Εθνική Στρατηγική Απολυτότητα


Το σημείωμα μας για την εξωτερική πολιτική του Έθνους ανοίγει με αναφορά στον σπουδαίο Έλληνα Παναγιώτη Κονδύλη ο οποίος με περισσή οξυδέρκεια και διορατικότητα έγγραφε: «Το γεωπολιτικό δυναμικό της Ελλάδας δηλαδή η πολιτική, οικονομική, πολιτιστική και λοιπή δυναμική παρουσία της αποτυπωνόταν κατά τον 19ο αι., και μέχρι το σημαδιακό έτος 1922, ως επί το πλείστον στο ευρύτερο έθνος παρά στο κράτος.

 Το έθνος απλωνόταν από την Ουκρανία ως την Αίγυπτο κι από τις παρακαυκάσιες χώρες ως τις ακμαίες παροικίες των Βαλκανίων και της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Το κράτος ζητούσε να επεκταθεί, για να κλείσει μέσα του τουλάχιστον όσα τμήματα του έθνους βρίσκονταν εκάστοτε στις παρυφές του, και αυτό το κατόρθωσε, μετά την ένωση των Ιονίων Νήσων, προ παντός με τους Βαλκανικούς Πολέμους, φτάνοντας σε μιαν ανεπανάληπτη κορύφωση το 1920. Έκτοτε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, που διαρκεί ως σήμερα. 


Το έθνος συνέπεσε εν τέλει με το κράτος όχι γιατί το κράτος διευρύνθηκε, αλλά γιατί το έθνος ακρωτηριάσθηκε και συρρικνώθηκε, γιατί αφανίσθηκε ή εκτοπίσθηκε ο ελληνισμός της Ρωσίας (μετά το 1919), της Μ. Ασίας (μετά το 1922), των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής (ιδίως μετά το 1945). Ακολούθησε η εκδίωξη του ελληνισμού από την Κωνσταντινούπολη (1955) και την βόρειο Κύπρο (1974), ενώ στις αρχές του 1990 γίναμε μάρτυρες της αποσύνθεσης και της μαζικής φυγής του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου. Ας κλείσουμε αυτή την άκρως συνοπτική ανασκόπηση με τη θλιβερότερη ίσως διαπίστωση. Το ελληνικό κράτος δεν στάθηκε σε καμία φάση ικανό να προστατεύσει αποτελεσματικά τον ευρύτερο ελληνισμό και να αναστείλει τη συρρίκνωση ή τον αφανισμό του».

Έτσι αντί του φυσιολογικού του ρόλου που δεν είναι άλλος από την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Έθνους, δηλαδή των απανταχού ελληνορθοδόξων –ως κυρίαρχων- κοινοτήτων μετέπεσε α) στον μεταπρατικό μιμητισμό, β) σε συντεχνιακό και γ) ολοκληρώνοντας την κατάντια του, σε όργανο εξυπηρέτησης οικογενειακών και κραυγαλέα ιδιοτελών, ατομικών και αλλότριων συμφερόντων. Δυστυχώς, όπως γίνεται κατανοητό, αντίστοιχη πορεία ακολούθησε και η σχέση του κράτους με τις ανά τον κόσμο κοιτίδες της Ρωμηοσύνης, οι οποίες είτε εγκαταλείφτηκαν στην τύχη τους, είτε χρησιμοποιήθηκαν χρησιμοθηρικά.

Και συνέχιζε ο Κονδύλης: «Η αποδεδειγμένη ανικανότητα του ελληνικού κράτους να υπερασπίσει το ελληνικό έθνος εξηγεί το παρόν ενώ συνιστά τον ανησυχητικότερο οιωνό για το μέλλον. Γιατί ήδη το ελληνικό κράτος φανερώνεται ανήμπορο να προστατεύσει ακόμα και το έθνος που βρίσκεται εντός των συνόρων του. Αφ’ ότου το έθνος συνέπεσε ουσιαστικά με το κράτος, δεν έχει ζωτικούς ιστορικούς και πολιτικούς στόχους έξω από τα σύνορά του, του λείπει δηλαδή ακριβώς ό,τι κρατά ένα συλλογικό πολιτικό υποκείμενο σε ένταση και εγρήγορση υποχρεώνοντάς το να υπερβαίνει αδιάκοπα τον εαυτό του (όπως π.χ. έγινε στους Βαλκανικούς Πολέμους). Τέτοιοι στόχοι δεν είναι ούτε οι μάχες οπισθοφυλακής για το Κυπριακό, ούτε η «Ευρωπαϊκή ένταξη», η οποία στην ουσία της δεν είναι παρά η διαφοροτρόπως καρυκευμένη και μεταμφιεσμένη επιθυμία άλλοι να μας ταΐζουν και άλλοι να φυλάνε τα σύνορά μας. Ακριβέστερα: αυτά όλα θα μπορούσαν ν’ αποτελούν επί μέρους εθνικές επιδιώξεις υπό την προϋπόθεση ενός σφύζοντος γεωπολιτικού δυναμικού· υπό τις συνθήκες της γεωπολιτικής συρρίκνωσης είναι απλά υποκατάστατα και κατά μέγα μέρος σκιαμαχίες».

Την προαναφερόμενη νοσηρή κατάσταση οφείλουμε να αντιστρέψουμε άμεσα τόσο στο εσωτερικό πεδίο με την ανάκτηση της Εθνικής μας Ανεξαρτησίας και την γενικότερη εξυγίανση του πολιτικοκοινωνικού βίου όσο και στις οικουμενικές σκοπιμότητες στρέφοντας την «οπτική» του λαού να κοιτάζει αδιάκοπα πέρα από τα σύνορά μας, μέσα σε ευρύτατους χώρους, προς τους οποίους μας ωθούν οι αυτοκρατορικές μνήμες καθώς και ζωντανές ακόμα φυλετικές, γλωσσικές, ιστορικές και θρησκευτικές συγγένειες.
Οπότε πέραν από τη συμμετοχή μας στις γνωστές συλλογικότητες του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, για τις οποίες οφείλουμε να πραγματοποιήσουμε έναν τολμηρό ισολογισμό επαναπροσδιορίζοντας με γνώμονα πάντα το εθνικό συμφέρον τη στάση και τη θέση μας σε αυτές, έχουμε χρέος ως προς την ιστορία μας, τους προγόνους μας, το λαό μας και τις επόμενες γενεές να προωθήσουμε τη δημιουργία μιας νέας συμμαχίας η οποία να εδράζεται επάνω στα δύο ακλόνητα συστατικά που διέπουν την οικουμένη ολόκληρη, τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία. Να επιδιώξουμε δηλαδή την Ρωμαίικη Επανένωση στήνοντας πολιτικές γέφυρες με όλα τα διάσπαρτα κομμάτια του ιστορικού μας εαυτού καθώς και με συλλογικά πολιτικά υποκείμενα τα οποία εδράζονται επάνω στο αυτό δίπολο.

 Ουσιαστικά να εκμεταλλευθούμε τις δύο κοινές γλώσσες του επ’ αληθεία πολιτισμού, την ορθόδοξη πίστη και την ελληνικότητα, μιας και είναι γλώσσες εδώδιμες μα οικουμενικές, οικίες μα διεθνείς και εκ των πραγμάτων μας προσδίδουν σπουδαία συγκριτικά πλεονεκτήματα εφόσον τις χειριστούμε ορθά. Ενδεικτικά αναφέρονται τα κράτη και οι κοιτίδες από τις οποίες δύναται να προκύψει ο προαναφερόμενος συνασπισμός: Ελλάδα – Κύπρος – Ρωσία – Βουλγαρία – Σερβία – Ρουμανία – Ουκρανία – Αλβανία Βόρεια Ήπειρος – Γκαγκαούζοι Μολδαβίας – οι ελληνορθόδοξες κοιτίδες των πρεσβυγενών Πατριαρχείων – ελληνορθόδοξες κοινότητες που δημιουργήθηκαν από τα μεταναστευτικά ρεύματα σε Γερμανία, ΗΠΑ, Αυστραλία και απανταχού της υφηλίου – οι Αλεβίδες και κρυπτοχριστιανοί της Τουρκίας οι οποίοι με πρόχειρους υπολογισμούς ανέρχονται στα 35 εκατομμύρια κ.α.

Είναι λοιπόν σημαντικό το γεγονός ότι η προώθηση σύναψης μιας τόσο διευρυμένης συμμαχίας δεν χρειάζεται να ξεκινήσει εκ του μηδενός ούτε να γεφυρώσει χάσματα αγεφύρωτα. Δεν προσβάλλεται ούτε χρειάζεται να θυσιαστεί ο εθνισμός κανενός μιας και η ουσία του είναι αν όχι κοινή σίγουρα συγγενική. Και για να μην θεωρηθεί ότι νεφελοβατούμε αναφέρεται ότι έχουν ληφθεί υπόψη οι διάφορες δυσκολίες ιστορικής και πρακτικής φύσεως, αλλά μέσω της διπλωματικής οδού, του προσεχτικού διαλόγου και της ανταλλαγής συμφερόντων κρίνεται ότι δύνανται να διευθετηθούν.
Διευκρινίζεται ότι το παρόν κείμενο προτείνει το γενικό πλαίσιο προσανατολισμού της Εξωτερικής Πολιτικής του Έθνους μέσα στο οποίο να προσεγγίζονται τα επιμέρους ζητήματα του συγκεκριμένου πολιτικού τομέα.
Τέλος υπενθυμίζεται και τονίζεται ο δυναμικός χαρακτήρας του κειμένου καθώς και η ανάγκη καλόπιστης κριτικής τοποθέτησης επ’ αυτών που αποτυπώνει και προτείνει με την κοινοποίηση προτάσεων, παρατηρήσεων, σκέψεων κ.λπ.

Σχόλια