Έστω ότι θέλαμε να φτιάξουμε ετούτη εδώ τη χώρα. Έστω, λέω. Πώς θα το κάναμε; Ποιες θα ήταν οι μέθοδοι; Δεν εννοώ συγκεκριμένες πολιτικές λύσεις ή μεταρρυθμίσεις, εννοώ μεθοδολογικά: Πώς φτιάχνεται μια χώρα; Ποια είναι η διαδικασία;
Αν δούμε τις “καλές” χώρες του κόσμου, αυτές που έχουν στιβαρές οικονομίες, αξιοκρατία, ελευθερία και προσφέρουν καλές συνθήκες ζωής για τους πολίτες τους, αν τις βάλουμε κάτω και μελετήσουμε το πώς φτιάχτηκαν και κατέληξαν να είναι “καλές”, καταλήγουμε σε συμπεράσματα μάλλον δυσοίωνα.
Οι περισσότερες από αυτές τις χώρες βρίσκονται στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ωκεανία, φτιάχτηκαν είτε μέσα από αιώνες δημοκρατικής τριβής, είτε με αξίες σφυρηλατημένες από την κατά βάση προτεσταντική ηθική και τον διαφωτισμό. Δεν είναι καλύτεροι άνθρωποι από εμάς οι Δανοί που σέβονται τον ΚΟΚ και δεν καπνίζουν σε κλειστούς χώρους και θεωρούν χρέος τους να πληρώνουν τους φόρους τους (και, συνακολούθως, δεν ψηφίζουν ανθρώπους που φτιάχνουν ένα κράτος που δεν επιβάλλει τους νόμους). Απλά έτσι έχουν μάθει. Η πάστα τους έχει ψηθεί μέσα από συγκυρίες, πολιτικές επιλογές και πολιτισμικές επιρροές αλλιώτικες, και έτσι είναι αλλιώτικη.
Οι περισσότερες από αυτές τις χώρες βρίσκονται στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ωκεανία, φτιάχτηκαν είτε μέσα από αιώνες δημοκρατικής τριβής, είτε με αξίες σφυρηλατημένες από την κατά βάση προτεσταντική ηθική και τον διαφωτισμό. Δεν είναι καλύτεροι άνθρωποι από εμάς οι Δανοί που σέβονται τον ΚΟΚ και δεν καπνίζουν σε κλειστούς χώρους και θεωρούν χρέος τους να πληρώνουν τους φόρους τους (και, συνακολούθως, δεν ψηφίζουν ανθρώπους που φτιάχνουν ένα κράτος που δεν επιβάλλει τους νόμους). Απλά έτσι έχουν μάθει. Η πάστα τους έχει ψηθεί μέσα από συγκυρίες, πολιτικές επιλογές και πολιτισμικές επιρροές αλλιώτικες, και έτσι είναι αλλιώτικη.
Αυτό δεν είναι κάτι που μας βοηθάει. Αν είναι να περιμένουμε να ψηθεί η πάστα μας, μάλλον θα χρειαστεί να περιμένουμε πολύ. Δεν υπάρχει κάποιος τρόπος να κόψουμε δρόμο; Δεν υπάρχει άλλη μέθοδος να φτιάξει κανείς μια καλή χώρα;
Υπάρχει. Ούτε αυτή μας κάνει, δυστυχώς, αλλά υπάρχει.
Η Σιγκαπούρη είναι μια μικροσκοπική νησιωτική χώρα στην ακρούλα της χερσονήσου της Μαλαισίας. Είναι μια σταλιά, πρακτικά μια πόλη-κράτος, έχει 173 φορές μικρότερη έκταση από την Ελλάδα, και το μισό πληθυσμό. Από τα 5,5 εκατομμύρια των κατοίκων της, τα 2 είναι μετανάστες.
Η Σιγκαπούρη είναι μια από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου, 3η ή 4η, ανάλογα με το ποια λίστα κοιτάει κανείς. Είναι η δεύτερη πιο ελεύθερη οικονομία (πίσω από το Χονγκ Κονγκ), η τρίτη πιο ανταγωνιστική (η Ελλάδα: 71η) και, ταυτόχρονα, μια από τις χώρες με τη λιγότερη διαφθορά, παρέα με τις Σκανδιναβικές, τον Καναδά και την Ελβετία στο Top-10. Η οικονομία της είναι απλωμένη σε ένα σωρό κλάδους, και ξεχωρίζει στους περισσότερους: Στον κατασκευαστικό, στα χρηματοοικονομικά, στα ναυτιλιακά, στα logistics, στον τουρισμό.
Έχει ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά λιμάνια του κόσμου. Η ανεργία στη Σιγκαπούρη είναι κάτω από το 3% εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια. Ένας στους έξι κατοίκους της είναι εκατομμυριούχος (σε δολάρια, και χωρίς να υπολογίζεται η ακίνητη περιουσία). Η φορολογία είναι χαμηλή. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, το σύστημα υγείας της χώρας είναι το 6ο καλύτερο στον κόσμο. Σύμφωνα με τον Environmental Performance Index, είναι η 4η πιο “πράσινη” χώρα του κόσμου. Οι μαθητές της χώρας συνήθως εμφανίζονται στην πρώτη πεντάδα των σχετικών μετρήσεων, -στην τελευταία PISA του ΟΟΣΑ οι 15χρονοι από τη Σιγκαπούρη βγήκαν δεύτεροι. Και τα δύο πανεπιστήμια της χώρας συγκαταλέγονται ανάμεσα στα 50 καλύτερα του κόσμου.
Εκνευριστήκατε ή ακόμη;
Ακούγεται σαν παράδεισος. Μια υγιής και στιβαρή οικονομία, χωρίς σχεδόν καθόλου φτώχια και ανεργία, με κορυφαίο εκπαιδευτικό σύστημα και παροχές υγείας, με υψηλή ποιότητα ζωής, περιβαλλοντική συνείδηση, αξιοκρατία. Είναι από τις περισσότερες απόψεις ένα από τα καλύτερα μέρη του κόσμου για να ζει κανείς και η απορία είναι εύλογη: Πώς έγινε έτσι; Δεν έχει προτεσταντική παράδοση ούτε αιώνες δημοκρατίας και ειρήνης. Το 1965 ανεξαρτητοποιήθηκε, και τότε ήταν μια τυπική χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας, σχετικά πιο ευκατάστατη μεν, και ήδη διαμετακομιστικό κέντρο, αλλά για τα παγκόσμια δεδομένα φτωχιά, και γεμάτη διαφθορά. Πώς κατάφερε κι ανέπτυσσε την οικονομία της κατά 7% ετησίως για 40 χρόνια, εξαφάνισε τη διαφθορά και έγινε και οικολογικός παράδεισος; Μήπως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς αυτή τη μέθοδο;
Η απάντηση είναι, μάλλον όχι. Και καλύτερα όχι.
Γιατί η μέθοδος της επιτυχίας της Σιγκαπούρης ήταν κάτι εξαιρετικά σπάνιο και αρκετά αποκρουστικό: Ο ενάρετος αυταρχισμός.
Ο αυταρχισμός ως μοντέλο διακυβέρνησης υπάρχει βεβαίως εδώ και αιώνες, αλλά στο σύγχρονο κόσμο εμφανίζεται κυρίως με δύο μορφές:
Τον κλεπτοκρατικό αυταρχισμό (αφρικανικές χώρες, Ρωσία και αλλού) και τον ιδεοληπτικό αυταρχισμό (μπανανίες της Λατινικής Αμερικής). Και στις δύο περιπτώσεις οδηγεί σε αποτελέσματα οφθαλμοφανώς χειρότερα από αυτά των μέσων δυσλειτουργικών δημοκρατιών. Η φτώχια είναι η πιο κοινή των συνεπειών.
Η Σιγκαπούρη όμως είχε ένα μοντέλο πολύ διαφορετικό: Ένας δυνάστης εμφανίστηκε, που καταπίεζε την ελευθερία των πολιτών, εξαφάνιζε αντίπαλες πολιτικές εκφράσεις και επέβαλλε εξαιρετικά σκληρούς κανόνες δικαιοσύνης, αλλά που ταυτόχρονα προάσπιζε την αξιοκρατία ως μέγιστη θεσμική προτεραιότητα και τη διαφθορά και τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος ως το μεγαλύτερο εχθρό. Ο Λι Κουαν Γιου, που πέθανε τις προάλλες στα 91 του, ήταν ο δικτάτορας της Σιγκαπούρης για 31 χρόνια, από το 1959 μέχρι το 1990, κι έμεινε στα πολιτικά πράγματα μέχρι το 2011 (σήμερα είναι πρωθυπουργός ο γιος του).
Το καθεστώς του, το οποίο υποστήριζε ο λαός εκλέγοντάς το σε τακτικές και ελεύθερες εκλογές, ήταν αυτό που ενορχήστρωσε το οικονομικό θαύμα, αλλά ήταν και αυτό που φυλάκιζε τους αντιφρονούντες, απαγχόνιζε τους δολοφόνους, και απαγόρευε την κατανάλωση τσίχλας σε όλη τη χώρα επειδή βάνδαλοι κολλούσαν τσίχλες στις κλειδαριές και στους αισθητήρες από τις πόρτες του μετρό.
Το καθεστώς του, το οποίο υποστήριζε ο λαός εκλέγοντάς το σε τακτικές και ελεύθερες εκλογές, ήταν αυτό που ενορχήστρωσε το οικονομικό θαύμα, αλλά ήταν και αυτό που φυλάκιζε τους αντιφρονούντες, απαγχόνιζε τους δολοφόνους, και απαγόρευε την κατανάλωση τσίχλας σε όλη τη χώρα επειδή βάνδαλοι κολλούσαν τσίχλες στις κλειδαριές και στους αισθητήρες από τις πόρτες του μετρό.
Μπορεί αυτό να είναι μοντέλο προς μίμηση; Όταν οι θαυμαστές αυταρχικών ηγετών όπως ο Πούτιν, ο Όρμπαν ή ο Τσάβες ονειρεύονται ένα τέτοιο μοντέλο διακυβέρνησης για τη χώρα τους, στην πραγματικότητα ονειρεύονται κάτι σαν έναν Λι Κουαν Γιου, κι ας μην το ξέρουν: Έναν ισχυρό μα δίκαιο δυνάστη, που θα πάρει την ευθύνη του ελέγχου της εξουσίας από την πλάτη τους, και θα κάνει το σωστό για το λαό. Και μπορεί να σπάσει μερικά αυγά (δημοκρατίας) στην πορεία, αλλά μέχρι ένα βαθμό αυτό μπορεί να δικαιολογείται από το αποτέλεσμα, και τελικά να επιβραβεύεται στις κάλπες, έστω και ερήμην αντιπάλου.
Βεβαίως, ούτε αυτό είναι ένα ρεαλιστικό σενάριο για την πτωχευμένη Ελλάδα. Όχι μόνο επειδή δεν υπάρχει κανένας δυνητικός Λι Κουαν Γιου στο δικό μας πολιτικό σύστημα, ούτε καν επειδή η ιδέα του απολυταρχισμού για κάποιους από εμάς είναι εξ’ ορισμού αποκρουστική, ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων. Είναι αδύνατο ως σενάριο εξαιτίας των πιθανοτήτων. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις από πριν αν ο δυνάστης θα σου βγει Λι Κουαν Γιου ή Φιντέλ Κάστρο. Κι όπως η Ιστορία δείχνει, οι Κάστρο και οι Πούτιν είναι συντριπτικά περισσότεροι από τους Λι αυτού του κόσμου.
Οπότε προτεσταντική ηθική, διαφωτισμό και δημοκρατική παράδοση δεν είχαμε, ενάρετο δυνάστη δεν πρόκειται (ούτε και θέλουμε) να βρούμε.
Ποιος άλλος τρόπος υπάρχει;
ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου