Κοντά 40 χρόνια το παραμύθι του “οικονομικού θαύματος” της χούντας που δήθεν παρέδωσε στη Δημοκρατία μια ακμάζουσα οικονομία μεταδίδεται από φιλοχουντικούς σε χρυσαυγίτες.
Κι επειδή καλό είναι τα παραμύθια κάποια στιγμή να τελειώνουν αξίζει να ρίξουμε μια ματιά και στην πραγματικότα.
Οι χουντικοί όχι μόνο δεν παρέδωσαν τη χώρα χωρίς κανένα χρέος αλλά τα είχαν κάνει ...μπάχαλο.
Στο Ποντίκι δημοσιεύθηκε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο για την ...ανάπτυξη της χούντας. Η οποία επί της ουσίας δεν υπήρξε.
“Εκτός κι αν µπορεί να θεωρηθεί επίτευγµα το (απογοητευτικό) +0,9%, τη στιγµή που όλη η Αθήνα χτιζόταν, οι Έλληνες µετανάστες και οι ναυτικοί τόνωναν τις καταθέσεις µε δεκάδες χιλιάδες εµβάσµατα από το εξωτερικό, ενώ η Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 προσπαθούσε να σηκώσει για πρώτη φορά κεφάλι, ύστερα από την Κατοχή, τον Εµφύλιο και την κατάµαυρη δεκαετία του ’50. Μόνο οι υπερεργολάβοι και οι ρουφιάνοι πλούτισαν, λοιπόν, στην οδυνηρή εφταετία σκανδάλων”, σημειώνει το Ποντίκι.
Στη συνέχεια παρουσιάζει μια σειρά από δημοσιεύματα από τη περίοδο της χούντας. Διαβάστε:
“Σύµφωνα µε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, λοιπόν, το 1974 το δηµόσιο χρέος είχε ανέβει στο 20,8% επί του ΑΕΠ, στα 114 δισ. δρχ. εκείνη τη χρονιά, µε τον εσωτερικό κι εξωτερικό δανεισµό να γιγαντώνονται. Το χρέος ξεκίνησε από 37,8 δισ. δρχ. το 1967, ενώ το 1973 ήταν ήδη στα 87 δισ., µε το έλλειµµα στο εµπορικό ισοζύγιο να είναι 4,5 φορές ψηλότερο και τις καταθέσεις, παρά τις διαρκείς τονωτικές ενέσεις των Ελλήνων µεταναστών, να µειώνονται δραµατικά µετά το 1970. Ο πληθωρισµός κάλπαζε, το πραγµατικό εισόδηµα µειωνόταν, οι φόροι έκαναν επέλαση, το ίδιο και η ακρίβεια.
Τζάµπα… εργολάβοι
Ακόµα και µια ελαφριά µείωση του εξωτερικού δανεισµού ήταν τεχνητή, αφού οι εργοληπτικές εταιρείες έπαιρναν τα δάνεια από το εξωτερικό µε εγγύηση ελληνικού ∆ηµοσίου και στη συνέχεια γίνονταν ανάδοχες των δηµόσιων έργων, µε παραχώρηση των δανείων στο ελληνικό κράτος. ∆εκάδες τέτοια δάνεια - συµβάσεις έγιναν και µ’ αυτήν την πατέντα - µετατροπή και το χρέος φαινόταν ως «εσωτερικό». Καραµπινάτη δηµιουργική λογιστική, δηλαδή, του «µυστράκια» Παττακού και τον οµοϊδεατών του.
Από το 1971, λοιπόν, η κατάσταση στην οικονοµία δεν µπορούσε να κρυφτεί άλλο. ∆εν θα ήταν, µάλιστα, υπερβολή να πούµε ότι τότε άρχιζε να χτίζεται πια για τα καλά η λερναία ύδρα του χρέους.
Στις 6.4.1971 οι εφηµερίδες δηµοσιεύουν: «Αύξηση κατά 23,5% σηµείωσε το δηµόσιο χρέος εντός του πρώτου 5µήνου του 1970, έναντι του 1969, κι έφθασε τα 58,3 δισεκατοµµύρια δρχ. τον Μάιο του περασµένου έτους, έναντι 47,2 που ήταν τον Μάιο του 1969, σύµφωνα µε στοιχεία της ΕΣΥΕ».
Στις 22.9.1971 υπάρχει στα «Νέα» οικονοµική ανάλυση του Κωνσταντίνου Κόλµερ, όπου διαβάζουµε ότι «ναι µεν σηµειώθηκε το 1970 µια επιβράδυνση στην αύξηση του ρυθµού αυξήσεως του χρέους στο 12% έναντι 25% του 1969 (σ.σ.: πάλι επί χούντας είχε εκτιναχθεί, δηλαδή), όµως σηµειώθηκε µια ουσιώδης αύξηση του κρατικού δανεισµού µε έντοκα γραµµάτια και διπλασιασµός του δανεισµού σε συνάλλαγµα». Παρατίθενται, µάλιστα, και αποκαλυπτικά στοιχεία για το δηµόσιο χρέος από το 1958, µε πηγή πάντα τη στατιστική υπηρεσία:
∆ΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ ΣΕ ∆ΙΣ. ∆ΡΧ.
1958........................................................3,5
1959........................................................8,0
1960........................................................9,7
1961......................................................11,6
1962......................................................13,1
1963......................................................17,6
1964......................................................21,4
1965......................................................25,4
1966......................................................32,0
1967......................................................37,8
1968......................................................45,3
1969......................................................56,7
1970......................................................63,7
Από το 1966, δηλαδή, που το χρέος ήταν 32 δισ., διπλασιάστηκε µέχρι το 1970 στα 63,7 δισ.
Σύµφωνα, εξάλλου, µε στοιχεία του ∆εκεµβρίου του 1971, υπήρξε «αύξηση των εισαγωγών µ’ έναν ρυθµό 15% περίπου, µε ταυτόχρονη µείωση των εξαγωγών κατά 5%, διαφορά που διεύρυνε το έλλειµµα του εµπορικού ισοζυγίου». Πάτωναν οι εξαγωγές, θέριευαν οι εισαγωγές…
Το 1972 ο Τύπος βοούσε πια για την τραγική κατάσταση της οικονοµίας. Στις 13.9.1972 τα «Νέα» έγραφαν στον τίτλο του ρεπορτάζ τους: «Κατά 7,7 δισ. αυξήθηκε το 1971 το δηµόσιο χρέος». Και συνέχιζαν:
«Αυξήθηκε κατά 7,7 δισεκατοµµύρια δραχµές το δηµόσιο χρέος της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του 1971. Σύµφωνα µε τα στατιστικά στοιχεία του τελευταίου τεύχους του ∆ελτίου Στατιστικής ∆ηµοσίων Οικονοµικών, κατά το τέλος του 1971 το συνολικό δηµόσιο χρέος ανήλθε σε 71,4 δισ. δραχµές». Από 63,7 που ήταν το 1970!
Με τη σηµείωση ότι µειώθηκε κατά 600 εκατ. δρχ. το χρέος σε ξένο νόµισµα και αυξήθηκε κατά 1,8 δισ. το χρέος σε εγχώριο νόµισµα. Με την πατέντα, που λέγαµε.
Στον «Οικονοµικό Ταχυδρόµο», στις 15.2.1973, τα σηµάδια κατρακύλας της οικονοµίας συνεχίζονται: «Μεταξύ Μαΐου 1971 και 1972 το δηµόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 7.118 εκατ. δρχ. ή σε ποσοστό 10% κι έφθασε στο ύψος των 73.806 εκατ. δρχ.».
«Θυσίες και κόστος»
Το πιο ενδιαφέρον άρθρο όλης εκείνης της εποχής το ξετρυπώσαµε στο «Βήµα». Στις 20.10.1973 υπήρχε πρωτοσέλιδη ανάλυση µε τίτλο «Ο απολογισµός µιας εξαετίας, θυσίες και κόστος». Τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτά τα περί «µηδενικών χρεών» δεν µπορούν να λέγονται ούτε γι’ αστείο. Πιο τρανταχτή διαπίστωση; Ότι στην εξαετία της δικτατορίας το εξωτερικό χρέος έγινε 1,5 φορά µεγαλύτερο απ’ όσο είχε φθάσει σε διάστηµα 145 χρόνων. Από καταβολής ελληνικού κράτους! Ιδού τα σηµαντικότερα αποσπάσµατα:
♦ «∆ιαπιστώθηκε στο προηγούµενο σηµείωµα ότι από τα προβαλλόµενα σαν επιτεύγµατα της οικονοµικής της εξαετίας, η µεν οικονοµική σταθερότητα όχι µόνο δεν εξασφαλίστηκε, αλλά αντίθετα διαταράχθηκε κατά τρόπο επικίνδυνο, η αύξηση του συναλλαγµατικού αποθέµατος είναι εικονική και οφείλεται στο δανεισµό από το εξωτερικό, ο δε ρυθµός αναδιάρθρωσης της οικονοµίας υπήρξε κατώτερος των δαπανών και δυσαναλόγως µικρότερος σε σχέση µε το παρελθόν».
♦ «Η µόνη διαφορά έναντι του παρελθόντος είναι η αποκληθείσα µε µετριοφροσύνη «ταχύρρυθµη ανάπτυξη», δηλαδή η επίτευξη πρόσθετου ρυθµού ανάπτυξης έναντι του παρελθόντος κατά 0,9% τον χρόνο, σύµφωνα µε τα επίσηµα στοιχεία. Ποιες όµως υπήρξαν οι θυσίες για να καταλήξουµε σ’ αυτό το ασήµαντο ποσοτικά και ανεπαρκές ποιοτικά ποσοστό ετήσιας αύξησης του εισοδήµατος;».
♦ «Μια από τις σπουδαιότερες θυσίες της εξαετούς περιόδου που προορίζεται να επηρεάσει δυσµενώς τις εξελίξεις της οικονοµίας στο µέλλον είναι η αύξηση του εξωτερικού χρέους της οικονοµίας. Το συνολικό εξωτερικό χρέος της Ελλάδας όπως είχε διαµορφωθεί µε τις ρυθµίσεις των προπολεµικών χρεών ανερχόταν από το 1821 µέχρι και το 1966 σε 1.110 εκατ. δολάρια περίπου».
♦ «Μέσα σε έξι χρόνια το χρέος αυτό ξεπέρασε τα 2.700 εκατ. δολάρια, χωρίς να υπολογίζονται οι καταθέσεις σε συνάλλαγµα από το εξωτερικό. Ήρκεσαν, δηλαδή, έξι χρόνια για να γίνει το εξωτερικό χρέος της χώρας 1,5 φορά µεγαλύτερο απ’ όσο είχε φθάσει σε διάστηµα 145 χρόνων. Και αυτό για έναν πρόσθετο ρυθµό ετήσιας αύξησης 0,9%».
♦ «Ακόµα και το δηµόσιο εξωτερικό χρέος που από την εθνική ανεξαρτησία ως το 1966 δεν ξεπερνούσε τα 300 εκατοµµύρια δολάρια έφθασε κατά την τελευταία εξαετία τα 700 εκατ. δολάρια, το δε εσωτερικό δηµόσιο χρέος από 32 δισ. δρχ. φθάνει τώρα περίπου τα 80 δισ. Ας σηµειωθεί ότι τώρα µέρος των δανείων του κεντρικού προϋπολογισµού πραγµατοποιείται µέσω Τραπέζης Ελλάδος και δεν εµφανίζεται στους λογαριασµούς του δηµόσιου χρέους»!
Οι πλούσιοι, πλουσιότεροι
Και συνέχιζε η εφηµερίδα στον απολογισµό που έκανε τον Οκτώβριο του 1973 µε το εµπορικό ισοζύγιο: «Η δεύτερη µεγάλη θυσία της ελληνικής οικονοµίας κατά την περίοδο αυτήν υπήρξε η θεαµατική διόγκωση του εµπορικού ισοζυγίου. Το έλλειµµα του εµπορικού ισοζυγίου από 745 εκατ. δολάρια προβλέπεται ότι θα φτάσει τελικά το τέλος του 1973 τα 2.600 εκατ. δολάρια, δηλαδή περίπου θα τετραπλασιασθεί. Εκείνο πάντως που είναι άκρως ανησυχητικό είναι η αλµατική αύξηση των εισαγωγών που από 1.150 δισ. το 1966 προβλέπεται να φθάσει τα 3.500 τουλάχιστον το 1973. Η αύξηση αυτή των εισαγωγών αντανακλά αφενός µεν τον χαµηλό βαθµό ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονοµίας, αφετέρου δε την ανεπάρκεια της εγχώριας παραγωγής».
Στη συνέχεια διαβάζουµε ότι οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι: «Ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας της οικονοµίας περιορίστηκε. Τα συµπτώµατα κερδοσκοπίας εντάθηκαν. Έχει ήδη σηµειωθεί ένταση στην ανισοκατανοµή µε την αύξηση της µερίδας των κερδών έναντι της µερίδας των µισθών στο εθνικό εισόδηµα. Πρέπει να προστεθεί ότι η τελευταία πληθωριστική διαδικασία δεν έθιξε τα υπέρογκα κέρδη της περιόδου αυτής».
Μόλις λίγες εβδοµάδες µετά την πτώση της χούντας, ο οικονοµολόγος Αδαµάντιος Πεπελάσης δηµοσιεύει άρθρο του (2.8.1974), στο οποίο κάνει λόγο για ξεπούληµα της Ελλάδας στα ξένα κεφάλαια από τους Συνταγµατάρχες:
«Η ανάπτυξη της επταετίας είχε αντιλαϊκό χαρακτήρα. Η µεγάλη µάζα δηλαδή επωµίσθηκε το βάρος της ανάπτυξης, καρπώθηκε τα λιγότερα ωφελήµατα κι έφερε το κόστος των διάφορων αντιφατικών και συγκυριακών µέτρων για την προσπάθεια επαναφοράς της οικονοµίας σε σχετική σταθερότητα και ισορροπία. Ιδιαίτερα τα µέτρα των τελευταίων 12 µηνών ήταν εξοντωτικά για τα µικρά εισοδήµατα.
Η άνοδος των τιµών κατά 40%-45% το 1973 (και κατά 9% για το πρώτο εξάµηνο του 1974) υπερκάλυψε την αύξηση των αστικών εισοδηµάτων ενώ το αγροτι κό εισόδηµα άρχισε να συρρικνώνεται σηµαντικά. Οι ξένες παραγωγικές επενδύσεις µειώνονται εντυπωσιακά. Ενώ στην περίοδο 1965-66 εισάγονται 200 εκατ. δολάρια για παραγωγικές επενδύσεις, σ’ όλη την επταετία 1967-1973 εισάγεται πραγµατικά το µισό περίπου της προηγούµενης επταετίας. Τα άλλα ξένα κεφάλαια που εισέρρευσαν ήταν ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ - αγορά γης, οικοπέδων και παρόµοια».
Τελικά, αυτά τα περί «οικονοµικού θαύµατος της χούντας» δεν είναι απλά παραµύθια της Χαλιµάς, αλλά όσοι τα λένε προσπαθούν να βγάλουν λάδι, γκεµπελικά και προκλητικά, µια καταστροφική οικονοµική περίοδο που βάλτωσε τη χώρα σε όλα τα επίπεδα… Και το ότι κάποιοι θέλουνε να ξεχνάνε τόσο εύκολα, είτε επειδή είναι ωφεληµένοι από σκοτεινές περιόδους σαν την εφταετία είτε επειδή έστω είναι ανιστόρητοι, δεν πάει να πει ότι όλοι έχουµε πάθει µαζικό Αλτσχάιµερ και οµαδική τύφλωση…
Κι επειδή καλό είναι τα παραμύθια κάποια στιγμή να τελειώνουν αξίζει να ρίξουμε μια ματιά και στην πραγματικότα.
Οι χουντικοί όχι μόνο δεν παρέδωσαν τη χώρα χωρίς κανένα χρέος αλλά τα είχαν κάνει ...μπάχαλο.
Στο Ποντίκι δημοσιεύθηκε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο για την ...ανάπτυξη της χούντας. Η οποία επί της ουσίας δεν υπήρξε.
“Εκτός κι αν µπορεί να θεωρηθεί επίτευγµα το (απογοητευτικό) +0,9%, τη στιγµή που όλη η Αθήνα χτιζόταν, οι Έλληνες µετανάστες και οι ναυτικοί τόνωναν τις καταθέσεις µε δεκάδες χιλιάδες εµβάσµατα από το εξωτερικό, ενώ η Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 προσπαθούσε να σηκώσει για πρώτη φορά κεφάλι, ύστερα από την Κατοχή, τον Εµφύλιο και την κατάµαυρη δεκαετία του ’50. Μόνο οι υπερεργολάβοι και οι ρουφιάνοι πλούτισαν, λοιπόν, στην οδυνηρή εφταετία σκανδάλων”, σημειώνει το Ποντίκι.
Στη συνέχεια παρουσιάζει μια σειρά από δημοσιεύματα από τη περίοδο της χούντας. Διαβάστε:
“Σύµφωνα µε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, λοιπόν, το 1974 το δηµόσιο χρέος είχε ανέβει στο 20,8% επί του ΑΕΠ, στα 114 δισ. δρχ. εκείνη τη χρονιά, µε τον εσωτερικό κι εξωτερικό δανεισµό να γιγαντώνονται. Το χρέος ξεκίνησε από 37,8 δισ. δρχ. το 1967, ενώ το 1973 ήταν ήδη στα 87 δισ., µε το έλλειµµα στο εµπορικό ισοζύγιο να είναι 4,5 φορές ψηλότερο και τις καταθέσεις, παρά τις διαρκείς τονωτικές ενέσεις των Ελλήνων µεταναστών, να µειώνονται δραµατικά µετά το 1970. Ο πληθωρισµός κάλπαζε, το πραγµατικό εισόδηµα µειωνόταν, οι φόροι έκαναν επέλαση, το ίδιο και η ακρίβεια.
Τζάµπα… εργολάβοι
Ακόµα και µια ελαφριά µείωση του εξωτερικού δανεισµού ήταν τεχνητή, αφού οι εργοληπτικές εταιρείες έπαιρναν τα δάνεια από το εξωτερικό µε εγγύηση ελληνικού ∆ηµοσίου και στη συνέχεια γίνονταν ανάδοχες των δηµόσιων έργων, µε παραχώρηση των δανείων στο ελληνικό κράτος. ∆εκάδες τέτοια δάνεια - συµβάσεις έγιναν και µ’ αυτήν την πατέντα - µετατροπή και το χρέος φαινόταν ως «εσωτερικό». Καραµπινάτη δηµιουργική λογιστική, δηλαδή, του «µυστράκια» Παττακού και τον οµοϊδεατών του.
Από το 1971, λοιπόν, η κατάσταση στην οικονοµία δεν µπορούσε να κρυφτεί άλλο. ∆εν θα ήταν, µάλιστα, υπερβολή να πούµε ότι τότε άρχιζε να χτίζεται πια για τα καλά η λερναία ύδρα του χρέους.
Στις 6.4.1971 οι εφηµερίδες δηµοσιεύουν: «Αύξηση κατά 23,5% σηµείωσε το δηµόσιο χρέος εντός του πρώτου 5µήνου του 1970, έναντι του 1969, κι έφθασε τα 58,3 δισεκατοµµύρια δρχ. τον Μάιο του περασµένου έτους, έναντι 47,2 που ήταν τον Μάιο του 1969, σύµφωνα µε στοιχεία της ΕΣΥΕ».
Στις 22.9.1971 υπάρχει στα «Νέα» οικονοµική ανάλυση του Κωνσταντίνου Κόλµερ, όπου διαβάζουµε ότι «ναι µεν σηµειώθηκε το 1970 µια επιβράδυνση στην αύξηση του ρυθµού αυξήσεως του χρέους στο 12% έναντι 25% του 1969 (σ.σ.: πάλι επί χούντας είχε εκτιναχθεί, δηλαδή), όµως σηµειώθηκε µια ουσιώδης αύξηση του κρατικού δανεισµού µε έντοκα γραµµάτια και διπλασιασµός του δανεισµού σε συνάλλαγµα». Παρατίθενται, µάλιστα, και αποκαλυπτικά στοιχεία για το δηµόσιο χρέος από το 1958, µε πηγή πάντα τη στατιστική υπηρεσία:
∆ΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ ΣΕ ∆ΙΣ. ∆ΡΧ.
1958........................................................3,5
1959........................................................8,0
1960........................................................9,7
1961......................................................11,6
1962......................................................13,1
1963......................................................17,6
1964......................................................21,4
1965......................................................25,4
1966......................................................32,0
1967......................................................37,8
1968......................................................45,3
1969......................................................56,7
1970......................................................63,7
Από το 1966, δηλαδή, που το χρέος ήταν 32 δισ., διπλασιάστηκε µέχρι το 1970 στα 63,7 δισ.
Σύµφωνα, εξάλλου, µε στοιχεία του ∆εκεµβρίου του 1971, υπήρξε «αύξηση των εισαγωγών µ’ έναν ρυθµό 15% περίπου, µε ταυτόχρονη µείωση των εξαγωγών κατά 5%, διαφορά που διεύρυνε το έλλειµµα του εµπορικού ισοζυγίου». Πάτωναν οι εξαγωγές, θέριευαν οι εισαγωγές…
Το 1972 ο Τύπος βοούσε πια για την τραγική κατάσταση της οικονοµίας. Στις 13.9.1972 τα «Νέα» έγραφαν στον τίτλο του ρεπορτάζ τους: «Κατά 7,7 δισ. αυξήθηκε το 1971 το δηµόσιο χρέος». Και συνέχιζαν:
«Αυξήθηκε κατά 7,7 δισεκατοµµύρια δραχµές το δηµόσιο χρέος της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του 1971. Σύµφωνα µε τα στατιστικά στοιχεία του τελευταίου τεύχους του ∆ελτίου Στατιστικής ∆ηµοσίων Οικονοµικών, κατά το τέλος του 1971 το συνολικό δηµόσιο χρέος ανήλθε σε 71,4 δισ. δραχµές». Από 63,7 που ήταν το 1970!
Με τη σηµείωση ότι µειώθηκε κατά 600 εκατ. δρχ. το χρέος σε ξένο νόµισµα και αυξήθηκε κατά 1,8 δισ. το χρέος σε εγχώριο νόµισµα. Με την πατέντα, που λέγαµε.
Στον «Οικονοµικό Ταχυδρόµο», στις 15.2.1973, τα σηµάδια κατρακύλας της οικονοµίας συνεχίζονται: «Μεταξύ Μαΐου 1971 και 1972 το δηµόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 7.118 εκατ. δρχ. ή σε ποσοστό 10% κι έφθασε στο ύψος των 73.806 εκατ. δρχ.».
«Θυσίες και κόστος»
Το πιο ενδιαφέρον άρθρο όλης εκείνης της εποχής το ξετρυπώσαµε στο «Βήµα». Στις 20.10.1973 υπήρχε πρωτοσέλιδη ανάλυση µε τίτλο «Ο απολογισµός µιας εξαετίας, θυσίες και κόστος». Τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτά τα περί «µηδενικών χρεών» δεν µπορούν να λέγονται ούτε γι’ αστείο. Πιο τρανταχτή διαπίστωση; Ότι στην εξαετία της δικτατορίας το εξωτερικό χρέος έγινε 1,5 φορά µεγαλύτερο απ’ όσο είχε φθάσει σε διάστηµα 145 χρόνων. Από καταβολής ελληνικού κράτους! Ιδού τα σηµαντικότερα αποσπάσµατα:
♦ «∆ιαπιστώθηκε στο προηγούµενο σηµείωµα ότι από τα προβαλλόµενα σαν επιτεύγµατα της οικονοµικής της εξαετίας, η µεν οικονοµική σταθερότητα όχι µόνο δεν εξασφαλίστηκε, αλλά αντίθετα διαταράχθηκε κατά τρόπο επικίνδυνο, η αύξηση του συναλλαγµατικού αποθέµατος είναι εικονική και οφείλεται στο δανεισµό από το εξωτερικό, ο δε ρυθµός αναδιάρθρωσης της οικονοµίας υπήρξε κατώτερος των δαπανών και δυσαναλόγως µικρότερος σε σχέση µε το παρελθόν».
♦ «Η µόνη διαφορά έναντι του παρελθόντος είναι η αποκληθείσα µε µετριοφροσύνη «ταχύρρυθµη ανάπτυξη», δηλαδή η επίτευξη πρόσθετου ρυθµού ανάπτυξης έναντι του παρελθόντος κατά 0,9% τον χρόνο, σύµφωνα µε τα επίσηµα στοιχεία. Ποιες όµως υπήρξαν οι θυσίες για να καταλήξουµε σ’ αυτό το ασήµαντο ποσοτικά και ανεπαρκές ποιοτικά ποσοστό ετήσιας αύξησης του εισοδήµατος;».
♦ «Μια από τις σπουδαιότερες θυσίες της εξαετούς περιόδου που προορίζεται να επηρεάσει δυσµενώς τις εξελίξεις της οικονοµίας στο µέλλον είναι η αύξηση του εξωτερικού χρέους της οικονοµίας. Το συνολικό εξωτερικό χρέος της Ελλάδας όπως είχε διαµορφωθεί µε τις ρυθµίσεις των προπολεµικών χρεών ανερχόταν από το 1821 µέχρι και το 1966 σε 1.110 εκατ. δολάρια περίπου».
♦ «Μέσα σε έξι χρόνια το χρέος αυτό ξεπέρασε τα 2.700 εκατ. δολάρια, χωρίς να υπολογίζονται οι καταθέσεις σε συνάλλαγµα από το εξωτερικό. Ήρκεσαν, δηλαδή, έξι χρόνια για να γίνει το εξωτερικό χρέος της χώρας 1,5 φορά µεγαλύτερο απ’ όσο είχε φθάσει σε διάστηµα 145 χρόνων. Και αυτό για έναν πρόσθετο ρυθµό ετήσιας αύξησης 0,9%».
♦ «Ακόµα και το δηµόσιο εξωτερικό χρέος που από την εθνική ανεξαρτησία ως το 1966 δεν ξεπερνούσε τα 300 εκατοµµύρια δολάρια έφθασε κατά την τελευταία εξαετία τα 700 εκατ. δολάρια, το δε εσωτερικό δηµόσιο χρέος από 32 δισ. δρχ. φθάνει τώρα περίπου τα 80 δισ. Ας σηµειωθεί ότι τώρα µέρος των δανείων του κεντρικού προϋπολογισµού πραγµατοποιείται µέσω Τραπέζης Ελλάδος και δεν εµφανίζεται στους λογαριασµούς του δηµόσιου χρέους»!
Οι πλούσιοι, πλουσιότεροι
Και συνέχιζε η εφηµερίδα στον απολογισµό που έκανε τον Οκτώβριο του 1973 µε το εµπορικό ισοζύγιο: «Η δεύτερη µεγάλη θυσία της ελληνικής οικονοµίας κατά την περίοδο αυτήν υπήρξε η θεαµατική διόγκωση του εµπορικού ισοζυγίου. Το έλλειµµα του εµπορικού ισοζυγίου από 745 εκατ. δολάρια προβλέπεται ότι θα φτάσει τελικά το τέλος του 1973 τα 2.600 εκατ. δολάρια, δηλαδή περίπου θα τετραπλασιασθεί. Εκείνο πάντως που είναι άκρως ανησυχητικό είναι η αλµατική αύξηση των εισαγωγών που από 1.150 δισ. το 1966 προβλέπεται να φθάσει τα 3.500 τουλάχιστον το 1973. Η αύξηση αυτή των εισαγωγών αντανακλά αφενός µεν τον χαµηλό βαθµό ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονοµίας, αφετέρου δε την ανεπάρκεια της εγχώριας παραγωγής».
Στη συνέχεια διαβάζουµε ότι οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι: «Ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας της οικονοµίας περιορίστηκε. Τα συµπτώµατα κερδοσκοπίας εντάθηκαν. Έχει ήδη σηµειωθεί ένταση στην ανισοκατανοµή µε την αύξηση της µερίδας των κερδών έναντι της µερίδας των µισθών στο εθνικό εισόδηµα. Πρέπει να προστεθεί ότι η τελευταία πληθωριστική διαδικασία δεν έθιξε τα υπέρογκα κέρδη της περιόδου αυτής».
Μόλις λίγες εβδοµάδες µετά την πτώση της χούντας, ο οικονοµολόγος Αδαµάντιος Πεπελάσης δηµοσιεύει άρθρο του (2.8.1974), στο οποίο κάνει λόγο για ξεπούληµα της Ελλάδας στα ξένα κεφάλαια από τους Συνταγµατάρχες:
«Η ανάπτυξη της επταετίας είχε αντιλαϊκό χαρακτήρα. Η µεγάλη µάζα δηλαδή επωµίσθηκε το βάρος της ανάπτυξης, καρπώθηκε τα λιγότερα ωφελήµατα κι έφερε το κόστος των διάφορων αντιφατικών και συγκυριακών µέτρων για την προσπάθεια επαναφοράς της οικονοµίας σε σχετική σταθερότητα και ισορροπία. Ιδιαίτερα τα µέτρα των τελευταίων 12 µηνών ήταν εξοντωτικά για τα µικρά εισοδήµατα.
Η άνοδος των τιµών κατά 40%-45% το 1973 (και κατά 9% για το πρώτο εξάµηνο του 1974) υπερκάλυψε την αύξηση των αστικών εισοδηµάτων ενώ το αγροτι κό εισόδηµα άρχισε να συρρικνώνεται σηµαντικά. Οι ξένες παραγωγικές επενδύσεις µειώνονται εντυπωσιακά. Ενώ στην περίοδο 1965-66 εισάγονται 200 εκατ. δολάρια για παραγωγικές επενδύσεις, σ’ όλη την επταετία 1967-1973 εισάγεται πραγµατικά το µισό περίπου της προηγούµενης επταετίας. Τα άλλα ξένα κεφάλαια που εισέρρευσαν ήταν ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ - αγορά γης, οικοπέδων και παρόµοια».
Τελικά, αυτά τα περί «οικονοµικού θαύµατος της χούντας» δεν είναι απλά παραµύθια της Χαλιµάς, αλλά όσοι τα λένε προσπαθούν να βγάλουν λάδι, γκεµπελικά και προκλητικά, µια καταστροφική οικονοµική περίοδο που βάλτωσε τη χώρα σε όλα τα επίπεδα… Και το ότι κάποιοι θέλουνε να ξεχνάνε τόσο εύκολα, είτε επειδή είναι ωφεληµένοι από σκοτεινές περιόδους σαν την εφταετία είτε επειδή έστω είναι ανιστόρητοι, δεν πάει να πει ότι όλοι έχουµε πάθει µαζικό Αλτσχάιµερ και οµαδική τύφλωση…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου