Tου George Friedman
Την περασμένη εβδομάδα δόθηκε μια απελπισμένη μάχη. Γερμανία και Ελλάδα βρέθηκαν απέναντι. Τα πάντα παίζονταν για κάθε χώρα. Με βάση τη συμφωνία που επιτεύχθηκε, η Γερμανία ανάγκασε την Ελλάδα να συνθηκολογήσει.
Όμως δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα μπορεί να επιτρέψει την εφαρμογή της συμφωνίας που επιτεύχθηκε, ή ότι έχει την εθνική πολιτική βούληση να το κάνει. Δεν είναι επίσης σαφές ποιες είναι οι επιλογές της, δεδομένου ότι οι Έλληνες είχαν στριμώξει τη Γερμανία σε μια γωνία όπου η μόνη επιλογή της ήταν να ρισκάρει τα πάντα. Δεν ήταν μια καλή θέση για να στριμώξει η Ελλάδα τους Γερμανούς. Αντεπιτέθηκαν με εκδικητικότητα.
Το βασικό γεγονός ήταν το ελληνικό δημοψήφισμα για την απαίτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για περαιτέρω λιτότητα ως αντάλλαγμα για την παροχή ρευστού για να σωθεί το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε το δημοψήφισμα για να ενισχύσει τη θέση του στην αντιμετώπιση των ευρωπαϊκών απαιτήσεων. Η άποψη της ελληνικής κυβέρνησης ήταν πως οι ευρωπαϊκοί όροι θα έσωζαν την Ελλάδα από την άμεση καταστροφή, όμως με τίμημα την φτωχοποίηση της χώρας μακροπρόθεσμα. Τα μέτρα λιτότητας που απαιτούταν, κατά την άποψή τους, θα καθιστούσαν αδύνατη την όποια ανάκαμψη. Αντιμετωπίζοντας την επιλογή μεταξύ μιας βραχυπρόθεσμης καταστροφής στο τραπεζικό σύστημα και της μακροπρόθεσμης μιζέριας, οι Έλληνες βρέθηκαν σε μια απίθανη θέση.
Στο σκάκι, όταν η θέση σου είναι αδύναμη, μια λύση είναι να ρίξεις κάτω την σκακιέρα. Αυτό επιχείρησαν να κάνουν οι Έλληνες με το δημοψήφισμα. Αν έχαναν στην ψήφο, τότε η κυβέρνηση θα συνθηκολογούσε έναντι των γερμανικών απαιτήσεων και θα ισχυρίζονταν πως αυτή ήταν η βούληση του λαού. Αν όμως η ψηφοφορία πήγαινε όπως πήγε, τότε οι Έλληνες ηγέτες θα μπορούσαν να πάνε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να επιχειρηματολογήσουν πως η ευρεία χαλάρωση της λιτότητας δεν είναι μόνο θέση της κυβέρνησης αλλά και η κυρίαρχη βούληση του ελληνικού λαού.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ιδρυθεί στην διπλή αρχή μιας αμετάκλητης κοινωνίας εθνών που ενώθηκαν αλλά έχουν διατηρήσει την εθνική τους κυριαρχία. Οι Έλληνες έδειχναν την εθνική βούλησή τους, που η κυβέρνηση νόμισε ότι θα δημιουργούσε ένα νέο παιχνίδι σκακιού. Αντιθέτως, οι Γερμανοί επέλεξαν άμεσα να απαιτήσουν την εκχώρηση ενός σημαντικού μέρους της ελληνικής κυριαρχίας, δημιουργώντας ένα «λίκνο» ευρωπαίων γραφειοκρατών που θα επέβλεπαν την εφαρμογή της συμφωνίας και θα έπαιρναν τον έλεγχο ελληνικών εθνικών περιουσιακών στοιχείων προς πώληση προκειμένου να αντληθούν χρήματα. Οι λεπτομέρειες είναι λιγότερο σημαντικές από το γεγονός ότι η Ελλάδα επικαλέστηκε το κυριαρχικό της δικαίωμα και η Γερμανία απάντησε επιβάλλοντας μια συμφωνία που ανάγκαζε τους Έλληνες να εκχωρήσουν αυτά τα δικαιώματα.
Υπήρχαν δυο πλευρές στην Ελληνική θέση που τρόμαξαν τους Γερμανούς. Η πρώτη ήταν ότι η Αθήνα προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει την εθνική της κυριαρχία για να αναγκάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιτρέψει στην Ελλάδα να αποφύγει τον πόνο της λιτότητας. Αυτό, στην ουσία, θα μετέφερε το βάρος του ελληνικού χρέους από τους Έλληνες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή στη Γερμανία. Για τους Γερμανούς, το μπλοκ ήταν ένα όργανο οικονομικής ανάπτυξης. Αν η Γερμανία αποδέχονταν την αρχή ότι έπρεπε να αναλάβει ευθύνη για εθνικά οικονομικά προβλήματα, η Ευρωπαϊκή Ένωση –που έχει αρκετές χώρες με εθνικά οικονομικά προβλήματα- θα μπορούσε να «αποστραγγίξει» τους γερμανικούς πόρους και να υπονομεύσει έναν βασικό λόγο ύπαρξης του μπλοκ, τουλάχιστον από την οπτική γωνία των Γερμανών. Αν η Ελλάδα έδειχνε ότι μπορεί να αναγκάσει τη Γερμανία να αναλάβει ευθύνη για το χρέος μακροπρόθεσμα, δεν είναι ξεκάθαρο που θα τελείωνε η ιστορία –και αυτή ακριβώς ήταν η πρόθεση της ελληνικής ψήφου.
Από την άλλη πλευρά, αν οι Έλληνες έφευγαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα δημιουργούνταν ένα προηγούμενο που στο τέλος θα διέλυε το μπλοκ. Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια επιλεκτική σχέση, κάτι στο οποίο μπορείς να εισέλθεις και μετά να αποχωρήσεις, τότε θα αμφισβητούνταν σοβαρά η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του μπλοκ. Και δεν υπήρχε λόγος για τον οποίον οι αμφιβολίες αυτές να μην επεκταθούν και στην ελεύθερη ζώνη εμπορίου. Αν τα κράτη μπορούν να αποχωρήσουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και να δημιουργήσουν εμπορικά εμπόδια, τότε η Γερμανία θα ζούσε σε έναν κόσμο δασμών, ευρωπαϊκών και άλλων. Και αυτό ήταν το σενάριο-εφιάλτης για τη Γερμανία.
Η ψήφος στρίμωξε στη γωνία τους Γερμανούς. Η Γερμανία δεν μπορούσε να αποδεχθεί το ελληνικό αίτημα. Δεν μπορούσε να ρισκάρει μια έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν μπορούσε να φανεί ότι φοβάται ένα Grexit και δεν μπορούσε να είναι ευέλικτη. Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, οι Γερμανοί «έριξαν» την ιδέα μιας προσωρινής εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Η Ελλάδα χρωστά τεράστια ποσά και χρειάζεται να «χτίσει» την οικονομία της. Το τι σχέση έχουν όλα αυτά με την συμμετοχή στην ευρωζώνη ή με τη χρήση της δραχμής, δεν είναι ξεκάθαρο. Σίγουρα δεν είναι ξεκάθαρο το πώς θα βοηθούσε την Ευρώπη ή το πώς θα έλυνε το άμεσο τραπεζικό πρόβλημα. Οι Έλληνες είναι χρεοκοπημένοι και δεν έχουν τα ευρώ για να αποπληρώσουν τα δάνειά τους ή να παρέχουν ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα. Το ίδιο θα ίσχυε και αν η χώρα έφευγε από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρόταση για προσωρινό Grexit ήταν μια ενέργεια χωρίς νόημα–ήταν μια δεξιοτεχνική επίδειξη από τους Γερμανούς. Όταν φοβάσαι απεγνωσμένα κάτι σε μια διαπραγμάτευση, δεν υπάρχει καλύτερη στρατηγική από το να ζητήσεις αυτό ακριβώς να συμβεί.
Και με αυτό, οι Γερμανοί έκαναν κάτι που δεν ήθελαν ποτέ να κάνουν: Να ξαναδείξουν σχετικά απερίφραστα πως η Γερμανία είναι ο κυρίαρχος και το κυρίαρχο κράτος-έθνος στην Ευρώπη και πως έχει τη δύναμη και τη βούληση να επιβάλει μονομερώς την θέλησή της σε ένα άλλο κράτος. Φυσικά τηρήθηκε η «αβρότητα» της ψήφου των υπουργών οικονομικών και των πρωθυπουργών, όμως οι Γερμανοί ήταν αυτοί που έκαναν τις πραγματικές διαπραγματεύσεις και που επέβαλαν τη βούλησή τους στους Έλληνες.
Η ιστορική θέση της Γερμανίας ήταν πως ήταν ένα έθνος μεταξύ των πολλών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένας από τους πρωταρχικούς σκοπούς της Ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν να ενσωματωθεί η Γερμανία σε μια πολυεθνική Ευρωπαϊκή οντότητα ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί οικονομικά αλλά να μην παίξει τον ρόλο που έπαιξε στην Ευρώπη μεταξύ του 1871 και του 1945. Το κλειδί ήταν να διασφαλιστεί ότι η Γερμανία και η Γαλλία ευθυγραμμίζονται πλήρως. Ο φόβος ήταν πως η γερμανική οικονομική ανάπτυξη θα δημιουργούσε μια μονομερή γερμανική πολιτική δύναμη και η υπόθεση ήταν πως ένας πολυμερής οργανισμός στον οποίον η Γαλλία και η Γερμανία ήταν στενά συνδεδεμένες θα επέτρεπε την γερμανική ανάπτυξη χωρίς να κινδυνεύει να γίνει η Γερμανία μια μονομερής δύναμη.
Κανένας δεν ήθελε περισσότερο από τους Γερμανούς να είναι αποτελεσματική αυτή η λύση, και πολλές από τις κινήσεις της Γερμανίας έγιναν για να σωθεί η πολυμερής οντότητα. Όμως, κάνοντας αυτές της κινήσεις, η Γερμανία πέρασε δυο «γραμμές». Η μικρότερης σημασίας ήταν ότι η Γαλλία και η Γερμανία δεν ευθυγραμμίζονταν στην αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος, αν και δεν απείχαν τόσο πολύ ώστε να πλησιάσουν ποτέ τη ρήξη.
Η δεύτερη και πιο σοβαρή γραμμή ήταν πως η τελική διαπραγμάτευση ήταν μια επίδειξη μονομερούς Γερμανικής ισχύος. Αρκετά κράτη στήριξαν τη γερμανική θέση από την αρχή –ιδιαίτερα χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που, πέραν της αντίθεσής στους στο να δίνουν ευρωπαϊκά λεφτά στην Ελλάδα, δεν εμπιστεύονται τη σχέση της Ελλάδας με τη Ρωσία. Η Γερμανία είχε συμμάχους. Όμως είχε επίσης και μεγάλες δυνάμεις ως αντιπάλους, και αυτές παραμερίστηκαν.
Αυτοί οι ισχυροί αντίπαλοι παραμερίστηκαν ιδιαίτερα σε δυο θέματα. Το ένα ήταν η όποια προσωρινή παροχή ρευστού στις ελληνικές τράπεζες. Το άλλο ήταν η γερμανική απαίτηση, με πιο ακραίο τρόπο από ποτέ, οι Έλληνες να εκχωρήσουν θεμελιώδη κυριαρχία επί της εθνικής τους οικονομίας και, στην ουσία, επί της ίδιας της Ελλάδας. Η Γερμανία απαίτησε η Ελλάδα να μπει υπό εποπτεία μιας ευρωπαϊκής εποπτικής δύναμης που, όπως έδειξε η Γερμανία σ' αυτές τις διαπραγματεύσεις, ουσιαστικά θα βρίσκεται υπό γερμανικό έλεγχο.
Οι γερμανοί δεν ήθελαν να το κάνουν αυτό, όμως το τι θέλει να κάνει ένα κράτος και το τι κάνει είναι δυο διαφορετικά θέματα. Αυτό που ήθελε η Γερμανία ήταν μια ελληνική υποταγή σε μεγαλύτερη λιτότητα ως αντάλλαγμα για στήριξη του τραπεζικού της συστήματος. Δεν ήταν η θέση της ελληνικής κυβέρνηση που προβλημάτισε περισσότερο τη Γερμανία, αλλά το ελληνικό δημοψήφισμα. Αν η Γερμανία ανάγκαζε την ελληνική κυβέρνηση να συνθηκολογήσει, θα ήταν μια συμβατική διεθνής διαπραγμάτευση. Αν ανάγκαζε την ελληνική κυβέρνηση να συνθηκολογήσει μετά την εντολή του ελληνικού λαού, αυτό ήταν με πολλούς τρόπους μια επίθεση στην εθνική κυριαρχία, που ανάγκαζε έναν διακανονισμό όχι ενάντια στην κυβέρνηση, αλλά σε άμεση αντιπαράθεση με το εκλογικό σώμα. Οι γερμανοί δεν μπορούσαν να δεχθούν την ψήφο. Έπρεπε να απαντήσουν ζητώντας παραχωρήσεις επί της ελληνικής κυριαρχίας.
Αυτό, φυσικά, δεν έχει τελειώσει. Τώρα είναι στο χέρι της ελληνικής κυβέρνησης να εφαρμόσει τις συμφωνίες της και αυτό το κάνει μετά το ελληνικό δημοψήφισμα. Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι απελπιστική λόγω της κατάστασης του τραπεζικού συστήματος. Ήταν αυτό το σημείο πίεσης που χρησιμοποίησαν οι γερμανοί για να αναγκάσουν την Ελλάδα να συνθηκολογήσει. Όμως η Ελλάδα αντιμετωπίζει τώρα όχι μόνο την λιτότητα, αλλά και την ξένη διακυβέρνηση. Η θέση των Γερμανών είναι πως δεν εμπιστεύονται τους Έλληνες. Δεν εννοούν τώρα την κυβέρνηση, αλλά το ελληνικό εκλογικό σώμα. Ως εκ τούτου, θέλουν επίβλεψη και ελέγχους. Είναι λογικό από την άποψη των Γερμανών, αλλά θα είναι εκρηκτικό για τους Έλληνες.
Το βασικό σημείο του ζητήματος δεν «φεύγει» και όχι μόνο διότι η αντίδραση των Ελλήνων είναι απρόβλεπτη: η φτώχεια έναντι της κυριαρχίας είναι ένα σημαντικό ζήτημα, ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι Έλληνες και φτωχοί θα παραμείνουν και θα χάσουν μέρος της εθνικής τους κυριαρχίας. Οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν την Κύπρο και τώρα την Ελλάδα για παραδειγματισμό. Η ηγετική δύναμη της Ευρώπης δεν θα γίνει ανάδοχος δανειοληπτών υπό χρεοκοπία. Θα απαιτήσει πολιτική υποταγή σε ότι βοήθεια προσφέρει. Αυτό δεν είναι ένα μήνυμα που θα πάει χαμένο στην Ευρώπη, όποιο και αν είναι το αντιελληνικό αίσθημα αυτή τη στιγμή.
Αυτό απέχει πολύ από αυτό που ήθελε η Γερμανία, όπως μπορεί να φανταστεί κανείς. Όμως η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ζήσει με τις γερμανικές απαιτήσεις και η Γερμανία δεν θα μπορούσε να ζήσει με τις ελληνικές απαιτήσεις. Στο τέλος, η τραπεζική κρίση έδωσε στη Γερμανία ένα ακαταμάχητο εργαλείο.
Τώρα οι συνθήκες απαιτούν οι Έλληνες να κρατήσουν τη λιτότητα και να μεταφέρουν βασικά στοιχεία της εθνικής τους κυριαρχίας σε θεσμούς που ελέγχονται ή επηρεάζονται από τους Γερμανούς.
Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει η Γερμανία; Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει η Ελλάδα; Η τραγωδία της γεωπολιτικής πραγματικότητας είναι ότι το τί θα συμβεί λίγο έχει να κάνει με το τι ήθελαν να κάνουν οι πολιτικοί όταν ξεκίνησαν.
Πηγή
Όμως δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα μπορεί να επιτρέψει την εφαρμογή της συμφωνίας που επιτεύχθηκε, ή ότι έχει την εθνική πολιτική βούληση να το κάνει. Δεν είναι επίσης σαφές ποιες είναι οι επιλογές της, δεδομένου ότι οι Έλληνες είχαν στριμώξει τη Γερμανία σε μια γωνία όπου η μόνη επιλογή της ήταν να ρισκάρει τα πάντα. Δεν ήταν μια καλή θέση για να στριμώξει η Ελλάδα τους Γερμανούς. Αντεπιτέθηκαν με εκδικητικότητα.
Το βασικό γεγονός ήταν το ελληνικό δημοψήφισμα για την απαίτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για περαιτέρω λιτότητα ως αντάλλαγμα για την παροχή ρευστού για να σωθεί το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε το δημοψήφισμα για να ενισχύσει τη θέση του στην αντιμετώπιση των ευρωπαϊκών απαιτήσεων. Η άποψη της ελληνικής κυβέρνησης ήταν πως οι ευρωπαϊκοί όροι θα έσωζαν την Ελλάδα από την άμεση καταστροφή, όμως με τίμημα την φτωχοποίηση της χώρας μακροπρόθεσμα. Τα μέτρα λιτότητας που απαιτούταν, κατά την άποψή τους, θα καθιστούσαν αδύνατη την όποια ανάκαμψη. Αντιμετωπίζοντας την επιλογή μεταξύ μιας βραχυπρόθεσμης καταστροφής στο τραπεζικό σύστημα και της μακροπρόθεσμης μιζέριας, οι Έλληνες βρέθηκαν σε μια απίθανη θέση.
Στο σκάκι, όταν η θέση σου είναι αδύναμη, μια λύση είναι να ρίξεις κάτω την σκακιέρα. Αυτό επιχείρησαν να κάνουν οι Έλληνες με το δημοψήφισμα. Αν έχαναν στην ψήφο, τότε η κυβέρνηση θα συνθηκολογούσε έναντι των γερμανικών απαιτήσεων και θα ισχυρίζονταν πως αυτή ήταν η βούληση του λαού. Αν όμως η ψηφοφορία πήγαινε όπως πήγε, τότε οι Έλληνες ηγέτες θα μπορούσαν να πάνε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να επιχειρηματολογήσουν πως η ευρεία χαλάρωση της λιτότητας δεν είναι μόνο θέση της κυβέρνησης αλλά και η κυρίαρχη βούληση του ελληνικού λαού.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ιδρυθεί στην διπλή αρχή μιας αμετάκλητης κοινωνίας εθνών που ενώθηκαν αλλά έχουν διατηρήσει την εθνική τους κυριαρχία. Οι Έλληνες έδειχναν την εθνική βούλησή τους, που η κυβέρνηση νόμισε ότι θα δημιουργούσε ένα νέο παιχνίδι σκακιού. Αντιθέτως, οι Γερμανοί επέλεξαν άμεσα να απαιτήσουν την εκχώρηση ενός σημαντικού μέρους της ελληνικής κυριαρχίας, δημιουργώντας ένα «λίκνο» ευρωπαίων γραφειοκρατών που θα επέβλεπαν την εφαρμογή της συμφωνίας και θα έπαιρναν τον έλεγχο ελληνικών εθνικών περιουσιακών στοιχείων προς πώληση προκειμένου να αντληθούν χρήματα. Οι λεπτομέρειες είναι λιγότερο σημαντικές από το γεγονός ότι η Ελλάδα επικαλέστηκε το κυριαρχικό της δικαίωμα και η Γερμανία απάντησε επιβάλλοντας μια συμφωνία που ανάγκαζε τους Έλληνες να εκχωρήσουν αυτά τα δικαιώματα.
Τα κίνητρα της Γερμανίας
Έχω συζητήσει εκτενώς τους γερμανικούς φόβους. Η Γερμανία είναι μια τεράστια εξαγωγική δύναμη που εξαρτάται από την ευρωπαϊκή ζώνη ελεύθερου εμπορίου για να αποκτήσει ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής της. Οι Γερμανοί εμφάνισαν τον περασμένο μήνα πλεόνασμα-ρεκόρ στο εμπορικό ισοζύγιο, αναπόσπαστο μέρος του οποίου είναι το εμπόριο τόσο με την ευρωζώνη όσο και με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Για τη Γερμανία, η διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα απειλούσε άμεσα τα εθνικά της συμφέροντα. Η Ελληνική θέση –ιδιαίτερα μετά το δημοψήφισμα- θα μπορούσε, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, να οδηγήσει σε αυτή τη διάλυση.Υπήρχαν δυο πλευρές στην Ελληνική θέση που τρόμαξαν τους Γερμανούς. Η πρώτη ήταν ότι η Αθήνα προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει την εθνική της κυριαρχία για να αναγκάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιτρέψει στην Ελλάδα να αποφύγει τον πόνο της λιτότητας. Αυτό, στην ουσία, θα μετέφερε το βάρος του ελληνικού χρέους από τους Έλληνες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή στη Γερμανία. Για τους Γερμανούς, το μπλοκ ήταν ένα όργανο οικονομικής ανάπτυξης. Αν η Γερμανία αποδέχονταν την αρχή ότι έπρεπε να αναλάβει ευθύνη για εθνικά οικονομικά προβλήματα, η Ευρωπαϊκή Ένωση –που έχει αρκετές χώρες με εθνικά οικονομικά προβλήματα- θα μπορούσε να «αποστραγγίξει» τους γερμανικούς πόρους και να υπονομεύσει έναν βασικό λόγο ύπαρξης του μπλοκ, τουλάχιστον από την οπτική γωνία των Γερμανών. Αν η Ελλάδα έδειχνε ότι μπορεί να αναγκάσει τη Γερμανία να αναλάβει ευθύνη για το χρέος μακροπρόθεσμα, δεν είναι ξεκάθαρο που θα τελείωνε η ιστορία –και αυτή ακριβώς ήταν η πρόθεση της ελληνικής ψήφου.
Από την άλλη πλευρά, αν οι Έλληνες έφευγαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα δημιουργούνταν ένα προηγούμενο που στο τέλος θα διέλυε το μπλοκ. Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια επιλεκτική σχέση, κάτι στο οποίο μπορείς να εισέλθεις και μετά να αποχωρήσεις, τότε θα αμφισβητούνταν σοβαρά η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του μπλοκ. Και δεν υπήρχε λόγος για τον οποίον οι αμφιβολίες αυτές να μην επεκταθούν και στην ελεύθερη ζώνη εμπορίου. Αν τα κράτη μπορούν να αποχωρήσουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και να δημιουργήσουν εμπορικά εμπόδια, τότε η Γερμανία θα ζούσε σε έναν κόσμο δασμών, ευρωπαϊκών και άλλων. Και αυτό ήταν το σενάριο-εφιάλτης για τη Γερμανία.
Η ψήφος στρίμωξε στη γωνία τους Γερμανούς. Η Γερμανία δεν μπορούσε να αποδεχθεί το ελληνικό αίτημα. Δεν μπορούσε να ρισκάρει μια έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν μπορούσε να φανεί ότι φοβάται ένα Grexit και δεν μπορούσε να είναι ευέλικτη. Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, οι Γερμανοί «έριξαν» την ιδέα μιας προσωρινής εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Η Ελλάδα χρωστά τεράστια ποσά και χρειάζεται να «χτίσει» την οικονομία της. Το τι σχέση έχουν όλα αυτά με την συμμετοχή στην ευρωζώνη ή με τη χρήση της δραχμής, δεν είναι ξεκάθαρο. Σίγουρα δεν είναι ξεκάθαρο το πώς θα βοηθούσε την Ευρώπη ή το πώς θα έλυνε το άμεσο τραπεζικό πρόβλημα. Οι Έλληνες είναι χρεοκοπημένοι και δεν έχουν τα ευρώ για να αποπληρώσουν τα δάνειά τους ή να παρέχουν ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα. Το ίδιο θα ίσχυε και αν η χώρα έφευγε από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρόταση για προσωρινό Grexit ήταν μια ενέργεια χωρίς νόημα–ήταν μια δεξιοτεχνική επίδειξη από τους Γερμανούς. Όταν φοβάσαι απεγνωσμένα κάτι σε μια διαπραγμάτευση, δεν υπάρχει καλύτερη στρατηγική από το να ζητήσεις αυτό ακριβώς να συμβεί.
Η «ανάσταση» της γερμανικής υπεροχής
Επίτηδες χρησιμοποιώ τη Γερμανία και όχι την Ευρωπαϊκή Ένωση ως τον διαπραγματευτικό εταίρο των Ελλήνων. Οι Γερμανοί είναι από καιρό ορατό ότι αποτελούν την οντότητα που ελέγχει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή τη φορά, δεν το έκρυψαν. Ούτε έκρυψαν την αγριότητά τους. Στην ουσία σήκωσαν τη σημαία της Γερμανικής υπεροχής, του Γερμανικού εθνικού συμφέροντος και της Γερμανικής βούλησης να συντρίψει τον αντίπαλο. Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί, μεταξύ άλλων, αμφισβήτησαν δημόσια τη γερμανική θέση. Στο τέλος, δεν είχε σημασία. Οι Γερμανοί συσκέφθηκαν με αυτές τις άλλες κυβερνήσεις, όμως το Βερολίνο αποφάσισε την διαπραγματευτική θέση, διότι στο τέλος η Γερμανία θα ήταν η πιο εκτεθειμένη από τη Γαλλική ή Ιταλική μετριοπάθεια. Αυτή η διαπραγμάτευση έγινε στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν όμως μια γερμανική διαπραγμάτευση.Και με αυτό, οι Γερμανοί έκαναν κάτι που δεν ήθελαν ποτέ να κάνουν: Να ξαναδείξουν σχετικά απερίφραστα πως η Γερμανία είναι ο κυρίαρχος και το κυρίαρχο κράτος-έθνος στην Ευρώπη και πως έχει τη δύναμη και τη βούληση να επιβάλει μονομερώς την θέλησή της σε ένα άλλο κράτος. Φυσικά τηρήθηκε η «αβρότητα» της ψήφου των υπουργών οικονομικών και των πρωθυπουργών, όμως οι Γερμανοί ήταν αυτοί που έκαναν τις πραγματικές διαπραγματεύσεις και που επέβαλαν τη βούλησή τους στους Έλληνες.
Η ιστορική θέση της Γερμανίας ήταν πως ήταν ένα έθνος μεταξύ των πολλών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένας από τους πρωταρχικούς σκοπούς της Ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν να ενσωματωθεί η Γερμανία σε μια πολυεθνική Ευρωπαϊκή οντότητα ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί οικονομικά αλλά να μην παίξει τον ρόλο που έπαιξε στην Ευρώπη μεταξύ του 1871 και του 1945. Το κλειδί ήταν να διασφαλιστεί ότι η Γερμανία και η Γαλλία ευθυγραμμίζονται πλήρως. Ο φόβος ήταν πως η γερμανική οικονομική ανάπτυξη θα δημιουργούσε μια μονομερή γερμανική πολιτική δύναμη και η υπόθεση ήταν πως ένας πολυμερής οργανισμός στον οποίον η Γαλλία και η Γερμανία ήταν στενά συνδεδεμένες θα επέτρεπε την γερμανική ανάπτυξη χωρίς να κινδυνεύει να γίνει η Γερμανία μια μονομερής δύναμη.
Κανένας δεν ήθελε περισσότερο από τους Γερμανούς να είναι αποτελεσματική αυτή η λύση, και πολλές από τις κινήσεις της Γερμανίας έγιναν για να σωθεί η πολυμερής οντότητα. Όμως, κάνοντας αυτές της κινήσεις, η Γερμανία πέρασε δυο «γραμμές». Η μικρότερης σημασίας ήταν ότι η Γαλλία και η Γερμανία δεν ευθυγραμμίζονταν στην αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος, αν και δεν απείχαν τόσο πολύ ώστε να πλησιάσουν ποτέ τη ρήξη.
Η δεύτερη και πιο σοβαρή γραμμή ήταν πως η τελική διαπραγμάτευση ήταν μια επίδειξη μονομερούς Γερμανικής ισχύος. Αρκετά κράτη στήριξαν τη γερμανική θέση από την αρχή –ιδιαίτερα χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που, πέραν της αντίθεσής στους στο να δίνουν ευρωπαϊκά λεφτά στην Ελλάδα, δεν εμπιστεύονται τη σχέση της Ελλάδας με τη Ρωσία. Η Γερμανία είχε συμμάχους. Όμως είχε επίσης και μεγάλες δυνάμεις ως αντιπάλους, και αυτές παραμερίστηκαν.
Αυτοί οι ισχυροί αντίπαλοι παραμερίστηκαν ιδιαίτερα σε δυο θέματα. Το ένα ήταν η όποια προσωρινή παροχή ρευστού στις ελληνικές τράπεζες. Το άλλο ήταν η γερμανική απαίτηση, με πιο ακραίο τρόπο από ποτέ, οι Έλληνες να εκχωρήσουν θεμελιώδη κυριαρχία επί της εθνικής τους οικονομίας και, στην ουσία, επί της ίδιας της Ελλάδας. Η Γερμανία απαίτησε η Ελλάδα να μπει υπό εποπτεία μιας ευρωπαϊκής εποπτικής δύναμης που, όπως έδειξε η Γερμανία σ' αυτές τις διαπραγματεύσεις, ουσιαστικά θα βρίσκεται υπό γερμανικό έλεγχο.
Οι γερμανοί δεν ήθελαν να το κάνουν αυτό, όμως το τι θέλει να κάνει ένα κράτος και το τι κάνει είναι δυο διαφορετικά θέματα. Αυτό που ήθελε η Γερμανία ήταν μια ελληνική υποταγή σε μεγαλύτερη λιτότητα ως αντάλλαγμα για στήριξη του τραπεζικού της συστήματος. Δεν ήταν η θέση της ελληνικής κυβέρνηση που προβλημάτισε περισσότερο τη Γερμανία, αλλά το ελληνικό δημοψήφισμα. Αν η Γερμανία ανάγκαζε την ελληνική κυβέρνηση να συνθηκολογήσει, θα ήταν μια συμβατική διεθνής διαπραγμάτευση. Αν ανάγκαζε την ελληνική κυβέρνηση να συνθηκολογήσει μετά την εντολή του ελληνικού λαού, αυτό ήταν με πολλούς τρόπους μια επίθεση στην εθνική κυριαρχία, που ανάγκαζε έναν διακανονισμό όχι ενάντια στην κυβέρνηση, αλλά σε άμεση αντιπαράθεση με το εκλογικό σώμα. Οι γερμανοί δεν μπορούσαν να δεχθούν την ψήφο. Έπρεπε να απαντήσουν ζητώντας παραχωρήσεις επί της ελληνικής κυριαρχίας.
Αυτό, φυσικά, δεν έχει τελειώσει. Τώρα είναι στο χέρι της ελληνικής κυβέρνησης να εφαρμόσει τις συμφωνίες της και αυτό το κάνει μετά το ελληνικό δημοψήφισμα. Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι απελπιστική λόγω της κατάστασης του τραπεζικού συστήματος. Ήταν αυτό το σημείο πίεσης που χρησιμοποίησαν οι γερμανοί για να αναγκάσουν την Ελλάδα να συνθηκολογήσει. Όμως η Ελλάδα αντιμετωπίζει τώρα όχι μόνο την λιτότητα, αλλά και την ξένη διακυβέρνηση. Η θέση των Γερμανών είναι πως δεν εμπιστεύονται τους Έλληνες. Δεν εννοούν τώρα την κυβέρνηση, αλλά το ελληνικό εκλογικό σώμα. Ως εκ τούτου, θέλουν επίβλεψη και ελέγχους. Είναι λογικό από την άποψη των Γερμανών, αλλά θα είναι εκρηκτικό για τους Έλληνες.
Η πιθανότητα ευρωπαϊκής ανησυχίας
Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα. Όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Ευρώπης, η μνήμη αυτής της κατοχής βρίσκεται τώρα στο DNA της χώρας. Αυτό θα θεωρηθεί ως επιστροφή της Γερμανικής κατοχής και οι πολέμιοι της συμφωνίας σίγουρα θα χρησιμοποιήσουν αυτό το επιχείρημα. Ο τρόπος με τον οποίον έγινε η συμφωνία και επεκτάθηκε από τους γερμανούς ώστε να παρέχεται εξωτερικός έλεγχος, θα αναβιώσουν ιστορικές μνήμες Γερμανικής κατοχής. Έχει ήδη αρχίσει. Η επιθετική ακαμψία των Γερμανών μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια συμπεριφορά που έχει ως κίνητρο τους γερμανικούς φόβους, όμως η Γερμανία πάντα ήταν μια φοβισμένη χώρα που αντιδρούσε με «νταηλίκι» και αυτοπεποίθηση.Το βασικό σημείο του ζητήματος δεν «φεύγει» και όχι μόνο διότι η αντίδραση των Ελλήνων είναι απρόβλεπτη: η φτώχεια έναντι της κυριαρχίας είναι ένα σημαντικό ζήτημα, ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι Έλληνες και φτωχοί θα παραμείνουν και θα χάσουν μέρος της εθνικής τους κυριαρχίας. Οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν την Κύπρο και τώρα την Ελλάδα για παραδειγματισμό. Η ηγετική δύναμη της Ευρώπης δεν θα γίνει ανάδοχος δανειοληπτών υπό χρεοκοπία. Θα απαιτήσει πολιτική υποταγή σε ότι βοήθεια προσφέρει. Αυτό δεν είναι ένα μήνυμα που θα πάει χαμένο στην Ευρώπη, όποιο και αν είναι το αντιελληνικό αίσθημα αυτή τη στιγμή.
Αυτό απέχει πολύ από αυτό που ήθελε η Γερμανία, όπως μπορεί να φανταστεί κανείς. Όμως η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ζήσει με τις γερμανικές απαιτήσεις και η Γερμανία δεν θα μπορούσε να ζήσει με τις ελληνικές απαιτήσεις. Στο τέλος, η τραπεζική κρίση έδωσε στη Γερμανία ένα ακαταμάχητο εργαλείο.
Τώρα οι συνθήκες απαιτούν οι Έλληνες να κρατήσουν τη λιτότητα και να μεταφέρουν βασικά στοιχεία της εθνικής τους κυριαρχίας σε θεσμούς που ελέγχονται ή επηρεάζονται από τους Γερμανούς.
Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει η Γερμανία; Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει η Ελλάδα; Η τραγωδία της γεωπολιτικής πραγματικότητας είναι ότι το τί θα συμβεί λίγο έχει να κάνει με το τι ήθελαν να κάνουν οι πολιτικοί όταν ξεκίνησαν.
Πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου