Η Δίκη Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, παράδειγμα προς μίμηση…
Στις 16 Απριλίου του 1834 ξεκίνησε η δίκη του Θ. Κολοκοτρώνη και του Δ. Πλαπούτα, με την κύρια κατηγορία, την συνομωσία εναντίον του βασιλιά Όθωνα (που δεν είχε σχέση με Καλαμάτα…), κατόπιν συκοφαντιών ενός πονηρού και ευτραφούς τότε (τί σύμπτωση) πολιτικού, του Ι. Κωλέττη.
Ποιες ήταν οι επί μέρους ( ψευδείς) κατηγορίες;
1. Οι κατηγορούμενοι ήταν αρχηγοί συνωμοσίας που απέβλεπε να προσβάλει την ασφάλεια του κράτους και να καταργήσει τοπολίτευμα.
2. Για την παράλυση της εξουσίας παρακίνησαν διάφορους αρχιληστές σε ληστεία.
3. Ενήργησαν μυστικές συνεδριάσεις για την ανατροπή των μελών της αντιβασιλείας.
4. Υπέγραψαν αναφορά προς ξένη δύναμη (Ρωσία) για την κατάργηση της αντιβασιλείας.
Η ποινή για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών. Στο άκουσμά της ο πρώτος σταυροκοπήθηκε, ο δεύτερος αναλύθηκε σε λυγμούς. Το ακροατήριο έμεινε άναυδο.
«Άδικα σε σκοτώνουν στρατηγέ…», ψιθύρισε στον Κολοκοτρώνη ένα από τα παλικάρια του, που του συμπαραστεκόταν και που η Ιστορία δεν έγραψε το όνομά του. Όμως κατέγραψε την απάντηση που έδωσε ο αγέρωχος πολέμαρχος:
«Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα να σε σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια!».
Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης καταγόμενος από το Μελένικο Σερρών, Μακεδόνας.
Μέλη του δικαστηρίου ο εκ Ζακύνθου Γεώργιος Τερτσέτης, ο Δ. Σούτσος, ο Α. Βούλγαρης και ο Φ. Φραγκούλης (ξεφτίλισε το όνομα του σημερινού ομώνυμου στρατηγού).
Ο αντιβασιλέας Μάουρερ είχε εκ των προτέρων αποφασίσει να πάρει τα κεφάλια των δύο ηρώων, με διάφορες ποινικές λοβιτούρες που σκαρφίστηκε γι’ αυτό το σκοπό.
Για την «ευόδωση» του στόχου του, χρησιμοποίησε τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Κ. Σχοινά (σας θυμίζει κάποιον Χάρη;) και τον εισαγγελέα της έδρας, τον άγγλο Εδουάρδο Μάσoν.
Όταν η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε, ο Πολυζωίδης ως πρόεδρος, κάλεσε το δικαστήριο σε διάσκεψη. Ο Μάουρερ ήθελε να τελειώσει με συνοπτικές διαδικασίες η διάσκεψη. Όμως ο Πολυζωίδης, όπως και ο Τερτσέτης, είχε σχηματίσει ακλόνητη δικανική πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι ήταν αθώοι.
Πρώτος λοιπόν πήρε τον λόγο ο Τερτσέτης και μίλησε για την αθωότητα των δύο πολέμαρχων.
Ο Σούτσος, που ήταν γαμπρός του Σχοινά, ψήφισε υπέρ της καταδίκης σε θάνατο. Το ίδιο και οι Βούλγαρης, Φραγκούλης. Μέχρι στα γόνατά τους έπεσαν ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης για να τους μεταπείσουν. (Βλέπετε και τότε η Δικαιοσύνη ήταν …θεότυφλη και πολιτικά ανεπηρέαστη…)
Οι τρεις επίορκοι δικαστές έσπευσαν στον υπουργό Δικαιοσύνης για να δουν τι θα κάνουν. Αυτός έγινε έξαλλος. Τους διέταξε να επιστρέψουν στην αίθουσα συσκέψεων. Ταυτόχρονα έστειλε αστυνομικούς κλητήρες για να φέρουν πίσω τους δύο αντιρρησίες, που στο μεταξύ είχαν γυρίσει στα σπίτια τους.
Ο Σχοινάς συνεννοείται με τον Μάουρερ. Σπεύδει με την επίσημη στολή του στο δικαστήριο και διατάσσει τους δύο διαφωνούντες να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη (δεν τους τηλεφώνησε).
– «Εν ονόματι του βασιλέως σας διατάσσω να υπογράψετε την απόφαση», φωνάζει.
– «Προτιμώ να μου κόψετε το χέρι!», απαντά ο Πολυζωίδης.
– «Δεν θα με έχετε συνεργό στον φόνο δύο αθώων ανθρώπων», λέει ψύχραιμα ο Τερτσέτης.
Έξω φρενών ο υπουργός Δικαιοσύνης παραγγέλλει στους αστυνομικούς κλητήρες να χρησιμοποιήσουν τις ξιφολόγχες για να σύρουν τους δύο νομικούς στην αίθουσα του δικαστηρίου. Οι χωροφύλακες εκτελούν την εντολή, τους χτυπούν και τους σκίζουν τα ρούχα.
Την απόφαση διάβασε ο Σούτσος, ενώ ο Πολυζωίδης κρατούσε το κεφάλι του ανάμεσα στις παλάμες του. Η απόφαση προκάλεσε μεγάλο σάλο. Λίγες ώρες αργότερα η βαυαρική αντιβασιλεία, μπροστά στην ογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια υποχρεώθηκε να μετατρέψει την ποινή σε είκοσι χρόνια κάθειρξη. Ένα χρόνο μετά ο Όθωνας με την ενηλικίωσή του, τους έδωσε χάρη.
Στα απομνημονεύματά του, που διηγήθηκε στον Τερτσέτη ο Κολοκοτρώνης, αναφέρει με πόνο:
«Μ’ έβαλαν εννέα μήνες φυλάκιση, χωρίς να βλέπω κανέναν εκτός από τον δεσμοφύλακά μου. Δεν ήξερα τόσους μήνες τι γίνεται έξω, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, ποιον άλλον έχουν φυλακισμένο. Δεν ήξερα γιατί μ’ έχουν φυλακισμένο. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες». Ενώ σήμερα λάμπει (;) η Αλήθεια…
Ο δικαστής λοιπόν Γεώργιος Τερτσέτης, ένας μορφωμένος και νομομαθής «ποπολάρος» από τη Ζάκυνθο, μέλος της Φιλικής Εταιρίας, που πολέμησε εθελοντικά εναντίον των τούρκων στις μάχες της Ρούμελης επί Καποδίστρια, προσωπικός φίλος του Διονυσίου Σολωμού και του Μάρκου Μπότσαρη˙ και ο ψυχωμένος Μακεδόνας Αναστάσιος Πολυζωίδης, Πρόεδρος του πενταμελούς δικαστηρίου, από το Μελένικο Σερρών, που κι αυτός είχε πολεμήσει σκληρά εναντίον των τούρκων πολιορκητών του Μεσολογγίου, επέπρωτο να σώσουν την τιμή και την υπόληψη της Ελληνικής Δικαιοσύνης.
Οι δυο άτεγκτοι δικαστές, ήταν άνθρωποι που από πολιτικής σκοπιάς αποδεδειγμένα άνηκαν σε άλλο χώρο από τον Κολοκοτρώνη, αφού ήταν φιλοβασιλικοί, δεν ήταν φιλορώσοι και διαφωνούσαν με τον Καποδίστρια. (Τί σύμπτωση, θυμίζουν τους κ.κ. Πεπόνη και Μουζακίτη…)
Δεν εννοούσαν όμως σε καμιά περίπτωση να χρησιμοποιήσουν τη θέση τους για να υπηρετήσουν πολιτικές σκοπιμότητες. (Και εδώ θυμίζουν έντονα τους κ.κ. Πεπόνη και Μουζακίτη…)
Μήπως το ίδιο δεν πρέπει να κάνουν και σήμερα κάποιοι, προκειμένου να διασώσουν την τιμή και την υπόληψη της Ελληνικής Δικαιοσύνης, που τόσο έντονα αμφισβητείται;
ΝΤΙΝΟΣ ΜΠΑΝΟΣ
«Άδικα σε σκοτώνουν στρατηγέ…», ψιθύρισε στον Κολοκοτρώνη ένα από τα παλικάρια του, που του συμπαραστεκόταν και που η Ιστορία δεν έγραψε το όνομά του. Όμως κατέγραψε την απάντηση που έδωσε ο αγέρωχος πολέμαρχος:
«Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα να σε σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια!».
Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης καταγόμενος από το Μελένικο Σερρών, Μακεδόνας.
Μέλη του δικαστηρίου ο εκ Ζακύνθου Γεώργιος Τερτσέτης, ο Δ. Σούτσος, ο Α. Βούλγαρης και ο Φ. Φραγκούλης (ξεφτίλισε το όνομα του σημερινού ομώνυμου στρατηγού).
Ο αντιβασιλέας Μάουρερ είχε εκ των προτέρων αποφασίσει να πάρει τα κεφάλια των δύο ηρώων, με διάφορες ποινικές λοβιτούρες που σκαρφίστηκε γι’ αυτό το σκοπό.
Για την «ευόδωση» του στόχου του, χρησιμοποίησε τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Κ. Σχοινά (σας θυμίζει κάποιον Χάρη;) και τον εισαγγελέα της έδρας, τον άγγλο Εδουάρδο Μάσoν.
Όταν η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε, ο Πολυζωίδης ως πρόεδρος, κάλεσε το δικαστήριο σε διάσκεψη. Ο Μάουρερ ήθελε να τελειώσει με συνοπτικές διαδικασίες η διάσκεψη. Όμως ο Πολυζωίδης, όπως και ο Τερτσέτης, είχε σχηματίσει ακλόνητη δικανική πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι ήταν αθώοι.
Πρώτος λοιπόν πήρε τον λόγο ο Τερτσέτης και μίλησε για την αθωότητα των δύο πολέμαρχων.
Ο Σούτσος, που ήταν γαμπρός του Σχοινά, ψήφισε υπέρ της καταδίκης σε θάνατο. Το ίδιο και οι Βούλγαρης, Φραγκούλης. Μέχρι στα γόνατά τους έπεσαν ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης για να τους μεταπείσουν. (Βλέπετε και τότε η Δικαιοσύνη ήταν …θεότυφλη και πολιτικά ανεπηρέαστη…)
Οι τρεις επίορκοι δικαστές έσπευσαν στον υπουργό Δικαιοσύνης για να δουν τι θα κάνουν. Αυτός έγινε έξαλλος. Τους διέταξε να επιστρέψουν στην αίθουσα συσκέψεων. Ταυτόχρονα έστειλε αστυνομικούς κλητήρες για να φέρουν πίσω τους δύο αντιρρησίες, που στο μεταξύ είχαν γυρίσει στα σπίτια τους.
Ο Σχοινάς συνεννοείται με τον Μάουρερ. Σπεύδει με την επίσημη στολή του στο δικαστήριο και διατάσσει τους δύο διαφωνούντες να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη (δεν τους τηλεφώνησε).
– «Εν ονόματι του βασιλέως σας διατάσσω να υπογράψετε την απόφαση», φωνάζει.
– «Προτιμώ να μου κόψετε το χέρι!», απαντά ο Πολυζωίδης.
– «Δεν θα με έχετε συνεργό στον φόνο δύο αθώων ανθρώπων», λέει ψύχραιμα ο Τερτσέτης.
Έξω φρενών ο υπουργός Δικαιοσύνης παραγγέλλει στους αστυνομικούς κλητήρες να χρησιμοποιήσουν τις ξιφολόγχες για να σύρουν τους δύο νομικούς στην αίθουσα του δικαστηρίου. Οι χωροφύλακες εκτελούν την εντολή, τους χτυπούν και τους σκίζουν τα ρούχα.
Την απόφαση διάβασε ο Σούτσος, ενώ ο Πολυζωίδης κρατούσε το κεφάλι του ανάμεσα στις παλάμες του. Η απόφαση προκάλεσε μεγάλο σάλο. Λίγες ώρες αργότερα η βαυαρική αντιβασιλεία, μπροστά στην ογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια υποχρεώθηκε να μετατρέψει την ποινή σε είκοσι χρόνια κάθειρξη. Ένα χρόνο μετά ο Όθωνας με την ενηλικίωσή του, τους έδωσε χάρη.
«Μ’ έβαλαν εννέα μήνες φυλάκιση, χωρίς να βλέπω κανέναν εκτός από τον δεσμοφύλακά μου. Δεν ήξερα τόσους μήνες τι γίνεται έξω, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, ποιον άλλον έχουν φυλακισμένο. Δεν ήξερα γιατί μ’ έχουν φυλακισμένο. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες». Ενώ σήμερα λάμπει (;) η Αλήθεια…
Δεν εννοούσαν όμως σε καμιά περίπτωση να χρησιμοποιήσουν τη θέση τους για να υπηρετήσουν πολιτικές σκοπιμότητες. (Και εδώ θυμίζουν έντονα τους κ.κ. Πεπόνη και Μουζακίτη…)
Μήπως το ίδιο δεν πρέπει να κάνουν και σήμερα κάποιοι, προκειμένου να διασώσουν την τιμή και την υπόληψη της Ελληνικής Δικαιοσύνης, που τόσο έντονα αμφισβητείται;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου