Αστικό λεωφορείο…

Άλλη μία ημέρα ξημέρωσε και με βρίσκει στη στάση του λεωφορείου να περιμένω. Άλλη μια ημέρα παγωμένη και βουτηγμένη στο γκρι, μέσα σε μια πόλη που την διαπερνούν οι ήχοι της βουβής απελπισίας.

Το παλιό αστικό λεωφορείο ήρθε, όπως πάντα στην ώρα του και ο τσιριχτός ήχος από τα φρένα του ανατριχιαστικός, με καλεί στα σκαλοπάτια του.
Ανεβαίνω και κάθομαι στην θέση μου. Την δική μου θέση, αυτή που πάντα με περιμένει αδειανή…
Οι πόρτες κλείνουν. Τα πρόσωπα των συνεπιβατών γνωστά. Όλοι παίρνουμε το ίδιο λεωφορείο κάθε μέρα. Γνωριζόμαστε καλά, αλλά κανείς μας δεν μιλάει. Ούτε μια καλημέρα…
Το λεωφορείο περνά μέσα από τους γκρίζους δρόμους της πόλης… Χάθηκε το χρώμα, πριν χρόνια… Κανένας δεν αναρωτήθηκε που να πήγε, πώς συνέβη αυτό…

Βουβοί επιβάτες που όλοι αποφεύγουν να κοιταχτούν στα μάτια. Σαν να φοβούνται μην προδοθεί τι είναι αυτό που κρύβουν στην ψυχή τους… Μην φανεί το δάκρυ εκείνο που με αγωνία προσπαθούν να κρύψουν από την ίδια τους την καρδιά…

Το λεωφορείο σταματά. Και άλλοι επιβάτες ανεβαίνουν. Ίδιοι κι αυτοί κάθε μέρα. Περιμένουν στην ίδια στάση, το ίδιο λεωφορείο που θα έρθει να τους πάρει για να τους ξεναγήσει στους δρόμους του πουθενά, του γκρίζου και του μαύρου…

Κάποιες φορές κάποιο κάθισμα του λεωφορείου μένει άδειο. Όλοι ξέρουμε πως ο «ιδιοκτήτης» του δεν θα ξανάρθει. Είτε επειδή πέθανε, είτε επειδή άλλαξε λεωφορείο, είτε επειδή βρήκε τη δύναμη να αποδράσει… προς το αχνό φως του ορίζοντα, εκεί που ξέρουμε ότι υπάρχει ακόμη χρώμα, εκεί που ξέρουμε πως υπάρχει ακόμη το γέλιο, εκεί που ξέρουμε ότι η καρδιά χτυπάει από συγκινήσεις και όχι από… συνήθεια.

Περνά η ημέρα… Μετά από ένα ταξίδι στον κόσμο του πουθενά, αρχίζει το λεωφορείο να σταματά και οι ταξιδιώτες του, οι άνθρωποι της ζωής μου, με βουβά πρόσωπα κατεβαίνουν, ο καθένας στη δική του στάση. Κάποιοι από αυτούς αφήνουν μία ανεπαίσθητη ομίχλη από χρώμα πίσω τους…
Σκύβω στο κάθισμά μου και πιάνω το κεφάλι μου με τα χέρια μου. Προσπαθώ να θυμηθώ τι είδα σήμερα μέσα από το παράθυρο του αστικού λεωφορείου και δεν μπορώ…  Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτε! Θυμώνω με τον ίδιο μου τον εαυτό και πεισμώνω.  Αύριο, αύριο πρέπει να θυμηθώ οπωσδήποτε.  Γι ακόμη μία ημέρα δεν ξέρω που πήγα, δεν θυμάμαι ποιους είδα, δεν γνωρίζω τι έκανα…!  Αυτή την μονοτονία και την λήθη της ζωής πρέπει να βρω τη δύναμη τα σταματήσω…

Το λεωφορείο ξανασταματά. Αυτή τη φορά στη δική μου στάση. Νωχελικά, σαν να έχω βάρος από αλυσίδες στα πόδια μου, κατεβαίνω τα σκαλοπάτια του. Οι πόρτες κλείνουν πίσω μου. Το κρύο με διαπερνά. Οι τελευταίες γκρίζες αχτίδες από το φως εξαφανίζονται γρήγορα. Ανησυχώ. Περπατώ βιαστικά, μα όλα γύρω μου δείχνουν να με προσπερνούν.

Φτάνω στην ασφάλεια του σπιτιού μου. Γυρίζω το κλειδί στην πόρτα και κοιτάζω στο λεωφορείο που εκείνη τη στιγμή με προσπερνά. Προσπαθώ να διαβάσω τον προορισμό του στην παλιά μισοκατεστραμμένη του μετωπίδα… ΦΥΛΑΚΕΣ… και στο πλάι του ένα μήνυμα: "Είναι επικίνδυνο πράγμα η σκέψη"...

Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω στην ασφάλεια του σπιτιού μου, ελπίζοντας πως και ετούτο το βράδυ θα μπορέσω να αντιπαλέψω τις κραυγές της λογικής, πως θα ξεφύγω από τα όνειρα που έγιναν εφιάλτες, από τις σκέψεις που ξεθωριάζουν όσο περνά ο χρόνος…

Ελπίζω πως ίσως αύριο θα βρω τη δύναμη να μην ανέβω στο αστικό λεωφορείο, να μην ακολουθήσω αυτή τη ζωή με την μικρή προγραμματισμένη πορεία, με τους ανθρώπους που έχουν ξεχάσει τι είναι… Ελπίζω να βρω τη δύναμη να τρέξω και να τολμήσω να αποδράσω προς το φως, το χρώμα, το γέλιο και την ελπίδα για την ζωή...

Κοιτάζω έξω από το παράθυρο και βλέπω το μαύρο να έχει απλωθεί παντού. Είναι το ίδιο μαύρο που προσπαθεί να πνίξει την ψυχή μου.
Έχει νυχτώσει πια για τα καλά και νιώθω ένα παράξενο συναίσθημα. Είμαι ασφαλής στο σπίτι μου, εδώ όπου κρύβω τις σκέψεις μου, εδώ όπου μόνο οι τοίχοι ακούνε τις κραυγές μου.
Είμαι ασφαλής μέσα στην φυλακή μου, μέχρι αυτή να με σκοτώσει…

Σχόλια