Πολλοί έχουν συγκρίνει την Καγκελάριο της Γερμανίας Αγγέλα Μέρκελ με τον «Σιδηρούν Καγκελάριο» της Γερμανίας Όττο Έντουαρντ Λέοπολντ, πρίγκιπα του Μπίσμαρκ και Δούκα του Λάουενμπουργκ (1 Απριλίου 1815 – 30 Ιουλίου 1898). Η σύγκριση έχει να κάνει με τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Γερμανίας στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα τότε (τα τέλη του 19ου αιώνα) και τώρα (τις αρχές του 21ου αιώνα).
Του Δρ. Γεωργίου Κ. Φίλη
Δυστυχώς η παραπάνω σύγκριση αποτελεί μία τεράστια διαστρέβλωση της πραγματικότητας ενώ περνάει το λάθος μήνυμα στην ηγεσία του Βερολίνου αναφορικά με την επιτυχία των πολιτικών που έχει υιοθετήσει από το 2008 και ύστερα. Μία σύγκριση της πολιτικής της Γερμανίας του 2ου Ράιχ με τη πολιτική της Γερμανίας την περίοδο που διανύουμε ίσως θα μας βοηθήσει να βγάλουμε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα.
Τι πρέσβευε η πολιτική του Καγκελάριου Μπίσμαρκ ειδικά μετά την ανακήρυξη της Αυτοκρατορίας (18 Ιανουαρίου 1871, Αίθουσα των Καθρεπτών, Βερσαλλίες) ύστερα από τον ατυχή και ντροπιαστικό για τη Γαλλία πόλεμο του 1870; Ο Γερμανός πολιτικός το καλοκαίρι του 1877 την κωδικοποιούσε ως «μία συνολική πολιτική κατάσταση στην οποία όλες οι δυνάμεις, εκτός από τη Γαλλία, θα μας χρειάζονται και θα κρατιούνται χάρη στις αμοιβαίες σχέσεις τους όσο γίνεται πιο μακριά από τον σχηματισμό συνασπισμών εναντίον μας».
Με λίγα λόγια ο οραματιστής πολιτικός αντιλαμβανόμενος τη γεωπολιτική θέση της χώρας του, η οποία ήταν περικυκλωμένη από δύο ηπειρωτικές δυνάμεις (Γαλλία και Ρωσία) και μία ναυτική υπερδύναμη (Βρετανία), και γνωρίζοντας πως η Γαλλία μετά τον πόλεμο του 1870 δεν μπορεί παρά να έχει μία εχθρική στάση απέναντί της θα δημιουργήσει μία τέτοια κατάσταση ισορροπίας ώστε κανένας να μην μπορεί να συνασπιστεί κατά της Γερμανίας, ενώ το Βερολίνο να μην δίνει κανένα δικαίωμα για τη δημιουργία αντισυσπειρώσεων.
Πράγματι το 1887 έτος κατά το οποίο η Μπισμαρκική πολιτική της «ήρεμης δύναμης» βρισκόταν στο απόγειό της η χώρα ήταν μέλος τριών συμμαχιών οι οποίες περιελάμβαναν όλες τις κύριες δυνητικές αντίπαλες προς τη Γερμανία δυνάμεις – πλην της Γαλλίας. Το Βερολίνο ήταν μέλος της Τριπλής Συμμαχίας (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ιταλία), είχε υπογράψει τη περίφημη Συνθήκη Αντασφάλισης (Γερμανία-Ρωσία) ενώ είχε αποκτήσει πρόσβαση στο Λονδίνο μέσω της Μεσογειακής Συμμαχίας (Βρετανία, Ιταλία, Αυστροουγγαρία) η οποία δημιουργήθηκε με τη μεσολάβηση του Μπίσμαρκ.
Ο Μπίσμαρκ με τη μετριοπαθή στάση και πολιτική του, από το 1871 και μετά είχε καταφέρει να μη δημιουργηθεί κάποιος αντι-γερμανικός συνασπισμός γύρω από τη Γαλλία ενώ με τις πρωτοβουλίες που είχε λάβει στην ουσία έκανε τη Γερμανία μέρος της λύσης των προβλημάτων της εποχής και όχι το «πρόβλημα» αυτής. Έτσι, τόσο η Βρετανία όσο και η Ρωσία έβλεπαν στο Βερολίνο έναν πιθανό σύμμαχο σε κάποια ζητήματα ενώ σίγουρα δεν θεωρούσαν το Βερολίνο ως την κύρια «απειλή» εναντίον των συμφερόντων τους. Ακόμα και με τη Γαλλία είχαν δημιουργηθεί κάποιες λειτουργικές σχέσεις σε ζητήματα που είχαν να κάνουν με μη-ευρωπαϊκά θέματα.
Η πολιτική ισορροπιών όμως είχε το δικό της κόστος για τη Γερμανία. Η χώρα έπρεπε να λειτουργεί κάτω από τις δυνατότητές της, να απέχει από ιμπεριαλιστικά σχέδια και να προσπαθεί να κρατήσει το status quo στην Ευρώπη σταθερό και χωρίς αναταράξεις. Με άλλα λόγια, πλην των ζητημάτων με τη Γαλλία, η Γερμανία δεν προχώρησε σε αμφισβήτηση του υπάρχοντος καθεστώτος στο θέμα των αποικιών, δεν προσπάθησε με άλλα λόγια να κοντράρει την πρωτοκαθεδρία της Αγγλίας στιςθάλασσες, ενώ με τη Ρωσία δεν υπήρχαν μεγάλα θέματα, αφού στην ουσία δρούσε ωςαποσβεστήρας κραδασμών στη Βαλκανική πολιτική της Αυστροουγγαρίας με αποτέλεσμα να αμβλύνει τις αντιπαραθέσεις της Βιέννης με την Αγία Πετρούπολη.
Καλύτερο παράδειγμα από το ρόλο της Γερμανίας στο Συνέδριο του Βερολίνου δεν υπάρχει αφού στην ουσία όλοι -ακόμα και η Ελλάδα- έλαβαν κάτι από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πλην του Βερολίνου, το οποίο στην ουσία αναγνωρίστηκε ως ο ανιδιοτελής φύλακας της ειρήνης και της σταθερότητας στην Ευρώπη.
Όλα αυτά άλλαξαν με την αποπομπή του Μπίσμαρκ από την Καγκελαρία και την ανάληψη των καθηκόντων από τον διάδοχό του Λέο φον Καπρίβι, ο οποίος μαζί με τον νέο Κάιζερ, τον Γουλιέλμο Β’, θεώρησαν πως η Γερμανία «ασφυκτιούσε» και δεν μπορούσε να αναπτύξει τις δυνατότητές της. Ο λόγος ήταν η μετριοπαθής στάση της Γερμανίας όλα εκείνα τα χρόνια η οποία δεν ήταν δυνατό να την οδηγήσει σε «μία θέση κάτω από τον Ήλιο», των μεγάλων δυνάμεων της εποχής.
Πολύ σύντομα η νέα ηγεσία της χώρας άφησε τη συνθήκη αντασφάλισης με τη Ρωσία να εκπνεύσει (άνοιξη 1890) κάτι που έστειλε την Αγία Πετρούπολη στις αγκάλες των Παρισίων. Η σταδιακή δε προσπάθεια της Γερμανίας μέσω της λεγόμενης Weltpolitik (Πλανητική Πολιτικής) να αποκτήσει μερίδιο στον ανταγωνισμό για την απόκτηση αποικιών, σε συνάρτηση με τη νέα ναυτική στρατηγική της και την προσπάθεια μέσω ενός κολοσσιαίου εξοπλιστικού ναυτικού προγράμματος, την έφερε αργά αλλά σταθερά σε πορεία σύγκρουσης και με τη Βρετανία.
Δεν είναι τυχαίο πως το 1871 ο Μπέντζαμιν Ντισραέλι σχολίασε την ανάδυση του Δεύτερου Ράιχ ως μία κατάσταση όπου «η ισορροπία δυνάμεων έχει καταστραφεί τελείως και η χώρα που υποφέρει περισσότερο και που αισθάνεται περισσότερο τις συνέπειες αυτής της αλλαγής είναι η Αγγλία».
Από εκεί και ύστερα τα υπόλοιπα είναι Ιστορία.
Προς τι όμως αυτή η «διάλεξη» διπλωματικής ιστορίας; Η απάντηση είναι απλή.
Πρώτον, η κατάσταση του πλανήτη την περίοδο που διανύουμε αλλά και η ισορροπία στην Ευρωπαϊκή υπο-ήπειρο, έχει μεγάλες ομοιότητες με την εποχή του Καγκελάριου Μπίσμαρκ και γενικότερα με την περίοδο 1870-1920. Ο πλανήτης βρίσκεται σε αναταραχή, ο κόσμος είναι μεν παγκοσμιοποιημένος στο οικονομικό και εμπορικό πεδίο αλλά είναι πολυπολικός στο πολιτικό, ενώ οι εστίες έντασης υποβόσκουν ακριβώς στα σημεία που έκαιγαν και τότε.
Τέλος, για να κάνουμε πιο… ενδιαφέρον το επιχείρημα: Τότε το Ανατολικό Ζήτημα (Μέση και Εγγύς Ανατολή) ήταν το κύριο θέμα των ημερών, κάτι το οποίο συμβαίνει και σήμερα, με τον «Μεγάλο Ασθενή» του τότε να λέγεται «Οθωμανική Αυτοκρατορία», ενώ σήμερα να ονομάζεται «Τουρκία». Η μεγάλη διαφορά έχει να κάνει με το ότι σήμερα στην εικόνα υπάρχουν οι ΗΠΑ, ενώ τότε τον αγγλοσαξονικό παράγοντα τον εκπροσωπούσε μόνο η Μεγάλη Βρετανία.
Δεύτερον, το κυρίαρχο θέμα των ημερών εκείνων ήταν η πολιτική και η νέα ισορροπία που θα δημιουργήσει η αναδυομένη Γερμανία του 2ου Ράιχ, ενώ σήμερα ισχύει ακριβώς το ίδιο για την σύγχρονη ενοποιημένη Γερμανία. Οι κύριες συγκλίσεις και αποκλείσεις των γεωπολιτικών δρώντων, τουλάχιστον στην Ευρώπη, είχαν εκείνη την εποχή να κάνουν με το κατά πόσον το Βερολίνο αποτελούσε εξισορροπιστή καταστάσεων ή αναθεωρητική δύναμη.
Έτσι και σήμερα, η οικονομική κρίση στην Ευρώπη που ξεκίνησε ως ένα πρόβλημα ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, μετεξελίχθηκε σε πρόβλημα κρατικού χρέους, πράγμα που οδήγησε σε συζήτηση για τη μελλοντική μορφή της Ευρώπης και έχει τελικά εξελιχθεί σε ζήτημα γεωπολιτικής ισορροπίας, με κύριο ερώτημα εάν και κατά πόσο οδηγούμαστε σε μία «Ευρωπαϊκή Γερμανία» ή σε μία «Γερμανική Ευρώπη». Στην ουσία έχει φέρει στο προσκήνιο το «Γερμανικό Ζήτημα» όπως αυτό συζητείται τα τελευταία 150 χρόνια.
Υπό το συγκεκριμένο πλαίσιο, κάθε σύγκριση της Καγκελαρίου Μέρκελ με τον Καγκελάριο Μπίσμαρκ αποτελεί μία ατυχή παρομοίωση. Δυστυχώς, η Γερμανία αυτή τη στιγμή μπορεί να συγκριθεί μόνο με την Γερμανία του Λέο φον Καπρίβι και όχι με του προκατόχου του, ευρισκόμενη ευτυχώς στα πρώτα στάδια αυτής της μετεξέλιξης, άρα τα πάντα αναστρέφονται με το μικρότερο κατά το δυνατόν κόστος για όλους.
Αντιθέτως, ο Καγκελάριος Χέλμουτ Κολ ίσως να μπορεί να παρομοιαστεί με μία «μετενσάρκωση» του Μπίσμαρκ, αφού η πολιτική που ακολούθησε κατά τη διαδικασία ενοποίησης της χώρας του, στην ουσία καθησύχασε τη διεθνή κοινότητα για τις προθέσεις του Βερολίνου – ακριβώς όπως και ο Μπίσμαρκ ενοποίησε τη Γερμανία την εποχή του. Η Γερμανία του Κολ «έπαιζε» με τους κανόνες του Ευρωπαϊκού σχεδίου – τους οποίους φυσικά και συνδιαμόρφωνε, επηρέαζε τη μορφή που θα λάμβαναν αλλά ποτέ δεν επέβαλλε υπό μορφή τελεσιγράφου, πολιτική που ακολουθούσε κάποιες φορές η Γαλλία ειδικά την περίοδο του Ντε Γκωλ.
Ο Καγκελάριος Κολ, παρά τις δύσκολες καταστάσεις που αντιμετώπισε, κατάφερε με τη διαδικασία ενοποίησης της χώρας του να φέρει αυτό που οι συμπατριώτες του οι αειθαλείς Scorpions τραγούδησαν ως «The Wind of Change» (Ο άνεμος της αλλαγής). Η ενοποίηση της Γερμανίας έφερε την ελπίδα της αλλαγής, της ευμάρειας και της ειρήνης στην Ευρώπη, ενώ φάνηκε πως οι παλαιοί φόβοι δεν αποτελούσαν παρά γραμμές σε σκοτεινά κεφάλαια της ιστορίας της υποηπείρου της Ευρασίας.
Σήμερα, ακριβώς 25 χρόνια μετά τις ιστορικές αυτές στιγμές, η ηγεσία στο Βερολίνο φαίνεται να έχει ξεχάσει τον Μπίσμαρκ, ή για να το θέσουμε καλύτερα αντιλαμβάνεται τον Μπίσμαρκ μέσω πολιτικών τύπου Φον Καπρίβι, μη καταλαβαίνοντας πως η ευημερία της Γερμανίας εξαρτάται άμεσααπό το κατά πόσο θα αναβιώσει ή όχι φόβους για μία νέα προσπάθεια δημιουργίας μίας Γερμανικής Ευρώπης.
Κάθε τέτοια πολιτική είναι σίγουρο πως θα βρει αντιπάλους τουλάχιστον 15 με 20 κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και στις δύο υπερδυνάμεις, οι οποίες μπορεί να συγκρούονται σε διάφορα μέτωπα ανά τον πλανήτη, αλλά για το θέμα της Ευρώπης, είναι σίγουρο πως διαβάζουν τη γεωπολιτική πραγματικότητα με τον ίδιο τρόπο.
Κλείνουμε τη παρούσα ανάλυση όχι φυσικά με την ελπίδα πως κάποιος, κάπου, θα «ακούσει» και θα αντιληφθεί το νόημα όλων αυτών, αλλά δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε πως η ενδεχόμενη συμφωνία με τη χώρα μας, ίσως και να αποτελεί το πρώτο δείγμα μίας Γερμανικής πολιτικής που οδηγείται από τα χνάρια του Μπίσμαρκ και όχι του Φον Καπρίβι.
Μια Γερμανική πολιτική που αντιλαμβάνεται ότι η «Βαλκανική Πολιτική» της μπορεί να τη φέρει πιο κοντά στους εταίρους της, ή μπορεί να την οδηγήσει σε καταστροφή – σίγουρα οικονομική και για τα υπόλοιπα…. βλέπουμε – που καταλαβαίνει πως όλοι χρειάζονται μία Γερμανία στην Ευρώπη αλλά πολλοί λίγοι θέλουν μία Γερμανική Ευρώπη.
Η κατάληξη της πορείας των διαπραγματεύσεων της Ελλάδας με τη Γερμανία θα καταδείξει και τη μοίρα της Ευρώπης και το ρόλο της Γερμανίας μέσα σε αυτή. Ας κάνουν όλοι ό,τι μπορούν, ώστε οι μελλοντικές γενεές δεν θα γράφουν διδακτορικές διατριβές στις οποίες θα καταγράφεται η ανικανότητα των πολιτικών της τρέχουσας περιόδου να αντιληφθούν το γνωμικό του Μπίσμαρκ, όπως αυτό καταγράφεται στην κεντρική φωτογραφία της ανάρτησης:
Τα μεγάλα θέματα της Ιστορίας δεν επιλύονται με ομιλίες και κατά πλειοψηφία αποφάσεις – αυτό ήταν το μεγάλο λάθος του 1848 και του 1849 – αλλά από το σίδερο και το αίμα» (Not by speeches or majority resolutions the great issues of history are decided – that was the great mistake of 1848 and 1849 – but by iron and blood).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου