Με τη συνεργασία του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ–ISDA)
Αποτελούμενος από τον Ενεργό Στρατό, την Εθνοφυλακή και την Εφεδρεία, ο ΕΣ έχει τη δυνατότητα να κινητοποιήσει ικανό εφεδρικό απόθεμα δυνάμεων, ώστε να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Υπό την έννοια αυτή, το εφεδρικό δυναμικό του Στρατού είναι ουσιαστικό συστατικό στρατιωτικής ισχύος. Σήμερα σε ετήσια βάση καλείται για μετεκπαίδευση, μέρος της εφεδρείας αξιωματικών και οπλιτών που είναι ενταγμένοι στο Σχέδιο Επιστράτευσης.
Η ανάγκη διατήρησης προσωπικού εφεδρείας επιβάλλεται και για οικονομικούς λόγους, γιατί η διατήρηση από τώρα του συνόλου της δύναμης του Στρατού που είναι απαραίτητος, θα απαιτούσε τεράστιους οικονομικούς πόρους. Επιπλέον, ας σημειωθεί ότι η πορεία του ΕΣ, αλλά και των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων γενικότερα, προς την επαγγελματικοποίηση, με την πρόσληψη σε ετήσια βάση σημαντικού αριθμού Επαγγελματιών Οπλιτών (ΕΠΟΠ), ουσιαστικά διακόπηκε απότομα με την εκδήλωση της δεινής οικονομικής κρίσης που μαστίζει τα τελευταία χρόνια τη χώρα.
Από την άλλη πλευρά, η σημασία των εφέδρων έχει αυξηθεί, ιδιαίτερα με τη μείωση της διάρκειας της στρατιωτικής θητείας. Εξ ορισμού οι έφεδροι πρέπει να αποτελούν σύνολο εκπαιδευμένο, με δυνατότητα να ενσωματωθεί, εφόσον απαιτηθεί, στις μονάδες του ενεργού στρατού, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην ενίσχυση της ετοιμότητας, ικανότητας και αποτελεσματικότητας του.
Για το ΓΕΕΘΑ και το ΓΕΣ η παραγωγή και συγκρότηση επαρκούς εφεδρείας και επαρκώς εκπαιδευμένης (έφεδρων αξιωματικών και οπλιτών ιδιαίτερα κρισίμων ειδικοτήτων), που θα προάγει και θα βελτιώνει άμεσα την επιχειρησιακή ετοιμότητα των μονάδων, είναι διαρκές ζητούμενο-στόχος, ιδιαίτερα υπό τις σημερινές συνθήκες αυξημένων απειλών και ραγδαίως εξελισσομένων καταστάσεων.
Μετεκπαίδευση εφεδρείας
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το ΓΕΕΘΑ και το ΓΕΣ υλοποιούν μια νέα στρατηγική μετεκπαίδευσης των εφέδρων, η οποία θέτει τους όρους για την επίτευξη του στόχου δημιουργίας εκπαιδευμένων και έτοιμων επιχειρησιακά μονάδων, ικανών να αντεπεξέλθουν σε οποιαδήποτε κατάσταση έντασης, κρίσης και πολέμου.
Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά η στρατηγική αυτή κινείται σε τρεις άξονες:
>Συχνότερη διεξαγωγή μετεκπαιδεύσεων των εφέδρων, εάν είναι δυνατό σε ετήσια βάση.
>Στοχευμένη εκπαίδευση κρισίμων ειδικοτήτων.
Σε ότι αφορά τους δύο πρώτους άξονες, είναι αυτονόητο ότι η σε ετήσια βάση και στοχευμένη μετεκπαίδευση εφέδρων, ιδιαίτερα των κρισίμων ειδικοτήτων, στις επιχειρησιακές μονάδες, θα συμβάλει στη βελτίωση των ικανοτήτων των εφέδρων και την επαύξηση της μαχητικής ισχύος και επιχειρησιακής ικανότητας των μονάδων.
Επιπλέον, ο ευέλικτος ετήσιος προγραμματισμός μετεκπαίδευσης της εφεδρείας, με αποκορύφωμα τις περιόδους διεξαγωγής μεγάλων ασκήσεων, επαυξάνει την επιχειρησιακή ετοιμότητα των μονάδων και την αποτρεπτική ισχύ του Στρατού .
Στον τρίτο άξονα, η μετεκπαίδευση εφεδρείας με την κατηγοριοποίηση των εφέδρων σε υποκατηγορίες βαθμίδων ετοιμότητας, θα επαυξήσει την επιχειρησιακή ετοιμότητα των μονάδων καθόσον οι ίδιοι έφεδροι τοποθετούνται για μακρό χρονικό διάστημα και μέχρι της ηλικίας των 34 ετών ή και πέραν αυτής, αναλόγως ειδικότητας και τόπου διαμονής, στην ίδια μονάδα (βαθμός – ειδικότητα – θέση), χωρίς μετακίνηση.
Η πολιτική αυτή δημιουργεί δυναμικές συνθήκες, από τις οποίες απορρέουν σημαντικά πλεονεκτήματα για τους έφεδρους και τις μονάδες, ειδικότερα:
α. Για τους Έφεδρους
>Εκπαίδευση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο έδαφος που θα κληθούν να ενεργήσουν, προσδίδοντας απτό και ουσιαστικό πλεονέκτημα σε περίοδο επιχειρήσεων.
β. Για τις Μονάδες
>Συχνότερη επαφή κατά την μετεκπαίδευση με το ενεργό και έφεδρο προσωπικό της μονάδας, με συνεπακόλουθο την ανάπτυξη δεσμών μεταξύ του προσωπικού και τη σφυρηλάτηση πνεύματος μονάδας. Επιπλέον μέσα από την από κοινού τριβή σε ασκήσεις και σενάρια εμπλοκής αποκτάται και επαυξάνεται η αμοιβαία αμφίδρομη εμπιστοσύνη.
>Οι διοικήσεις των μονάδων από τη μέγιστη δυνατή παραμονή των εφέδρων στις ίδιες μονάδες διευκολύνονται στο διοικητικό και επιχειρησιακό τους έργο, καθώς και στην οργάνωση και διεξαγωγή της μετεκπαίδευσης εφεδρείας, επιτυγχάνοντας κάθε φορά υψηλότερους εκπαιδευτικούς στόχους και ανταπόκριση σε πολυπλοκότερα αντικείμενα, με τελικό αποτέλεσμα την επίτευξη συνεκτικών, ετοιμοπόλεμων μονάδων, ικανών να ανταποκρίνονται σε ραγδαία εξελισσόμενες καταστάσεις που αντικατοπτρίζουν το σύγχρονο πεδίο της μάχης.
Το μόνο μειονέκτημα από την υιοθέτηση αυτής της πολιτικής είναι η σχετική αύξηση του μέσου όρου ηλικίας, που όμως σε καμιά περίπτωση δεν υπερβαίνει την ηλικία των 34,5 ετών. Όμως τα πλεονεκτήματα είναι τόσο πολλά που σε πρακτικό – επιχειρησιακό επίπεδο το αναιρούν.
Για παράδειγμα, ένας χειριστής αντιαρματικού όπλου KORNET-E, που μόνιμα διαμένει σε νησί του Ανατολικού Αιγαίου, είναι επιχειρησιακά αποδοτικότερο να ενταχθεί επιστρατευτικά σε μια μονάδα του νησιού, παραμένοντας σ’ αυτή τη θέση όσο το δυνατό μεγαλύτερο χρονικό διάστημα με όλα τα πλεονεκτήματα που προαναφέρθηκαν, παρά να αντικαθίσταται κάθε ένα ή δύο έτη (με την αναπροσαρμογή του σχεδίου επιστράτευσης) από άλλον έφεδρο, για τον οποίο θα απαιτείται από την αρχή ενημέρωση, μετεκπαίδευση και ανάπτυξη δεσμών με τη μονάδα.
Συζήτηση
Η νέα στρατηγική αντίληψη για την εφεδρεία του ΕΣ σαφώς σηματοδοτεί τη μεγάλη έμφαση που πλέον αποδίδεται στην ποιότητα και την όσο το δυνατόν πληρέστερη εκμετάλλευση της για την ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας.
Δυστυχώς τα αριθμητικά δεδομένα που αφορούν το ανθρώπινο δυναμικό είναι αμείλικτα. Με μέση απόδοση κάθε σειράς στρατεύσιμων οπλιτών κυμαινόμενη από 5.000 ως 6.000 στρατεύσιμους (ενδεικτική εκτίμηση) εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι σε συνεχή βάση (τέσσερις σειρές επί δύο μήνες + μία ημίσεια σειρά) υπηρετούν τη θητεία τους μεταξύ 23.000 και 27.000 στρατεύσιμων με την τάση, λόγω συνεχούς υπογεννητικότητας, να είναι σταθερά μειούμενη. Ας σημειωθεί δε, ότι ακόμη και η αύξηση της θητείας σε 12 μήνες (έξι σειρές στρατευσίμων) δεν πρόκειται να μεταβάλλει δραματικά την κατάσταση αφού ο αριθμός των στρατεύσιμων θα διαμορφωθεί στις 30.000 ως 36.000 άτομα. Ουσιαστικά αποτελέσματα αρχίζουν να παράγονται μόνο στην περίπτωση που η θητεία αυξηθεί στους 15 μήνες (7,5 σειρές στρατευσίμων, 37.500 ως 45.000).
Όμως για τη σημερινή ελληνική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα η πιθανότητα αύξησης της διάρκειας της στρατιωτικής θητείας θα πρέπει να θεωρείται εξαιρετικά χαμηλή ειδικά αν συνυπολογιστεί και η οικονομική διάσταση της. Θεωρητικά η θητεία διάρκειας 15 μηνών που εξασφαλίζει δύο πλήρης εξαμηνιαίους κύκλους εκπαίδευσης πλέον της βασικής εκπαίδευσης, αδειών κ.λπ. θα ήταν η ιδανικότερη επιλογή. Όμως, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η υιοθέτηση της κάθε άλλο παρά πιθανή είναι αφού εμπεριέχει υψηλό κόστος ιδιαίτερα σε πολιτικό επίπεδο.
Εδώ θα πρέπει να σταθούμε σε δύο παραμέτρους οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν στην περαιτέρω αναβάθμιση και μετεξέλιξη του θεσμού της εφεδρείας και κατά συνέπεια τη μεγιστοποίηση των ωφελημάτων που μπορούν να προκύψουν.
Η πρώτη αφορά το νομοθετικό πλαίσιο για την εφεδρεία το οποίο χρήζει ολοκληρωτικής ανανέωσης και προσαρμογής στα νέα επιχειρησιακά, κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα. Και σε αυτή την περίπτωση απαιτείται η συναίνεση και η βούληση της πολιτικής ηγεσίας για τη θεσμοθέτηση του.
Η δεύτερη, που συνδυάζεται με την πρώτη αλλά περιλαμβάνει κυρίως ρυθμίσεις σε πρακτικό επίπεδο αφορά την αξιοποίηση της πολύ ισχυρής διάθεσης για εθελοντική προσφορά πολλών οργανώσεων – σωματείων – συνδέσμων και ενώσεων εφέδρων, που σήμερα αποτελούν ιδιωτικές πρωτοβουλίες.
Όπως έχει αναφερθεί και στο σημείωμα με τίτλο «Συμπεράσματα από τις 100 ημέρες ασκήσεων των ελληνικών ΕΔ» που αναρτήθηκε στο «defence-point.gr» στον σύνδεσμο: http://www.defence-point.gr/news/?p=92661) «τα ποσοστά συμμετοχής της Εφεδρείας σε όλες τις περιπτώσεις που αυτή προσκλήθηκε για μετεκπαίδευση είναι εντυπωσιακά και μάλιστα εντυπωσιακά υψηλά στην περιοχή ευθύνης της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοίκησης Εσωτερικού–Νήσων (ΑΣΔΕΝ).
Αυτή ακριβώς η καταγεγραμμένη ισχυρή διάθεση των συμπολιτών μας να διαθέσουν προσωπικό χρόνο στην υπεράσπιση της πατρίδας σε συνδυασμό με την αλλαγή και εκσυγχρονισμό του νομοθετικού πλαισίου μπορούν να οδηγήσουν σταδιακά στη συγκρότηση Εθνοφρουράς στο πρότυπο των ΗΠΑ και της Βρετανίας.
Δηλαδή μίας δεξαμενής δυνάμεων ποικίλων ετοιμοτήτων οι οποίες εκπαιδεύονται συστηματικά σε ετήσια βάση και οι οποίες μπορούν άμεσα ή σε εύλογο χρόνο να καλύψουν (εφόσον κινητοποιηθούν) τα κενά σε όποιες κρίσιμες ειδικότητες υπάρχουν σε μονάδες του Ενεργού Στρατού αλλά και να συγκροτήσουν πρόσθετα αυτοτελή ή μη τμήματα, υπομονάδες ή και μονάδες.
Σημειώνεται εδώ, ότι διεθνώς ποσοστά επάνδρωσης περί το 70% θεωρούνται τα ελάχιστα δυνατά ώστε μία μονάδα να μπορεί σε σύντομο χρόνο να αναλάβει την εκτέλεση επιχειρησιακών αποστολών αλλά και να εκτελέσει με πληρότητα την εκπαίδευση του προσωπικού και τη συντήρηση του υλικού της. Η κατάσταση γίνεται πολύ δυσκολότερη αν στην εκτίμηση συμπεριλάβουμε το σύνολο των στρατηγείων – επιτελείων, σχηματισμών, συγκροτημάτων, μονάδων και υπηρεσιών που διαθέτει ο ΕΣ.
Επιπρόσθετα, είναι αυτονόητο ότι όσοι εκ των προαναφερθέντων σχηματισμών είναι αναπτυγμένοι σε προωθημένες θέσεις ή ανήκουν στην κατηγορία υψηλής ετοιμότητας, προκειμένου να ανταποκριθούν στα επιχειρησιακά τους έργα, απαιτούν πολύ υψηλότερα ποσοστά στελέχωσης.
Κατά συνέπεια, γρηγορότερα ή αργότερα, και εφόσον δεν πρόκειται να ληφθούν ΡΙΖΙΚΕΣ αποφάσεις για τη συνέχιση της πρόσληψης (τουλάχιστον 2.000 – 2.500 άτομα σε ετήσια βάση) των ΕΠΟΠ συνδυαστικά με την αύξηση της θητείας, το δίλημμα κατάργηση σχηματισμών – μονάδων ή μετατροπή τους σε εφεδρικές θα αναδυθεί.
Σε αυτή την περίπτωση η συγκρότηση Εθνοφρουράς μπορεί να αποτελέσει τη βέλτιστη λύση, όπως εξάλλου δείχνουν και οι εμπειρίες χωρών που εφαρμόζουν αυτό το σύστημα. Η μετατροπή μονάδων (ή και σχηματισμών) σε εφεδρικές με το υλικό τους σε ειδικές συνθήκες μακράς αποθήκευσης και τη συστηματική συντήρηση του να αναλαμβάνεται από πυρήνες ολιγάριθμου αλλά εξειδικευμένου προσωπικού θα έχει ως σύνδρομο αποτέλεσμα και τη μείωση του λειτουργικού κόστους και φυσικά της φθοράς και καταπόνησης.
Αυτές οι μονάδες που θα στελεχώνονται από εφέδρους – μέλη της Εθνοφρουράς θα μπορούν να ενεργοποιούνται όταν απαιτηθεί και να συμπληρώνουν τη διάταξη μάχης των ενεργών σχηματισμών.
Τέλος, η συγκρότηση Εθνοφρουράς θα επιτρέψει την αναδιάταξη και κατανομή των μονάδων και υπομονάδων του ΕΣ με βάση την κατηγοριοποίηση τους ως μάχης, υποστήριξης μάχης και διοικητικής μέριμνας. Για αυτονόητους λόγους η πλειοψηφία των ενεργών μονάδων και υπομονάδων θα πρέπει να ανήκουν στις δύο πρώτες κατηγορίες (μάχης και υποστήριξης μάχης) αφού στο ελληνικό επιχειρησιακό περιβάλλον η πιθανότητα κρίσεων (όπου το πλεονέκτημα σε τόπο και χρόνο μπορεί να αποβεί καθοριστικό) είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή της γενικευμένης σύρραξης (όπου η διοικητική μέριμνα είναι καθοριστικός παράγοντας) η οποία ούτως ή άλλως θα είναι πολύ μεγάλης έντασης και πυκνότητας και όχι ιδιαίτερα μεγάλης διάρκειας.
Η μετατροπή μονάδων ή και σχηματισμών σε εφεδρικές δυνάμεις μειώνει το αποτύπωμα της διοικητικής μέριμνας και κατά συνέπεια αποδεσμεύει προσωπικό για τη στελέχωση των μονάδων μάχης και υποστήριξης μάχης, βελτιώνοντας σημαντικά το ποσοστό στελέχωσης και κατά συνέπεια την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα τους. Ταυτόχρονα η μέσω της Εθνοφρουράς απονομή δεύτερων ειδικοτήτων θα επιτρέπει και τη μεγέθυνση της υποδομής διοικητικής μέριμνας στο βαθμό που απαιτείται για την υποστήριξη των απαιτήσεων των επιχειρήσεων.
Εν κατακλείδι, είτε τελικά υιοθετηθεί είτε όχι η μετεξέλιξη της Εφεδρείας σε Εθνοφρουρά, η πλήρης αξιοποίηση της αποτελεί για τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και ειδικότερα για τον ΕΣ εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση. Μάλιστα, ακόμη και αν αρχίσουν εκ νέου οι προσλήψεις ΕΠΟΠ και αυξηθεί η θητεία των στρατεύσιμων πάλι η σημασία της Εφεδρείας παραμένει πολύ υψηλή και πολύ πιο οικονομική από τη συντήρηση μεγάλου όγκου ενεργών δυνάμεων.
Το ευτύχημα είναι ότι παρά το πνεύμα γενικής απαξίας και κρίσης που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία, υπάρχουν ακόμη πολλοί συμπολίτες μας οι οποίοι παρά την αντίξοη καθημερινότητα που αντιμετωπίζουν, διαθέτουν τον προσωπικό τους χρόνο και κόπο για την άμυνα της πατρίδας, όπως έδειξαν και τα ποσοστά προσέλευσης στις τελευταίες χρονικά προσκλήσεις.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου