Ακύρωση του χρέους ή φορολόγηση του κεφαλαίου: Τί να διαλέξουμε;



Με αφορμή την έκδοση δύο σημαντικών βιβλίων: «Το Χρέος, 5.000 χρόνια ιστορίας» και  «Το Κεφάλαιο στον εικοστό πρώτο αιώνα»  ο ιστότοπος Mediapart οργάνωσε  μια συνάντηση των συγγραφέων τους, δηλαδή τον David Graeber και τον Thomas Piketty. Οι σχετικές συζητήσεις  είναι αναρτημένες στον ιστοτόπο της αντίστοιχης ηλεκτρονικής εφημερίδας[1].
Πώς να βγούμε από το χρέος, αυτό το κεντρικό ζήτημα που τίθεται στην εισαγωγή μας για αυτό το διάλογο βρίσκεται στο επίκεντρο της σκέψης και της δράσης μας. Αυτός είναι ο λόγος που θέλουμε να δώσουμε μια εποικοδομητική συνέχεια στις ανταλλαγές απόψεων, προτείνοντας το παρακάτω κείμενο, αποτέλεσμα ενός συλλογικού προβληματισμού που αποσαφηνίζει, σχολιάζει, θέτει ερωτήματα και κριτικάρει τις γνώμες και τα επιχειρήματα που προώθησαν οι δύο συγγραφείς. 

Ακύρωση του χρέους ή φορολόγηση του κεφαλαίου;
Οι ανταλλαγές απόψεων μεταξύ των T. Piketty και D. Graeber περιστρέφονται γύρω από τα συγκριτικά  πλεονεκτημάτα της φορολόγησης του κεφαλαίου και της αποκήρυξης του δημόσιου χρέους.

Ο D. Graeber, στηριζόμενος σε μια πανέμορφη, ιστορική και ανθρωπολογική επιστημονική γνώση, υπογραμμίζει ότι η ακύρωση του συνόλου ή μέρους του χρέους, ιδιωτικού ή δημοσίου, είναι ένα επαναλαμβανόμενο σχήμα των ταξικών αγώνων εδώ και 5.000 χρόνια. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το χρέος είναι ένας κεντρικός μηχανισμός της καπιταλιστικής κυριαρχίας σήμερα, δεν βλέπει κανένα λόγο για τον οποίο θα πρέπει να είναι διαφορετικά στο μέλλον.

Ο T. Piketty, εκτιμά από την πλευρά του ότι μπορούμε να πετύχουμε μια σημαντική μείωση του βάρους των χρεών μέσω ενός φορολογικού μηχανισμού των μεγάλων περιουσιών ο οποίος θα ήταν κοινωνικά δικαιότερος, εφόσον απέφευγε να χτυπήσει τους μικρούς και μεσαίους κατόχους ομολόγων (όπως αμοιβαίων κεφαλαίων τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών).
Χωρίς οι δυο συνομιλητές να το διευκρινίσουν, μπορούμε μάλλον να αποδώσουμε τη διαφωνία τους σε αντίθετες φιλοσοφικές και πολιτικές καταβολές. Για τον Graeber, με αναρχική παράδοση, η διαγραφή του χρέους είναι προτιμότερη, επειδή δεν χρειάζεται  αναγκαστικά να υποστηρίξει το εθνικό κράτος, πόσο μάλλον ένα υπερεθνικό όργανο. Η διαγραφή  μπορεί να επιτευχθεί  με την άμεση δράση των οφειλετών ( πρβλ. το σχέδιο « strike debt »[2] όπως προτείνεται από την Occupy Wall Street στις Ηνωμένες Πολιτείες) ή από τη λαϊκή πίεση προς τη κυβέρνηση. Για τον Piketty, με σοσιαλδημοκρατική παράδοση, χρειάζεται μια παγκόσμια φορολόγηση του κεφαλαίου και  ορισμένα εθνικά φορολογικά μέτρα που θεσπίστηκαν από μεταρρυθμιστικές κυβερνήσεις επιτρέπουν ήδη μια τέτοια έκβαση.

Μελετώντας τα επιχειρήματα και των δύο συγγραφέων, πιστεύουμε ότι δεν είναι απαραίτητο να επιλέξουμε μεταξύ της φορολογίας του κεφαλαίου και της διαγραφής του χρέους, αλλά ότι είναι δίκιο να εφαρμοστούν και τα δύο μέτρα ταυτόχρονα. 

Ακύρωση του χρέους: ένα κοινωνικά άδικο μέτρο;
Ο T. Piketty απορρίπτει την ακύρωση του χρέους με την αιτιολογία ότι οι πιστωτές είναι ως επί το πλείστον μικροί επενδυτές που θα ήταν άδικο να χρεωθούν, ενώ οι πλούσιοι επένδυσαν μόνο ένα μικρό μέρος του ενεργητικού τους σε τίτλους του δημόσιου χρέους. Απαντάμε ότι ο λογιστικός έλεγχος του χρέους που προτείνουμε δεν περιορίζεται μόνο στην ταυτοποίηση του νόμιμου χρέους (δηλαδή, χρέος στην υπηρεσία του δημοσίου συμφέροντος), αλλά επίσης στην ταυτοποίηση με ακρίβεια των πιστωτών, προκειμένου να μπορέσουμε να τους αντιμετωπίσουμε με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την ιδιότητα τους και του διατιθέμενου ποσού. Στην πράξη, η αναστολή  πληρωμών   είναι ο καλύτερος τρόπος να γνωρίζουμε ακριβώς τι ανήκει σε ποιόν, επειδή οι ​​κάτοχοι τίτλων αναγκάζονται να βγουν από την ανωνυμία. 

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Γαλλίας, τον Απρίλιο του 2013, το εμπορεύσιμο χρέος του κράτους στη Γαλλία ανήκει με 61,9% σε μη μόνιμους κατοίκους, κυρίως θεσμικούς επενδυτές (τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, συνταξιοδοτικά ταμεία, αμοιβαία κεφάλαια κλπ). Από  το υπόλοιπο 38,1% που κρατείται από τους κατοίκους, η μερίδα του λέοντος ανήκει στις  τράπεζες (που κατέχουν το 14% του γαλλικού δημοσίου χρέους), στις ασφαλιστικές και άλλες διαχειρίστριες εταιρίες περιουσιακών στοιχείων[3]. Οι μικρομέτοχοι (οι οποίοι διαχειρίζονται άμεσα το χαρτοφυλάκιο των χρεογράφων τους) δεν αντιπροσωπεύουν παρά μόνο μια μικρή μειοψηφία των κατόχων του δημόσιου χρέους. Στη περίπτωση μιας ακύρωσης του δημόσιου χρέους, θα πρέπει να προστατευτούν οι μικροί επενδυτές, οι οποίοι έχουν τοποθετήσει τις αποταμιεύσεις τους σε δημόσια ομόλογα, καθώς και οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι οι οποίοι είδαν κάποιες από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης τους (συντάξεις, ανεργία, ασθένεια, οικογένεια) να τοποθετούνται  από τα ιδρύματα ή τους διοικητικούς οργανισμούς στον ίδιο τύπο τίτλων.

Η ακύρωση των παράνομων χρεών πρέπει να υποστηρίζεται από τα μεγάλα ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τα πλουσιότερα νοικοκυριά. Το υπόλοιπο του χρέους θα πρέπει να αναδιαρθρωθεί έτσι ώστε να μειωθεί δραστικά τόσο το απόθεμα όσο και το βάρος του χρέους. Η μείωση / αναδιάρθρωση μπορεί ιδίως να βασίζεται στον φόρο της περιουσίας των πλουσιότερων όπως συζητήθηκε από τον T. Piketty[4]. Η ακύρωση των παράνομων χρεών και η μείωση / αναδιάρθρωση του υπόλοιπου του χρέους πρέπει να γίνουν μαζί. Μια ευρεία δημοκρατική συζήτηση πρέπει να αποφασίσει το όριο μεταξύ των μικρών και μεσαίων επενδυτών που πρέπει να αποζημιωθούν και των μεγάλων που μπορούν να απαλλοτριωθούν.  Θα μπορούσε δηλαδή να εφαρμοστεί ένας κλιμακωτός φόρος επί του κεφαλαίου, χτυπώντας σκληρά τις πολύ μεγάλες περιουσίες, αυτές του 1% των πλουσιότερων για τις οποίες ο  T. Piketty απέδειξε ότι διαθέτουν σήμερα περισσότερο από το ένα τέταρτο του συνολικού πλούτου στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες[5]. Αυτή η εισφορά που θα εισπραχθεί μόνο εφ άπαξ θα επιτρέψει την εκκαθάριση του συνόλου των δημόσιων χρεών. Στη συνέχεια, μια πολύ κλιμακωτή φορολογία των εισοδημάτων και του κεφαλαίου θα εμποδίσει την επανεμφάνιση των κληρονομικών ανισοτήτων για τις οποίες ο Piketty ορθώς πιστεύει ότι είναι μη συμβατές  με τη δημοκρατία. 

Παραγραφή του χρέους: προς όφελος ποίου;
Αν δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε τον T. Piketty όταν λέει ότι η ακύρωση του χρέους «δεν είναι καθόλου μια προοδευτική λύση», ωστόσο, έχει δίκιο να αμφισβητήσει το είδος της μερικής ακύρωσης των χρεών όπως σχεδιάστηκε από την Τρόικα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΕΚΤ και ΔΝΤ ) για την Ελλάδα το Μάρτιο του 2012. Η διαγραφή αυτή συνοδεύτηκε από μέτρα που συνιστούν παραβίαση των οικονομικών, κοινωνικών, και πολιτικών δικαιωμάτων του ελληνικού λαού, ώθησαν ακόμα περισσότερο την Ελλάδα σε κατήφορο σπιράλ.  Επρόκειτο για ένα βρώμικο τέχνασμα που σχεδιάστηκε για να επιτραπεί στις ξένες ιδιωτικές τράπεζες (κυρίως γαλλικές και γερμανικές) να αποδεσμευτούν περιορίζοντας τις ζημιές τους,  στις  ελληνικές ιδιωτικές τράπεζες να ανακεφαλαιωθούν σε βάρος του Δημοσίου, και στη Τρόικα να ενισχύσει με μόνιμο τρόπο την επικυριαρχία  της επάνω στην Ελλάδα. Ενώ το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα ήταν 130% του ΑΕΠ το 2009 και 157% το 2012, μετά τη μερική διαγραφή του χρέους, έφθασε σε νέα κορυφή το 2013:   175%! Το ποσοστό ανεργίας που ήταν 12,6% το 2010 ανήλθε σε 27% το 2013 (50% για τα άτομα κάτω των 25 ετών). Με τον T. Piketty αρνούμαστε αυτόν τον τύπο «κουρέματος» που πρεσβεύει το ΔΝΤ, που στοχεύει να κρατήσει ζωντανό το θύμα για να είναι σε θέση να το αιμορραγήσει πάλι και πάντα περισσότερο. Η ακύρωση ή αναστολή πληρωμής του χρέους πρέπει να αποφασιστεί από τη χώρα οφειλέτη, με τους δικούς της όρους, για να της δώσει μια πραγματική ανάσα φρέσκου αέρα (όπως έγινε για παράδειγμα στην Αργεντινή μεταξύ 2001 και 2005 και στον Ισημερινό κατά την περίοδο 2008-2009). 

Το χρέος και η ανισότητα του πλούτου δεν είναι τα μόνα προβλήματα
Οι Graeber και Piketty δεν συμφωνούν στο εάν είναι  το χρέος ή η ανισότητα των περιουσιακών στοιχείων ο κύριος πολιτικός στόχος. Αλλά για μας, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες μας δεν περιορίζονται στο πρόβλημα του δημόσιου χρέους ούτε στις ανισότητες των ιδιωτικών περιουσιών. Καταρχήν, αξίζει να θυμίσουμε   -  και ο Graeber το κάνει συστηματικά -  ότι υπάρχει ένα εξίσου ή και μεγαλύτερο ιδιωτικό χρέος από ο,τι το δημόσιο[6],  και ότι η απότομη αύξηση του τελευταίου εδώ και πέντε χρόνια οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μετατροπή των ιδιωτικών χρεών, μεταξύ άλλων των τραπεζών, σε δημόσια χρέη. Ύστερα, και προπαντός, πρέπει να τεθεί το ζήτημα του χρέους μέσα στο συνολικό πλαίσιο του οικονομικού συστήματος που το παράγει και του οποίου αποτελεί μόνο μία πτυχή.

Για μάς, η φορολογία του κεφαλαίου και η ακύρωση των παράνομων χρεών πρέπει να είναι μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος πρόσθετων μέτρων που θα επιτρέψουν την έναρξη μιας μετάβασης σε ένα μετα-καπιταλιστικό και μετα-παραγωγικό μοντέλο. Ένα τέτοιο πρόγραμμα, το οποίο θα πρέπει να έχει ευρωπαϊκή διάσταση, που θα ξεκινήσει η εφαρμογή του σε μία ή περισσότερες χώρες, θα πρέπει μεταξύ άλλων να περιλαμβάνει την εγκατάλειψη των πολιτικών της λιτότητας, την γενικευμένη μείωση του χρόνου εργασίας με αντισταθμιστικές προσλήψεις και διατήρηση του μισθού, την κοινωνικοποίηση του τραπεζικού τομέα, μια συνολική φορολογική μεταρρύθμιση, μέτρα για τη διασφάλιση της ισότητας των φύλων και την υλοποίηση μιας συγκεκριμένης μεταβατικής οικολογικής πολιτικής.

Ο Graeber επικεντρώνεται στην ακύρωση του χρέους, γιατί πιστεύει, όπως και εμείς, ότι πρόκειται για  ένα πολιτικό στόχο, χωρίς να  ισχυρίζεται ότι αυτό το μέτρο αρκεί από μόνο του προς  μια ριζικά αντι-καπιταλιστική προοπτική ισότητας. Η κύρια κριτική που θα μπορούσαμε  να κάνουμε στον Thomas Piketty είναι ότι πιστεύει ότι η λύση του μπορεί να λειτουργήσει παραμένοντας στα πλαίσια του σημερινού συστήματος. Προτείνει ένα προοδευτικό φόρο επί του κεφαλαίου για την αναδιανομή του πλούτου και την διατήρηση της δημοκρατίας, αλλά δεν αμφισβητεί τις συνθήκες υπό τις οποίες παράγονται αυτά τα πλούτη και τις συνέπειες που απορρέουν από αυτά. Η απάντησή του γιατρεύει μία από τις συνέπειες της λειτουργίας του σημερινού οικονομικού συστήματος, χωρίς να αντιμετωπίζει την πραγματική αιτία του προβλήματος. Κατ 'αρχάς, ας δεχτούμε ότι καταφέρνουμε μέσω ενός συλλογικού αγώνα μια φορολόγηση του κεφαλαίου. Τα έσοδα από αυτόν τον φόρο κινδυνεύουν σε μεγάλο βαθμό να χαθούν για να πληρωθούν παράνομα χρέη, αν αυτά δεν έχουν ακυρωθεί. 
  
Αλλά προπαντός, δεν μπορούμε να αρκεστούμε  σε μια πιο δίκαιη κατανομή του πλούτου, εφόσον αυτός παράγεται από ένα αρπακτικό σύστημα που δεν σέβεται ούτε τους ανθρώπους και ούτε τις μικρές περιουσίες, και επιταχύνει ασταμάτητα την αμείλικτη καταστροφή των οικοσυστημάτων. Το κεφάλαιο δεν είναι ένας απλός «συντελεστής παραγωγής» που «παίζει χρήσιμο ρόλο» και αξίζει επομένως «φυσικά» μια παραγωγικότητα του 5%, όπως τα λέει ο Piketty, είναι, κυρίως μια κοινωνική σχέση που χαρακτηρίζεται από την επιβουλή των εχόντων της μοίρας των κοινωνιών.   
Το καπιταλιστικό σύστημα, ως τρόπος παραγωγής είναι η πηγή όχι μόνο αβάστακτων κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά και η αιτία της καταστροφής του πλανητικού οικοσυστήματος, της λεηλασίας των κοινών αγαθών, της δημιουργίας και διατήρησης των σχέσεων κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, της αποξένωσης του ανθρώπου από το προϊόν της εργασίας του, της λογικής μίας συσσώρευσης που καταδικάζει την ανθρωπότητα να στοιχειώνεται  με την εμμονή απόκτησης υλιστικών αγαθών και να ξεχνά  το α-υλιστικό που όμως μας κατέχει.

Το μεγάλο ζήτημα που δεν θέτει ο Piketty, αλλά που είναι οφθαλμοφανές για όποιον παρατηρεί τις σχέσεις εξουσίας στις κοινωνίες μας και την επιβουλή της οικονομικής ολιγαρχίας στα Κράτη, είναι το εξής: ποια κυβέρνηση, ποιό G20 θα αποφασίσει για ένα παγκόσμιο κλιμακωτό φόρο επί του κεφαλαίου, χωρίς πρώτα να έχουν επιβάλει ισχυρά κοινωνικά κινήματα τη διάλυση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αγοράς και την ακύρωση των δημόσιων χρεών, τα βασικά εργαλεία της σημερινής εξουσίας της ολιγαρχίας;

Όπως ο David Graeber, πιστεύουμε ότι θα πρέπει να απαιτηθεί η ακύρωση των χρεών κάτω από τον «παλμό των κοινωνικών κινημάτων». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δρούμε στα πλαίσια  της ομάδας του λογιστικού ελέγχου (CAC[7]) έτσι ώστε η ακύρωση του παράνομου χρέους να είναι το αποτέλεσμα ενός λογιστικού ελέγχου όπου οι πολίτες συμμετέχουν ως δρώντες. Εξ άλλου, είμαστε σκεπτικοί στο εάν «ο σημερινός τρόπος παραγωγής βασίζεται περισσότερο σε ηθικές και λιγότερο  σε οικονομικές αρχές», επειδή «ο νεοφιλελευθερισμός ευνόησε την πολιτική και την ιδεολογία παρά την οικονομία». Για εμάς, δεν υπάρχει αντίθεση μεταξύ των τριών αυτών πεδίων, αλλά υπάρχει ένα σύστημα, ο νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος τα ενώνει με τον τρόπο του. 

Ο νεοφιλελευθερισμός δεν ευνόησε την πολιτική και την ιδεολογία σε βάρος της οικονομίας, αλλά τις χρησιμοποίησε και τις έθεσε στην υπηρεσία της αναζήτησης του μέγιστου ιδιωτικού κέρδους, με κάποια επιτυχία μέχρι στιγμής, αν κρίνουμε βάσει των στοιχείων που παρέχονται από τον Piketty στο βιβλίο του. Βέβαια, αυτό το σύστημα δημιούργησε τερατώδεις ανισορροπίες   - συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτικών και δημόσιων χρεών -  και δεν είναι συμβατό μεσοπρόθεσμα με μια χειραφετημένη κοινωνία.

Πέρα από τις διαφορές  - δευτερεύουσες με τον Graeber, πιο βαθιές με τον Piketty-   που μόλις εξηγήσαμε, είμαστε πρόθυμοι να πάρουμε μαζί τον δρόμο προς την ακύρωση των παράνομων χρεών και την κλιμακωτή  φορολόγηση του κεφαλαίου. Όταν θα φτάσουμε σε σταυροδρόμι όπου ένας από τους δρόμους θα δείξει την έξοδο από τον καπιταλισμό, τότε θα υποχρεωθούμε, όλοι μαζί, να συνεχίσουμε τη συζήτηση, αντλώντας διδάγματα από την εμπειρία του δρόμου που θα έχουμε διανύσει.


[2] Δείτε τον ιστοτόπο www.strikedebt.org     
[3] Reuter, « Οι 50 μεγαλύτεροι πιστωτές του γαλλικού χρέους» http://fr.reuters.com/article/companyNews/idFRL5E7N51QI20111228 , 28 Δεκεμβριου 2011.
[4] T. Piketty, Le capital au XXIe siècle, Le Seuil, 2013, p. 887.
[5] T. Piketty, idem, p. 556.
[6] Το 2011, στην Ευρωζώνη, το ακαθάριστο χρέος των κρατών αντιπροσώπευε το 82% του ΑΕΠ, το χρέος των νοικοκυριών το 61 %, το χρέος των μη χρηματοπιστωτικών εταιριών το 96 % και το χρέος των χρηματοπιστωτικών εταιριών το 333 % (Database της Morgan Stanley : http://www.ecb.int/stats/money/aggregates/bsheets/html/outstanding_amounts_index.en.html
[7] Δείτε τον ιστοτόπο του CAC : http://www.audit-citoyen.org/

* Ο Thomas Coutrot είναι μέλος του επιστημονικού Συμβουλίου της Attac, ο Patrick Saurin είναι ένας από τους εκπροσώπους του SUD BPCE και ο Éric Toussaint είναι Πρόεδρος του CADTM Βελγίου.

ΠΗΓΗ

Σχόλια