώσουν. Ωστόσο, αξιοποιώντας το υπάρχον παλαιό υλικό στο έπακρο καθώς και το λιγοστό που πρόλαβε να παραληφθεί έως την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Παπάγος μετέτρεψε τον ουσιαστικά μη υφιστάμενο, προ του 1936, Ελληνικό Στρατό σε μια ικανοποιητικά λειτουργούσα πολεμική μηχανή. Έτσι, όλες οι μεραρχίες πεζικού εφοδιάστηκαν με 16 ορειβατικά πυροβόλα των 75 χιλ. και με 8 ορειβατικά πυροβόλα των 105 χιλ.
Αναδιοργανώθηκε το πυροβολικό των Σωμάτων και της Στρατιάς και συγκροτήθηκαν έξι συντάγματα βαρέος πυροβολικού, δύο συντάγματα ορειβατικού πυροβολικού και έξι συντάγματα πεδινού πυροβολικού. Τα ελληνικά συντάγματα πεζικού διέθεταν το καθένα από τρία τάγματα πεζικού, ουλαμό έφιππων ανιχνευτών και λόχο βαρέων όπλων (λόχο μηχανημάτων, σύμφωνα με την ορολογία της εποχής). Ο οπλισμός του, πέραν των ατομικών τυφεκίων, αποτελούνταν από δύο πυροβόλα των 65 χιλ. (μέγιστο βεληνεκές 6.500 μ.), 4 όλμους των 81 χιλ. (μέγιστο βεληνεκές 2.800 μ.), 36 πολυβόλα, 108 οπλοπολυβόλα, 108 βομβιδοβόλα τυφέκια Λεμπέλ (τρομπλόν), τα οποία εκτόξευαν βομβίδα βάρους 445 γραμμαρίων σε απόσταση μέχρι 200 μ. περίπου.
Αντίστοιχα, τα ιταλικά συντάγματα πεζικού διέθεταν 3 τάγματα πεζικού και λόχο βαρέων όπλων. Ο δε ομαδικός τους οπλισμός σύγκειτο από 6 όλμους των 81 χιλ. όμοιους με τους ελληνικούς, 54 ολμίσκους Brixia των 45 χιλ., με βάρος βλήματος 453 γραμμαρίων και βεληνεκές 250 μ., 24 πολυβόλα και 108 οπλοπολυβόλα. Από τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι τα ελληνικά συντάγματα ήταν αρκετά καλά οπλισμένα και ικανά τουλάχιστον να αντιπαραταχθούν στα αντίστοιχα ιταλικά. Ο ίδιος ο Πράσκα αναφέρει στο βιβλίο του «Εγώ επιτέθηκα στην Ελλάδα» ότι: «Τα τμήματά μας του πεζικού διέθεταν μέσα πυρός όχι κατά πολύ ανώτερα των ελληνικών».
Σε επίπεδο μεραρχίας και πάνω ήταν που η κατάσταση διαφοροποιούνταν υπέρ των Ιταλών, οι οποίοι διέθεταν, ανά μεραρχία πεζικού, ένα σύνταγμα πυροβολικού των 36 πυροβόλων, έναντι 24 της ελληνικής μεραρχίας, οι οποίες όμως διέθεταν και 6 πυροβόλα των 65 χιλ. Οι ιταλικές μεραρχίες ήταν δυαδικού τύπου, διαθέτοντας η καθεμία 2 συντάγματα πεζικού, 1 σύνταγμα πυροβολικού, ένα μεραρχιακό τάγμα όλμων των 81 χιλ. (48 σωλήνες), μεραρχιακή ομάδα αναγνώρισης ιππικού, μεραρχιακή αντιαρματική πυροβολαρχία (8 πυροβόλα των 47 χιλ.), μεραρχιακή αντιαεροπορική πυροβολαρχία (8 πυροβόλα των 20 χιλ.) και υπηρεσίες.
Συνήθως κάθε ιταλική μεραρχία πεζικού ενισχυόταν και από μια «λεγεώνα» (το αντίστοιχο του συντάγματος) Μελανοχιτώνων, των 2 ή 3 «κοόρτεων» (τάγματα). Οι ιταλικές μεραρχίες ιππικού, μία εκ των οποίων χρησιμοποιήθηκε στην Αλβανία, ήταν εν μέρει μηχανοκίνητες. Η ακριβής ονομασία τους ήταν Μεραρχίες Τσέλερε (ταχυκίνητες). Είχαν δημιουργηθεί στα πρότυπα των γαλλικών αντιστοίχων μεραρχιών και διέθεταν 2-4 συντάγματα ιππικού, σύνταγμα πυροβολικού, επιλαρχία ελαφρών αρμάτων (64 περίπου αρματίδια), ένα μεταφερόμενο επ’ αυτοκινήτων σύνταγμα Βερσαλλιέρων ή Γρεναδιέρων (επίλεκτο πεζικό), μηχανοκίνητη ομάδα αναγνώρισης, εφοδιασμένη με ίλη θωρακισμένων αυτοκινήτων, λόχο μοτοσικλετιστών και αντιαρματικά στοιχεία.
Οι ιταλικές τεθωρακισμένες μεραρχίες, εκ των οποίων η 131η «Κένταυρος» έδρασε στην Αλβανία, διέθεταν ένα σύνταγμα αρμάτων, των 3 επιλαρχιών (160 άρματα), ένα μεταφερόμενο επ’ αυτοκινήτων σύνταγμα Βερσαλλιέρων, σύνταγμα πυροβολικού, μηχανοκίνητη ομάδα αναγνώρισης. Οι μεραρχίες Αλπινιστών, τέλος, ήταν οργανωμένες περίπου όπως και οι αντίστοιχες μεραρχίες πεζικού, μόνο που όλα τα Όπλα υποστήριξης ήταν οργανικά ενταγμένα στα συντάγματα πεζικού, κατά το γερμανικό πρότυπο. Διέθεταν επίσης σύνταγμα ορειβατικού πυροβολικού. Σε μεραρχιακό επίπεδο, ο Ελληνικός Στρατός παρέταξε τρεις τύπους μεραρχιών στον πόλεμο του 1940-41.
Οι μεραρχίες πεζικού διέθεταν η καθεμία 3 συντάγματα πεζικού, ένα σύνταγμα πυροβολικού, μεραρχιακή ομάδα αναγνώρισης με 2 ίλες ιππικού (περίπου 400 ιππείς με 4 πολυβόλα, 12 οπλοπολυβόλα και 18 βομβιδοβόλα), ένα λόχο σκαπανέων, 2 λόχους διαβιβάσεων και υπηρεσίες. Με συνολική δύναμη περί τους 14.000 άνδρες, οι ελληνικές μεραρχίες πεζικού ήταν όλες τους ορεινής σύνθεσης. Η Μεραρχία Ιππικού διέθετε 2 συντάγματα ιππικού (το καθένα με 4 ίλες, 12 πολυβόλα, 4 όλμους των 81 χιλ., 48 οπλοπολυβόλα και τα ανάλογα βομβιδοβόλα), μοίρα έφιππου πυροβολικού (12 πυροβόλα), έφιππη μοίρα πολυβόλων (36 πολυβόλα), ίλη μηχανικού, ίλη διαβιβάσεων και την Ταξιαρχία Ιππικού.
Η τελευταία έδρασε ως ανεξάρτητος σχηματισμός με την εξής σύνθεση: Ένα σύνταγμα ιππικού (όπως ανωτέρω), Μηχανοκίνητο Σύνταγμα Ιππικού (όπως ανωτέρω, επ’ αυτοκινήτων), Ελαφρά Μηχανοκίνητη Ίλη Αναγνώρισης (επ’ αυτοκινήτων). Κάθε σύνταγμα ιππικού είχε δύναμη περίπου 1.000-1.100 ανδρών, ανάλογη δηλαδή ενός πλήρους συνθέσεως τάγματος πεζικού, εκτός του μηχανοκίνητου, που είχε δύναμη 800 περίπου ανδρών. Το 1941 συγκροτήθηκε και η ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία, η οποία διέθετε 3 συντάγματα (το καθένα με ένα τάγμα πεζικού μεταφερόμενο επ’ αυτοκινήτων, 9 ιταλικά ελαφρά άρματα και περίπου 25 βρετανικά ελαφρά τεθωρακισμένα οχήματα Μπρεν Κάριερ), μοίρα πυροβολικού, αντιαρματικά και αντιαεροπορικά στοιχεία. Η ΧΙΧ Μεραρχία δεν έδρασε κατά των Ιταλών.
Σε επίπεδο Σώματος Στρατού, τα ελληνικά Α’, Β’, Γ’ και Δ’ Σώματα Στρατού διέθεταν, πέραν των μεραρχιών πεζικού -ο αριθμός των οποίων ανά σώμα δεν ήταν σταθερός- οργανικά, από ένα σύνταγμα βαρέος πυροβολικού (28 πυροβόλα), ένα σύνταγμα πεδινού πυροβολικού (36 πυροβόλα), ένα σύνταγμα αντιαεροπορικού πυροβολικού, αντιαρματική πολυβολαρχία (8 πολυβόλα των 13,2 χιλ.), λόχο γεφυροποιών κ.λπ. Το Ε’ Σώμα Στρατού διέθετε μοίρα βαρέος, μοίρα πεδινού και μοίρα αντιαεροπορικού πυροβολικού. Το Δ’ Σώμα Στρατού διέθετε επιπλέον ένα σύνταγμα ορειβατικού πυροβολικού. Όλα τα σώματα διέθεταν και ομάδα αναγνώρισης ιππικού (2 ίλες, 12 πολυβόλα, 2 όλμοι των 81 χιλ. ανά ομάδα).
Οι ηθικές δυνάμεις
Οι Ιταλοί ούτε δειλοί ήταν ούτε το έβαζαν στα πόδια όταν άκουγαν την ιαχή «Αέρα». Πολέμησαν, και μάλιστα φανατικά, σε πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα τα επίλεκτα τμήματα Αλπινιστών και Βερσαλλιέρων. Άλλωστε ο Ελληνικός Στρατός είχε 15.000 νεκρούς στην Αλβανία. Η εξήγηση για την ιταλική ήττα δεν έχει να κάνει με το θάρρος των Ιταλών στρατιωτών, αλλά με την ευφυΐα της ηγεσίας του και την εν γένει θεώρηση του κατά της Ελλάδας πολέμου από τη φασιστική ιταλική ηγεσία, με το επίπεδο εκπαίδευσης του Ιταλικού Στρατού και, το κυριότερο, με την ηθική προπαρασκευή του Στρατού αυτού, ενόψει της εισβολής στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τους «φωστήρες» τους φασισμού (Μουσολίνι, Τσιάνο, Γκάιντα, Ντε Βέκι, Πράσκα, Σοντού), η Ελλάδα θα ήταν εύκολη λεία.
Οι Έλληνες πίστευαν, δεν θα πολεμούσαν, γιατί ήταν διχασμένοι πολιτικά και ανοργάνωτοι στρατιωτικά. Την άποψή τους δε αυτή φρόντισαν να την «περάσουν» και σε όλα τα κλιμάκια του στρατεύματος. Δυστυχώς γι’ αυτούς, τίποτα από τα δύο δεν συνέβαινε. Οι Έλληνες μόνο διχασμένοι δεν υποδέχθηκαν τους Ιταλούς και κάθε άλλο παρά ανοργάνωτοι στρατιωτικά ήταν. Το εθνικό φρόνημα είχε καλλιεργηθεί σε λαό και στρατό.
Η κυβέρνηση Μεταξά είχε εγκαταστήσει ένα εξαίρετο δίκτυο πληροφοριών, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να γνωρίζει πολλά. Για παράδειγμα, οι ελληνικές υπηρεσίες γνώριζαν ότι επίκειται η κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς, πριν καν οι Βρετανοί και οι Γάλλοι το υποψιαστούν! Πληροφόρησε μάλιστα και τους Βρετανούς, οι οποίοι δεν γνώριζαν το παραμικρό και πληροφορήθηκαν το γεγονός καθαυτό την επομένη της πραγματοποιήσεώς του ημέρα. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι τις πρώτες τρεις ώρες από την κήρυξη του πολέμου, εκατοντάδες πράκτορες των Ιταλών που δρούσαν στην Ελλάδα, συνελήφθησαν αθόρυβα.
Επίσης, η πολιτική χαμηλών τόνων που ακολούθησε η ελληνική κυβέρνηση απέναντι στις εκατοντάδες ιταλικές προκλήσεις, αποκοίμισε τους Ιταλούς, κάνοντάς τους να πιστέψουν ότι δεν θα αντιμετωπίσουν αντίσταση. Έτσι, οι Ιταλοί αποτόλμησαν την επίθεση με δυνάμεις σαφώς ανεπαρκέστερες αυτών που θα μπορούσαν να διαθέσουν (9 μόλις μεραρχίες σε ολόκληρη την Αλβανία). Από δε τις δυνάμεις αυτές, περίπου τις μισές (4 μεραρχίες) τις ανέπτυξαν αμυντικά, στη Δυτική Μακεδονία και στα γιουγκοσλαβικά σύνορα. Η ιταλική στρατιωτική ηγεσία πίστευε ότι θα μπορούσε να εφαρμόσει και εναντίον της Ελλάδας τα γερμανικά διδάγματα περί κεραυνοβόλου πολέμου. Στη θεώρησή της αυτή όμως παρέλειψε να μελετήσει τρεις σημαντικούς παράγοντες.
Πρώτον, το ορεινό του ελληνικού εδάφους, ειδικά στον τομέα της Ηπείρου. Δεύτερον, τις ελληνικές προετοιμασίες και την άριστη οργάνωση του εδάφους από τις ελληνικές δυνάμεις της πρώτης γραμμής. Τρίτον, τέλος, το ηθικό του Ελληνικού Στρατού, που ήταν άριστο, όχι μόνο γιατί πολεμούσε για το δίκαιο, αλλά και γιατί ο Ελληνικός Στρατός της εποχής ήταν πραγματικά άριστα εκπαιδευμένος, διαθέτοντας εξαίρετους και -το κυριότερο- εμπειροπόλεμους αξιωματικούς. Σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί από το βαθμό του αντισυνταγματάρχη και πάνω ήταν βετεράνοι τουλάχιστον ενός πολέμου, αρκετοί δε ανώτατοι αξιωματικοί ήταν βετεράνοι μέχρι και 5 πολέμων, όπως για παράδειγμα ο διοικητής της VIII Μεραρχίας, ο υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος (Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Ουκρανική Εκστρατεία, Μικρασιατική Εκστρατεία).
Σε αντιστάθμισμα αυτού, μερικοί Ιταλοί στρατιωτικοί είχαν πολεμήσει στην Ισπανία, χωρίς να διακριθούν ιδιαίτερα, και στην Αιθιοπία, όπου χρειάστηκαν μέχρι χημικά αέρια για να συντρίψουν τους άτακτους Αφρικανούς αντιπάλους τους. Το γεγονός αυτό, της καταλυτικής υπεροχής των Ελλήνων έναντι των αντιπάλων τους αξιωματικών, δυστυχώς παραβλέπεται από τους περισσότερους –οπαδούς συγκεκριμένων πολιτικών θεωριών– σύγχρονους ιστορικούς. Κι όμως, ήταν σαφώς ένας από τους κύριους παράγοντες της ελληνικής νίκης.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο Ελληνικός Στρατός παρουσίασε μεταξύ των εμπολέμων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σχεδόν την υψηλότερη αναλογία νεκρών αξιωματικών. Οι Έλληνες αξιωματικοί της εποχής δεν περιορίζονταν στο να διοικούν τα τμήματά τους, εκ του ασφαλούς, όπως έπρατταν οι Ιταλοί, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Από ανθυπολοχαγό μέχρι στρατηγό βρίσκονταν κοντά στους άνδρες τους, συμμερίζονταν τις κακουχίες τους και, σε πολλές περιπτώσεις, πέθαιναν μαζί τους. Ο Έλληνας στρατιώτης του ’40 επίσης υπερείχε του αντιπάλου του, σε εκπαίδευση, και κατά συνέπεια σε ηθικό.
Ο Ιταλός στρατηγός Πράσκα, έκπληκτος από την αποτελεσματικότητα των ελληνικών όλμων, εξέφρασε την άποψη ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ειδικά πυρομαχικά. Φυσικά, κανένα ειδικό πυρομαχικό δεν χρησιμοποιήθηκε. Απλώς οι άνδρες είχαν υποστεί τόσο εντατική εκπαίδευση, που χρησιμοποιούσαν τον οπλισμό τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί για τους Έλληνες πυροβολητές, που με την ευστοχία τους τρόμαξαν ακόμα και τους Γερμανούς βετεράνους. Ο Ελληνικός Στρατός, φτωχός, όπως και η πατρίδα του, δεν είχε κανένα περιθώριο σπατάλης.
Η κάθε σφαίρα, η κάθε οβίδα έπρεπε να «πιάνει τόπο». Και αυτό μόνο με την εκπαίδευση επιτυγχάνεται. Επίσης, η σκληρή εκπαίδευση είναι καταλυτικός παράγοντας ανάπτυξης υψηλού ηθικού, εφόσον ο καλά εκπαιδευμένος στρατιώτης γνωρίζει τις δυνατότητές του και έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Πέραν αυτών, ο Έλληνας στρατιώτης, διαχρονικά στα 12.000 χρόνια της Ιστορίας του υπήρξε πείσμων στην άμυνα, αλλά και εξαίρετος στην επίθεση, διαθέτοντας κάτι παραπάνω από θάρρος, ένα ακατανόητο αίσθημα αυτοθυσίας και φιλοτιμίας. Αυτές ακριβώς τις αρετές του Έλληνα στρατιώτη, τις οποίες γνώριζαν καλά χάρη στην εμπειρία τους, ανέπτυξαν και αξιοποίησαν στο έπακρο οι διοικήσεις, με αποτέλεσμα να επιτύχουν όσα πέτυχαν.
Αυτά ακριβώς τα στοιχεία αιφνιδίασαν τους Ιταλούς, ηγεσία και στράτευμα. Αντί να δουν τους αντιπάλους τους να τρέπονται σε άτακτη φυγή ενώπιον των αρμάτων τους, του όγκου του πυροβολικού τους και των εκατοντάδων αεροσκαφών τους, αντίκρισαν έναν αντίπαλο που εφορμούσε και σταματούσε τα άρματα με κουβέρτες, που αγνοούσε τα πυρά και πυροβολούσε τα αεροσκάφη, ακόμα και με τα τυφέκιά του. Ο αιφνιδιασμός των Ιταλών κορυφώθηκε δε όταν, σύμφωνα με την περιγραφή Ιταλού αξιωματικού, «είδα αυτούς τους δαίμονες να ορμούν ουρλιάζοντας, με εφ’ όπλου λόγχη»!
Οι Ιταλοί εισέβαλαν στην Ελλάδα σίγουροι για την επιτυχία τους, εφόσον – όπως έγραφαν οι εφημερίδες τους– «ο πόλεμος δεν γινόταν πλέον με δόρατα και σπαθιά, αλλά με άρματα και βαρύ πυροβολικό». Οι Έλληνες όμως τους απέδειξαν ότι η νέα έκδοση του δόρατος, η ξιφολόγχη, αλλά και η σπάθη του ιππικού, δεν είχαν χάσει καθόλου, μα καθόλου, την αξία τους.
Παρ’ όλα αυτά, οι Ιταλοί υπερείχαν πράγματι σε αριθμό και υλικό των Ελλήνων, τόσο στην πρώτη φάση της εισβολής, όσο και αργότερα. Το Μάρτιο του 1941, μάλιστα, συνολικά 25 ιταλικές μεραρχίες κάθε τύπου πολεμούσαν στην Αλβανία, έναντι 16 καταπονημένων ελληνικών. Η ιταλική υπεροχή έγκειτο κυρίως στο γεγονός ότι διέθεταν πολύ μεγάλο αριθμό βαρέων πυροβόλων, με βεληνεκές συντριπτικά ανώτερο των ελληνικών, στο ότι διέθεταν άρματα μάχης, έναντι ενός Στρατού που δεν διέθετε κανένα, και στο γεγονός της καθολικής αεροπορικής τους υπεροχής.
Είναι αλήθεια ότι τα ιταλικά άρματα ήταν κυρίως τανκέτες του τύπου CV-33 (αργότερα χρησιμοποιήθηκαν και μερικά Μ 11/39 και Μ 13/40), ελαφρά θωρακισμένα και οπλισμένα με 2 πολυβόλα των 8 χιλ. Ωστόσο, παρέμεναν ένα πολύ ισχυρό όπλο απέναντι στους Έλληνες, οι οποίοι, όχι μόνο έβλεπαν άρμα για πρώτη φορά, αλλά δεν διέθεταν καν αντιαρματικά όπλα – τα 24 αντιαρματικά πυροβόλα του Ελληνικού Στρατού είχαν διατεθεί στα οχυρά της Γραμμής Μεταξά. Οι Ιταλοί πάντως δεν κατόρθωσαν να αξιοποιήσουν κανένα από τα πλεονεκτήματά τους, χάρη στην καίρια αντίδραση της ελληνικής διοίκησης. Όλα τα αρματικά (βατά σε άρματα) εδάφη υπονομεύτηκαν ή αποφράχθηκαν με τάφρους και φράγματα.
Ανοίχθηκαν πολλαπλές σειρές χαρακωμάτων, εκ των οποίων μόνο μία επανδρώθηκε. Έτσι, το ιταλικό πυροβολικό και η Αεροπορία υποχρεούνταν να διασπείρουν τα πυρά τους, προκαλώντας ελάχιστες απώλειες στους Έλληνες. Με τον τρόπο αυτό, τα συντριπτικά πλεονεκτήματα του εχθρού εξουδετερώθηκαν, στο μέτρο του δυνατού, σε βαθμό που προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις της ιταλικής στρατιωτικής ηγεσίας. Ο Πράσκα επιρρίπτει ευθύνες στην Ιταλική Αεροπορία για την τάχα μη επέμβασή της στη μάχη, τη στιγμή που μέχρι 100 ιταλικά βομβαρδιστικά σφυροκοπούσαν τις ελληνικές θέσεις στο Καλπάκι, μαζί με 120 ιταλικά πυροβόλα.
Το σφυροκόπημα όμως αυτό τίποτε δεν πέτυχε, χάρη στα εξαιρετικά ελληνικά αντίμετρα. Άλλες αναφορές Ιταλών διοικητών από την Αλβανία, θέλοντας να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, τολμούν να μιλούν ακόμα και για την υπεροχή των «σύγχρονων ελληνικών πυροβόλων, βρετανικής κατασκευής, σε βεληνεκές και ταχυβολία»! Φυσικά, ο Ελληνικός Στρατός δεν διέθετε ούτε ΕΝΑ σύγχρονο πυροβόλο –τα πιο σύγχρονα που διέθετε ήταν του 1927 και τα παλαιότερα του 1878– βρετανικής ειδικά κατασκευής, και κανένα από αυτά δεν επιτύγχανε βεληνεκές μεγαλύτερο των 11 χλμ.
Ειδικά τα ορειβατικά πυροβόλα των 75 και 105 χιλ., με τα οποία ήταν εφοδιασμένες οι μεραρχίες πεζικού, επιτύγχαναν βεληνεκές 9.000 και 7.850 μ. αντίστοιχα. Αντί των «βρετανικών σύγχρονων πυροβόλων», που διατείνονταν οι Ιταλοί ότι διέθετε, ο Ελληνικός Στρατός βασιζόταν σε ένα άλλο μυστικό όπλο: στους άριστα εκπαιδευμένους πυροβολητές. Όλα τα παραπάνω ήταν έμπνευση και έργο του Ιωάννη Μεταξά που το υλοποίησε με τον Αλέξανδρο Παπάγο. Ο πρώτος χάθηκε μέσα στον πόλεμο με έναν περίεργο θάνατο.
Ο δεύτερος ηγήθηκε των Ενόπλων Δυνάμεων στον εθνικό πόλεμο κατά των ξενοκίνητων κομμουνιστών και έφτασε να γίνει πρωθυπουργός της Ελλάδας, στα βήματα του πολιτικού του δασκάλου...
Στοιχεία: "ΠΟΛΕΜΟΣ & ΙΣΤΟΡΙΑ"
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου