Η μαύρη επέτειος – 27 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί ΝΑΖΙ εισβάλλουν στην Αθήνα (ΒΙΝΤΕΟ). Όταν ξεχνάει ένας λαός την ιστορία του τότε σίγουρα θα ξαναπάθει τα ίδια με το παρελθόν.

Η μαύρη επέτειος – 27 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί ΝΑΖΙ εισβάλλουν στην Αθήνα (ΒΙΝΤΕΟ) 
Το πρωί της Κυριακής του Θωμά, 27/04/1941, η Αθήνα ξυπνούσε τρομαγμένη. Όλη τη νύχτα την ανατάραζαν υπόκωφοι κρότοι από εκρήξεις αποθηκών πυρομαχικών, που-για να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών- καίγονταν στα προάστια Αθηνών και Πειραιά.


Από νωρίς το πρωί, γερμανικά αεροπορικά σμήνη πετούσαν επιδεικτικά σε χαμηλό ύψος πάνω από την ελληνική πρωτεύουσα και τις γειτονικές περιοχές. Κλεισμένοι στα σπίτια τους οι Αθηναίοι περίμεναν με αγωνία και ανησυχία την είσοδο των κατακτητών. Άσχημα συναισθήματα τους έπνιγαν και τους γέμιζαν συγκίνηση. Μέσα από τα σπίτια τους, με κλειστά τα παράθυρα, παρακολουθούσαν τις εξελίξεις, που μετέδιδε το ελεύθερο ακόμη ραδιόφωνο.





υποστράτηγος Χρ. Καβράκος
Οι εφημερίδες που τυπώθηκαν εκείνο το πρωί, αλλά δεν πρόλαβαν να διανεμηθούν, ανέφεραν ότι αποστρατεύθηκε ο αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, χορηγήθηκε αμνηστία σε όλα τα πολιτικά αδικήματα που είχαν διαπραχθεί μέχρι τότε στην Κρήτη και ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός αναλάμβανε και το υπουργείο Στρατιωτικών, ενώ το υπουργείο Αγορανομίας ο υπουργός Εσωτερικών και Δημοσίας Τάξεως Κωνσταντίνος Μανιαδάκης.

Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών κάθε πέντε 5 μετέδιδε διαταγή της μόνης κυβερνητικής αρχής που παρέμενε στην ελληνική πρωτεύουσα, του Ανώτερου Στρατιωτικού Διοικητή Αττικοβοιωτίας υποστράτηγου Χρ. Καβράκου. Λόγω επιτακτικής ανάγκης ζητούσε με τη διαταγή του ο στρατηγός να σταματήσει κάθε κίνηση σε Αθήνα, Πειραιά και προάστια, όλα τα καταστήματα να είναι κλειστά και οι κάτοικοι στα σπίτια τους, να σταματήσει η αντιαεροπορική άμυνα, οι στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις της περιοχής να παραμείνουν στις θέσεις τους και, «δεδομένου ότι η πόλις είναι ανοχύρωτος και ουδεμία θα προβληθή αντίστασις, αξιώ όπως μη ακουσθή ουδέ εις πυροβολισμός».

Επιχειρώντας να δώσει κουράγιο στους θλιμμένους Αθηναίους, ο εκφωνητής του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών Κωνσταντίνος Σταυρόπουλος μετέδιδε με τη χαρακτηριστική ένρινη φωνή του τις τελευταίες ελεύθερες φράσεις που μπορούσαν να ακουσθούν: «Εδώ ελεύθεραι ακόμα Αθήναι… Έλληνες! Οι Γερμανοί εισβολείς ευρίσκονται εις τα πρόθυρα των Αθηνών. Αδέλφια! Κρατήστε καλά μέσα στην ψυχή σας το πνεύμα του μετώπου. Ο εισβολεύς εισέρχεται με όλας τας προφυλάξεις εις την έρημον πόλιν με τα κατάκλειστα σπίτια. Έλληνες! Ψηλά τις καρδιές!»


Την ίδια ώρα που ακούγονταν τα λόγια αυτά(08:00), τα πρώτα γερμανικά μηχανοκίνητα τμήματα εισέρχονται στην πρωτεύουσα. Φάλαγγες μοτοσικλετιστών, από τις οποίες προηγούντο ελαφρά τεθωρακισμένα οχήματα, προχωρούσαν προς το κέντρο της πόλης από τρεις κατευθύνσεις: τέρμα Πατησίων, Ιερά Οδός(από την Ελευσίνα) και Κηφισιά. Οι πρώτοι Γερμανοί στρατιώτες ήταν ένα τάγμα μοτοσικλετιστών της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, οι οποίοι ακολουθούσαν προσεκτικά την πορεία δύο τεθωρακισμένων αυτοκινήτων (η ιστορική λεπτομέρεια διάσωσε τους αριθμούς τους: WH 296994 και WH 219984). Καθένα απ’ αυτά ήταν εξοπλισμένο με ένα πυροβόλο και τέσσερα πολυβόλα.

Οι μοτοσικλετιστές διέσχισαν βιαστικά τη λεωφόρο Κηφισίας, συνέχισαν τη Βασ. Σοφίας και περνώντας από το Μνημείο Αγνώστου Στρατιώτου ακολούθησαν τη λεωφόρο Αμαλίας και τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου για να φθάσουν στην Ακρόπολη. Ένα απόσπασμα, με επικεφαλής κάποιον ίλαρχο Jacobi, ανέβηκε στον Ιερό Βράχο, όπου αφού υπέστειλε την ελληνική σημαία, ύψωσε τη γερμανική με τον αγκυλωτό σταυρό. [Σύμφωνα με μια εκδοχή, που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε, ο Έλληνας φρουρός της γαλανόλευκης, Κώστας Κουκίδης, αυτοκτόνησε εκείνη την ώρα, πέφτοντας απ' τον βράχο της Ακρόπολης, τυλιγμένος με τη σημαία. Αργότερα, στις 9 Ιουνίου 1941, οι βρετανικές εφημερίδες δημοσιεύουν την ακόλουθη είδηση για το περιστατικό αυτό. Από την Απελευθέρωση μέχρι και πρόσφατα, πολλές φορές ερευνήθηκε το θέμα αυτό, αλλά οι αποδείξεις δεν κρίθηκαν ικανοποιητικές. Ούτε στρατιώτης βρέθηκε με το όνομα αυτό, ούτε ποτέ δηλώθηκε η εξαφάνιση προσώπου με το όνομα αυτό, ούτε βέβαια κάποια στρατιωτική ή άλλη υπηρεσία επιβεβαίωσε το γεγονός.] Αργότερα ο Γερμανός στρατηγός von Stumme έδωσε διαταγή και, υψώθηκε(27/04/1941, 1η μέρα Κατοχής, 15:00) στην Ακρόπολη και το Δημαρχείο και η ελληνική σημαία, δίπλα από τη γερμανική.

Η σβάστικα, ως αδιαμφισβήτητο σύμβολο της γερμανικής κατοχής, υψώθηκε και στον κεντρικό ιστό των Παλαιών Ανακτόρων, όπου ύστερα από λίγες μέρες, όταν θα σχηματισθεί η κυβέρνηση Τσολάκογλου, θα αντικατασταθεί από τη γαλανόλευκη. Η σβάστικα υψώθηκε αμέσως στη γερμανική πρεσβεία, που στεγαζόταν τότε στην πολυκατοικία Πεσμαζόγλου, στη Γερμανική Ακαδημία, στα ξενοδοχεία «ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ» και «KING GEORGE» κ.ά. Ταυτόχρονα με τις σημαίες, γερμανικά αποσπάσματα καταλάμβαναν, ακολουθώντας κατά γράμμα ένα χαρακτηριστικά μεθοδικό επιτελικό σχέδιο, το δημαρχιακό μέγαρο, το ταχυδρομείο, το τηλεγραφείο, τα υπουργεία και διάφορα σημαντικά δημόσια κτίρια. Στο διάστημα αυτό, ο ελεύθερος αθηναϊκός ραδιοσταθμός με τη φωνή του περίφημου εκφωνητή Κ. Σταυρόπουλου, συνέχιζε τη μετάδοση των τελευταίων μηνυμάτων του, που σκόρπιζαν συγκίνηση και δάκρυα στους Αθηναίους, κλεισμένους στα σπίτια τους: «Προσοχή! Προσοχή!


Η πρωτεύουσα περιέρχεται εις χείρας των κατακτητών. Επάνω εις τον Ιερόν Βράχον της Ακροπόλεως δεν κυματίζει πλέον υπερήφανη η γαλανόλευκος. Αντ’ αυτής εστήθη το λάβαρον της βίας. Ο φρουρός της σημαίας μας, διαταχθείς να την υποστείλει διά να ανυψωθεί η γερμανική, ηυτοκτόνησε ριφθείς εις το κενόν από του σημείου όπου ευρίσκετο η γαλανόλευκος. Ζήτω η Ελλάς!» Ακούγεται ο Εθνικός Ύμνος, που φέρνει νέα συγκίνηση στους ακροατές και ο εκφωνητής κλείνει αναγκαστικά την τελευταία ελεύθερη εκπομπή του ραδιοφώνου: «Προσοχή! Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών ύστερα από λίγο δεν θα είναι ελληνικός. Θα είναι γερμανικός και θα μεταδίδει ψέματα! Έλληνες! Μην τον ακούτε! Ο πόλεμός μας συνεχίζεται και θα συνεχισθεί μέχρι της τελικής νίκης! Ζήτω το Έθνος των Ελλήνων!» Εκείνη τη στιγμή, οι ραδιοθάλαμοι του Ζαππείου είχαν ήδη καταληφθεί από τους Γερμανούς.


Ύστερα από ημίωρη διακοπή, το ραδιόφωνο ξανάρχισε τη λειτουργία του, ελεγχόμενος πλέον από τους κατακτητές, για να μεταδώσει: «Προς τον Führer και Καγκελλάριον του Ράιχ, Βερολίνον. Führer μου, την 27ην Απριλίου 1941 και ώραν 8.10 πρωινήν εφθάσαμεν εις Αθήνας ως πρώτα γερμανικά στρατεύματα και την 8.45 υψώσαμεν την γερμανικήν σημαίαν επί της Ακροπόλεως και του Δημαρχείου. Heil mein Führer. Ίλαρχος Jacobi, του 10ου Συντάγματος του Βρανδεμβούργου και υπολοχαγός Έλσνιτς της 6ης Ορεινής Μεραρχίας».

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ Οι Γερμανοί στρατιώτες, που σε ατέλειωτες φάλαγγες εισέρχονταν στην ελληνική πρωτεύουσα, έβρισκαν έρημη την πόλη και τα σπίτια κατάκλειστα. Είχε προηγηθεί η διαταγή του Καβράκου, που περιόριζε την κυκλοφορία. Πυκνές περίπολοι και ομάδες ενόπλων αστυφυλάκων τηρούσαν την τάξη σε όλη την Αθήνα, ενώ από την αυγή είχε παύσει η ενεργός αντιαεροπορική άμυνα. Όλη την προηγούμενη νύχτα, Άγγλοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες, που είχαν αποκοπεί από τα τμήματά τους ή εμποδιστεί από τις εχθρικές κινήσεις να φθάσουν στα σημεία επιβίβασης, γύριζαν μέσα στην Αθήνα και φυγαδεύονταν με κάθε μέσο. 10 λεπτά πριν από την είσοδο των Γερμανών στο κέντρο της Αθήνας(08:00), 2 ελληνικά κρατικά αυτοκίνητα έφθασαν στους Αμπελοκήπους, στη βόρεια είσοδο της Αθήνας. Μετέφεραν την επιτροπή για την παράδοση της πόλης, που την αποτελούσαν ο Φρούραρχος Αθηνών υποστράτηγος Χρ. Καβράκος, ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας Κωνσταντίνος Πεζόπουλος και οι δήμαρχοι Αθηναίων Αμβρόσιος Πλυτάς και Πειραιώς Μιχάλης Μανούσκος και ο γερμανομαθής συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κανελλόπουλος.

Αρχικά, στη σύνθεση της επιτροπής περιλαμβανόταν ως πρόεδρος και ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, ο οποίος όμως αρνήθηκε να παραστεί στην παράδοση της Αθήνας. Μόλις έφθασαν στο ίδιο σημείο τα πρώτα 2 τεθωρακισμένα αυτοκίνητα, η επιτροπή ζήτησε από τον επικεφαλής τους ανθυπολοχαγό Dirfling να μάθει πότε θα έφθανε ο ίδιος ο διοικητής των γερμανικών στρατευμάτων που θα κατελάμβαναν την Αθήνα. Εκείνος έστειλε αμέσως αγγελιαφόρο στον διοικητή του, τον αντισυνταγματάρχη von Scheiben, που βρισκόταν στο Μπογιάτι, για να ορισθεί ο τόπος συνάντησής του με την επιτροπή. Η απάντηση όριζε τη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Βασ. Σοφίας. Στις 10.45 έφθασε από το Μπογιάτι μια μηχανοκίνητη φάλαγγα, από την οποία προπορευόταν ένα τεθωρακισμένο αυτοκίνητο. Σταμάτησε στη διασταύρωση και από το αυτοκίνητο κατέβηκε ένας ψηλός αξιωματικός, ο αναμενόμενος Γερμανός αντισυνταγματάρχης. Κατευθύνθηκε στους σκυθρωπούς Έλληνες της επιτροπής, τους χαιρέτησε στρατιωτικά και συστήθηκε με ευγένεια.


Στη συνέχεια, ο συνταγματάρχης Κανελλόπουλος παρουσίασε τα μέλη της επιτροπής. Οι Έλληνες και ο Γερμανός αντισυνταγματάρχης εισήλθαν σ’ ένα καφενείο, απέναντι ακριβώς από την έπαυλη Θων(Thon), και ο Κ. Κανελλόπουλος διάβασε στα γερμανικά μια δήλωση της επιτροπής, σύμφωνα με την οποία «αι πόλεις των Αθηνών και τους Πειραιώς και ανοχύρωτοι είναι και ουδεμίαν αντίστασιν προτίθενται να αντιτάξουν στρατιωτικήν αντίστασιν εις την κατοχήν… Ελήφθησαν ήδη όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς διασφάλισιν της τάξεως εκ μέρους μας μέχρι της εισόδου των Γερμανών.» Στη συνάντηση αυτή παραβρέθηκε και ο Γερμανός πρεσβευτής στην Αθήνα πρίγκιπας Erbach, που παρέμενε σε όλο το διάστημα του ελληνογερμανικού πολέμου ελεύθερος και μόλις πριν από λίγο είχε μάθει τον διορισμό του από τον Hitler σαν προσωρινού διοικητή της Ελλάδος και ο Γερμανός στρατιωτικός ακόλουθος Clemm Von Hohenberg.

Οι 2 αυτοί Γερμανοί ακολούθησαν τη φάλαγγα του von Scheiben από το ύψος του Ψυχικού, όπου βρίσκονταν οι κατοικίες τους. Μόλις υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης, ο Γερμανός αντισυνταγματάρχης είπε στην αθηναϊκή αντιπροσωπεία: «Κύριοι, εξ ονόματος του Führer σας δηλώ ότι ερχόμεθα ως φίλοι, οι δε κάτοικοι των Αθηνών ουδέν έχουν να φοβηθούν. Επιθυμώ όπως συνεχισθή ομαλώς ο ρυθμός της ζωής της πόλεως, κατ’ εξουσιοδότησιν δε του Ανωτάτου Διοικητού στρατάρχου Λιστ αναθέτω την άσκησιν όλων των εξουσιών διά την πόλιν των Αθηνών εις τον δήμαρχον κ. Πλυτάν, διά δε την πόλιν του Πειραιώς εις τον δήμαρχον κ. Μανούσκον». Έπειτα, γυρνώντας προς το μέρος του στρατηγού Καβράκου, του είπε: «Στρατηγέ μου, σεις από την στιγμήν αυτήν ακολουθείτε την τύχην όλων των άλλων αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού, δηλ. θεωρείσθε προσωρινώς αιχμάλωτος πολέμου, αλλά δύνασθε να κυκλοφορήτε ελευθέρως και να φέρετε το ξίφος σας».

Ο Α. Πλυτάς, ο οποίος για ελάχιστα μόνο 24ωρα θα είναι ο πολιτικός διοικητής της Αθήνας, γύρισε στο γραφείο του και έγραψε το διάγγελμά του, που άρχισε να μεταδίδεται από τις 11.30 από τον ραδιοφωνικό σταθμό, σε ελληνική και γερμανική γλώσσα: «Ο Δήμαρχος Αθηναίων, επιφορτισθείς υπό της Γερμανικής Κατοχής με όλας τας εξουσίας εν τη πόλει των Αθηνών, ανακοινοί ότι σήμερον Κυριακήν, 27ην Απριλίου και ώραν 8ην π.μ. τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθον εις την πόλιν των Αθηνών και έλαβον κατοχήν αυτής. Υπό των επί κεφαλής των γερμανικών στρατευμάτων παρεσχέθησαν κατηγορηματικαί διαβεβαιώσεις ότι ο πληθυσμός των Αθηνών δεν έχει να φοβήται απολύτως τίποτε. Καλούμεν πάντας όπως επιδείξωσι τάξιν, αξιοπρέπειαν και ευγένειαν. Ο Δήμαρχος Αθηναίων εντέλλεται όπως, από της ώρας ταύτης, επαναληφθή ομαλώς η κανονική ζωή της πόλεως. Προς τούτο:

1. Τα καταστήματα τα κανονικώς κατά Κυριακήν ανοικτά, ν’ ανοίξουν αμέσως.

2. Να αρχίση αμέσως η κυκλοφορία του λαού ανά την πόλιν, επιτρεπομένης ταύτης μέχρι της 11ης νυκτερινής. Από της 11ης νυκτερινής(ώρα Ελλάδος) μέχρι της 6ης πρωινής απαγορεύεται η κυκλοφορία εις τας οδούς. Αι αστυνομικαί αρχαί δύνανται υπ’ ευθύνην των να εκδώσουν αδείας κυκλοφορίας και κατά τας υπολοίπους ώρας, όταν υπάρχη ανάγκη.

3. Η Χωροφυλακή και η Αστυνομία Πόλεων να διατηρήσουν τα όπλα των προς τήρησιν της τάξεως.

4. Οι κατέχοντες όπλον οιονδήποτε πολεμικόν, κυνηγετικόν, πιστόλιον ή άλλο, να το παραδώσουν αμέσως εις τα οικεία αστυνομικά τμήματα επί αποδείξει.

5. Όπου υψούται ελληνική σημαία, πρέπει δεξιά της να υψούται και η γερμανική.

6. Εφημερίδες δύνανται να εκδοθούν και κυκλοφορήσουν κατά τας κανονικάς των ώρας και εκδόσεις.

7. Υποχρεούνται πάντες όπως δέχονται κατά τας συναλλαγάς τα γερμανικά τραπεζογραμμάτια με τιμήν 50 δρχ. κατά μάρκον.

8. Αύριον Δευτέραν πάντες οι υπάλληλοι δημόσιοι, δημοτικοί κλπ. να είναι εις τας θέσεις των και πάντες οι άλλοι εις τας εργασίας των.

9. Το Φρουραρχείον των στρατευμάτων Γερμανικής Κατοχής εγκατεστάθη εις το επί της πλατείας Συντάγματος ξενοδοχείον «KING GEORGE». Το Στρατηγείον εις το ξενοδοχείον «ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ»».

Οι πρώτοι περιορισμοί άρχισαν να εμφανίζονται, αλλά το μέγεθος των δεινών που περιμένουν τους πολίτες δεν μπορεί ακόμη να το φαντασθεί κανείς. ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΠΡΕΣΒΗ Από νωρίς το πρωί της 27ης Απριλίου στο Ψυχικό, όπου η κατοικία του Γερμανού πρεσβευτή στην Αθήνα, άρχισε να παρατηρείται ζωηρή κίνηση, ασυνήθιστη για την πάντα ήσυχη αυτή αθηναϊκή περιοχή. Από τις 8 το πρωί, όταν ελαφρές μηχανοκίνητες φάλαγγες διέσχιζαν τη λεωφόρο Κηφισίας προς το κέντρο της πόλης, στις κατοικίες του πρεσβευτή της Γερμανίας πρίγκιπα Erbach και του στρατιωτικού ακολούθου Clemm Von Hohenberg υψώθηκε η γερμανική σημαία με τη σβάστικα. Ο Clemm, μέχρι τότε σε κατ’ οίκον περιορισμό, φρουρούμενος από ομάδα αστυνομικών του Κέντρου Αλλοδαπών, βγήκε ευδιάθετος στον κήπο του και σε άπταιστα ελληνικά(μέχρι την καταστροφή του 1922 ζούσε στη Σμύρνη) έδωσε διαταγή στον σοφέρ του(ξεπεσμένο Ρώσο πρίγκιπα) να ετοιμάσει το αυτοκίνητο, ενώ ζήτησε από τον επικεφαλής της φρουράς υπαστυνόμο Αντ. Βολταιράκη να ετοιμασθεί για να τον συνοδεύσει. Μετά λίγα λεπτά, το αυτοκίνητο του ιδιόρρυθμου Γερμανού στρατιωτικού ακολούθου, του οποίου η πολυετής παραμονή στην πρωτεύουσα άφησε εποχή στους αθηναϊκούς κύκλους, ξεκινούσε. Ο ίδιος καθόταν αγέρωχος στο πίσω κάθισμα, φορώντας την επίσημη στολή του, ενώ ο Έλληνας υπαστυνόμος ήταν δίπλα στον οδηγό, δίκην ιδιωτικού σωματοφύλακα.

Σε λίγο βρισκόταν στην κοντινή οικία του Erbach, στον περίβολο της οποίας είχαν συγκεντρωθεί το προσωπικό της πρεσβείας και άλλοι Γερμανοί, που στο αντίκρισμα του Clemm ανέκραξαν εν χορώ το «Heil Hitler». Λίγο αργότερα, έφθασαν και οι πρώτοι Γερμανοί μοτοσικλετιστές, στους οποίους οι Γερμανίδες της πρεσβείας πρόσφεραν πρόχειρες ανθοδέσμες. Από ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο της Wehrmacht κατέβαινε ένας αξιωματικός που ζήτησε να δει τον πρίγκιπα Erbach. Μαζί του έφερνε ένα κλειστό φάκελο. Ήταν το μήνυμα του Hitler, που όριζε τον μέχρι τότε πρεσβευτή της Γερμανίας ως προσωρινό διοικητή της Ελλάδος. Δεν πέρασε πολλή ώρα και οι Έλληνες αστυνομικοί, που από μέρες αποτελούσαν τη φρουρά του Γερμανού πρεσβευτή, αντίκριζαν έκπληκτοι τον γνωστό Αθηναίο γιατρό και καθηγητή Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο (αργότερα κατοχικός πρωθυπουργός) να προσέρχεται περιχαρής στην έπαυλη Erbach και να συγχαίρει τους Γερμανούς διπλωμάτων για την είσοδο των στρατευμάτων τους στην Αθήνα!

Στις 10.15 τα αυτοκίνητα των Erbach και Clemm έφευγαν από την πρεσβευτική κατοικία, όπου εξακολουθούσαν να συρρέουν πανηγυρίζοντας οι Γερμανοί της Αθήνας με τις οικογένειές τους και κατευθύνθηκαν στους Αμπελοκήπους για να παραστούν στην παράδοση της πόλης. Και ενώ στους δρόμους της άτυχης ελληνικής πρωτεύουσας γερμανικές μοτοσυκλέτες, αυτοκίνητα και τεθωρακισμένα πήγαιναν και έρχονταν, οι Αθηναίοι με ανησυχία και συντριβή παρακολουθούσαν μέσα από τα μισόκλειστα παράθυρα των σπιτιών τους το δράμα που μόλις άρχιζε. Στο δημαρχιακό μέγαρο κλήθηκαν στις 12:00 οι διευθυντές των αθηναϊκών εφημερίδων, στους οποίους δήλωσε ο Γερμανός Φρούραρχος της πόλης αντισυνταγματάρχης φον Σέιμπεν: «Δεν ερχόμεθα ως εχθροί, αλλά ως φίλοι φέροντες την ειρήνην εις την Ελλάδα. Η μακρά φιλία, η οποία μας συνδέει με την Ελλάδα, θα αναζωπυρωθή εντός ολίγων ημερών».


Το μεσημέρι έφθασε στην Αθήνα και ο διοικητής των γερμανικών στρατευμάτων που κατέλαβαν την ηπειρωτική Ελλάδα στρατηγός του ιππικού von Stumme, διοικητής του 40ου Σώματος Στρατού(πολύ αργότερα θα διαδεχθεί τον στρατάρχη Rommel στην ηγεσία του Afrika Korps). Στρατιωτικός Διοικητής Αθηνών ανέλαβε ο διοικητής της 6ης Ορεινής Μεραρχίας υποστράτηγος Scheiner, που εγκαταστάθηκε με το επιτελείο του στη «ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ». Μετά την άφιξη του Scheiner,, οι ελληνικές στρατιωτικές αρχές εγκατέλειψαν τα γραφεία της Ανώτερης Στρατιωτικής Διοίκησης, ενώ ο νέος Γερμανός φρούραρχος πήγε στο υπουργείο Στρατιωτικών και συσκέφθηκε με τον γενικό διευθυντή του υπουργείου υποστράτηγο Κων. Πλατή. Αφού έφυγαν οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί, εγκαταστάθηκε γερμανική φρουρά, όπως και στο υπουργείο Ναυτικών. Αμέσως μετά την είσοδο στην Αθήνα των πρώτων γερμανικών τμημάτων, οι μηχανοκίνητες φάλαγγες προωθήθηκαν στον Πειραιά και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα κρίσιμα σημεία του λιμανιού και της πόλης, ενώ στο δημαρχείο, στη Σχολή Δοκίμων και σε άλλα δημόσια κτίρια υψώθηκε η γερμανική σημαία, ως σύμβολο της νέας κυριαρχίας. Καθώς κυλούσαν όλα αυτά τα γεγονότα, γερμανικά τμήματα είχαν τοποθετηθεί σε διάφορα επίκαιρα σημεία της πρωτεύουσας και των προαστίων της, ενώ ενισχύονταν σταδιακά οι γερμανικές φρουρές.

Οι στρατιώτες του Γ΄ Ράιχ είχαν πάρει διαταγή από τους ανωτέρους τους να επιδεικνύουν απόλυτη ευγένεια στους πολίτες και ιδιαίτερο σεβασμό στους Έλληνες στρατιωτικούς. Διακριτικοί, σοβαροί μέσα στις άψογες στολές τους, κυκλοφορούσαν την πρώτη μέρα της Κατοχής. Φωτογραφίζονταν μεταξύ τους εμπρός από τα Παλαιά Ανάκτορα, την Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο, το Πολυτεχνείο, στην Ακρόπολη, σαν να επρόκειτο για τουρίστες και μόνο. Μια εφημερίδα της εποχής διέσωσε ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο: δύο Γερμανοί στρατιώτες θεάθηκαν να στέκονται σε στάση προσοχής και να χαιρετούν έναν Έλληνα λοχία, τραυματία του Αλβανικού Μετώπου ΠΡΩΤΕΣ ΔΡΑΜΑΤΙΚΕΣ ΩΡΕΣ Το αυθεντικό κλίμα των πρώτων δραματικών ωρών εκείνων το δίνει πολύ παραστατικά και λεπτομερειακά ο Χρήστος Χρηστίδης στο ημερολόγιό του: «Σήμερα είναι η 1η μέρα της γερμανικής Κατοχής! Ανέβηκα από το Ελληνικό με το λεωφορείο των 9. Στο Σύνταγμα είδα τον Γιάννη Καμαριώτη, τον οδοντογιατρό μου και τον συνόδεψα στο γκαράζ της οδού Ξενοφώντος, όπου πήγαινε να πάρει το αμάξι του. Εκεί ένα ραδιόφωνο αυτοκινήτου μας έδωσε την 1η επαφή με την πραγματικότητα, μεταδίνοντας τη διαταγή του στρατηγού Καβράκου: να κλείσουν τα καταστήματα, να κλειστούν οι πολίτες στα σπίτια τους, κλπ. Πήγα βιαστικά στο γραφείο μου κι ετοιμάστηκα να μείνω κλεισμένος ως το βράδυ.

Τηλεφώνησα στη Φ.Κ., που από την παραμονή μας είχε δηλώσει πως ήθελε να δει την είσοδο των Γερμανών για να τη θυμάται. Της είπα να έλθει. Ώσπου όμως να ετοιμαστεί πέρασε η ώρα. Ήταν 9.57΄ όταν από το μπαλκόνι μου, στον 3ο όροφο του Μεγάρου Μετοχικού, Σταδίου 4, αντίκρισα μια μοτοσικλέτα που ανέβαινε την οδό Σταδίου από την Ομόνοια στο Σύνταγμα. Είχε το πίσω μέρος της σκεπασμένο με την κόκκινη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό. Αμέσως κατόπιν το νούμερο 38172 κόκκινο σκούρο αυτοκίνητο κατέβηκε προς την Ομόνοια με το καπό του σκεπασμένο κι αυτό με μια πελώρια κόκκινη αγκυλωτή σημαία. Την ίδια στιγμή πέρασε και μια μοτοσικλέτα. Στον δρόμο οι διαβάτες λιγοστοί: πολίτες, στρατιώτες και ναύτες. Συχνοδιαβαίνει μια μοτοσικλέτα αστυνομική με καλάθι. Τρεις αστυφύλακες προσπαθούν, χωρίς καμιά επιτυχία, να διώξουν τον κόσμο. Οι διαβάτες αδιαφορούν και για τη μοτοσικλέτα και για τους πεζούς αστυφύλακες και χωροφύλακες. Περνά προς την Ομόνοια ένα κίτρινο λεωφορείο της Καστέλας, περνούν και τα τραμ της οδού Βουκουρεστίου.

10.10: Η κίνηση μοιάζει ν’ αυξάνει. Βλέπω κάμποσους φαντάρους, δυο αξιωματικούς, ναύτες, εργάτες. Μου έκανε εντύπωση ένας αξιωματικός του ναυτικού που σταματημένος επί ώρα στην πλατεία Κολοκοτρώνη χαζεύει. Οι αστυφύλακες και χωροφύλακες δεν τολμούν να του πουν τίποτα.

10.25: 3-4 ελαφρά θωρακισμένα αυτοκίνητα με σημαίες κι άλλες τόσες μοτοσικλέτες ανεβαίνουν την οδό Σταδίου προς το Σύνταγμα. Μια περίπολος-2 αστυνόμοι και 2 αστυφύλακες-στο αντικρινό πεζοδρόμιο μοιάζει να βρίσκεται σε μεγάλη αμηχανία κατά πού να τραβήξει. Πολίτες περνούν αδιάφοροι. Τέλος εμφανίζεται ένας κακομοιριασμένος διαβάτες. Οι 4 βρίσκουν αμέσως απασχόληση: Τριγυρίζουν τον διαβάτη με χειρονομίες επιτακτικές και ζωηρές, που ξεθυμαίνουν γρήγορα. Ο διαβάτης τραβάει τον δρόμο του ασυγκίνητος. Η περίπολος αλλάζει πεζοδρόμιο. Περνά το 33534 ανοιχτό αυτοκίνητο με 2 Γερμανούς αξιωματικούς. Στο ξενοδοχείο «SPLENDID» αντίκρυ μου όλα τα παράθυρα είναι κλειστά, εκτός από ένα μπαλκόνι, απ’ όπου χαζεύουν 4ς πολίτες κι ένας δικός μας αξιωματικός. Στο παραδιπλανό μου γραφείο ένας πολίτης. Περνά ένας Γερμανός μοτοσικλετιστής από Σύνταγμα προς Ομόνοια. Μοιάζει να μην ξέρει κατά πού να τραβήξει. Πάει ως τη Βουλή και γυρνά πίσω. Κι ο διάλογος αρχίζει, από μπαλκόνι σε μπαλκόνι: –Μοιάζει να χάθηκε! –Κάτι γυρεύει. –Ταβέρνα θα ζητεί! Η εξήγηση τους φαίνεται και τώρα ικανοποιητική. Γέλια στα μπαλκόνια.

11.30: Καμιά τριανταριά γερμανικές μοτοσικλέτες με καλάθι-sidecar-έχοντας ένα αυτοκίνητο επικεφαλής, έστριψαν από την οδό Βουκουρεστίου, πέρασαν σύρριζα στο πεζοδρόμιο του Μετοχικού. Οι μισές γύρισαν πριν φτάσουν στην πλατεία Κολοκοτρώνη και παρατάχτηκαν δίπλα στο πεζοδρόμιο, από το ξενοδοχείο «ΜΙΝΕΡΒΑ» ως τη γωνιά του «SPLENDID PALACE». Αρκετές μοτοσικλέτες έχουν λουλούδια. Περνούν 2 αυτοκίνητα της κινηματογραφικής υπηρεσίας του γερμανικού στρατού και φωτογραφούν. Από το αυτοκίνητο κατεβαίνουν 2-3 με πολιτικά κι ένας αξιωματικός και προχωρούν προς την πόρτα του ξενοδοχείου «ΜΙΝΕΡΒΑ». Είναι κλειστή. Εμφανίζεται ένας χωροφύλακας. Συνεννοήσεις. Ο χωροφύλακας φεύγει μ’ ένα sidecar. Φωνές. Μια ηχηρή διαταγή γερμανικά. Όλοι πεζεύουν. Στο πεζοδρόμιο δεν περνά σχεδόν κανένας-όλες οι πόρτες κατάκλειστες. Σε λίγο μισανοίγει η πόρτα του σπιτιού Σταδίου 7. Εμφανίζονται 3 πολίτες. Στέκουν και χαζεύουν. Δίπλα στην πόρτα υπάρχει η προθήκη ενός φωτογραφείου. Οι Γερμανοί στρατιώτες πλησιάζουν. Μιλούν μεταξύ τους κι αντηχούν τα βαριά τους γέλια. Σε λίγο στρατιώτες και πολίτες αποτελούν μιαν ομάδα. Τραβιέμαι μέσα, και ξαναβγαίνω μετά πέντε λεπτά. Η πόρτα είναι πια εντελώς ανοιχτή. Οι πολίτες έγιναν τώρα 11. Τσιγάρα. Σπίρτα. Παρακάτω δυο παιδιά 18-19 χρονών πλησιάζουν μιαν άδεια μοτοσικλέτα και την επεξεργάζονται. Πασπατεύουν τα καθίσματα, σκύβουν και βλέπουν το περιεχόμενο του καλαθιού. Πιο πέρα ένας Γερμανός στρατιώτης είναι ξαπλωμένος μακάρια στο καλάθι με τα πόδια έξω. Μπροστά του ένας μάγκας στέκεται και τον κοιτάζει. Περνούν κάμποσα λεφτά. Ο στρατιώτης αποφασίζει να σηκωθεί. Του πέφτει το κράνος που κρατούσε στο χέρι. Ο μάγκας σκύβει να το σηκώσει-ο στρατιώτης προλαβαίνει 1ος.

12.20: Στην πλατεία Κολοκοτρώνη μια ξανθή σαραντάρα Γερμανίδα που φορεί τα καλά της-μαύρο γυαλιστερό μεταξωτό μαντό- είναι τριγυρισμένη από Γερμανούς στρατιώτες και τους μιλεί φωναχτά. Ύστερα ξεκινά ξαφνικά προς το Σύνταγμα, ακολουθημένη από καμιά σαρανταριά στρατιώτες. Για πού να τραβάει; Στην Ακρόπολη; Φαίνεται πως πρέπει να γίνουν διατυπώσεις για την παραλαβή του «ΜΙΝΕΡΒΑ» κι έτσι οι στρατιώτες εξακολουθούν να μένουν στο πεζοδρόμιο. Ένας τους, που πείνασε, ανοίγει ένα κουτί κονσέρβα κι ετοιμάζει την καραβάνα του. Κύκλος από περιέργους γύρω του. Ένας νέος παίρνει κι επεξεργάζεται το ψωμί του: Η 1η επαφή. Η οικειότητα αρχίζει…». Η Ελλάδα έχει περάσει σε μια άλλη κρίσιμη περίοδο της ιστορίας της. Στην Κατοχή. Στα μερόνυχτα της θλίψης και της έξαρσης, από όπου θα βγει εξουθενωμένη, παραζαλισμένη και-το χειρότερο- διχασμένη!

Πηγή

Σχόλια