Ενώ δικαίως μας απασχολεί πόσα χρήματα διασπάθισαν εδώ και δεκαετίες οι δωρολήπτες πολιτικοί και λειτουργοί του κράτους –και είναι χωρίς αμφιβολία πάρα πολλά– ελάχιστοι ασχολούνται με τις αθρόες προσλήψεις και τους διορισμούς που έκαναν οι πολιτικοί και τα κόμματα στο Δημόσιο, χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο για την εύρυθμη λειτουργία του και χωρίς αξιοκρατικά κριτήρια.
Ελάχιστοι έχουν ασχοληθεί συστηματικά με το θέμα αυτό, παρά το γεγονός ότι οι διορισμοί στο Δημόσιο μέσω των κομματικών ή πελατειακών δικτύων παραμένει το μεγαλύτερο σκάνδαλο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας...
με άμεσο αυτουργό το πολιτικό σύστημα και συνεργούς τους διορισθέντες υπαλλήλους. Αν όμως σκεφτούμε τι τελικά κόστισαν και κοστίζουν οι ρουσφετολογικοί διορισμοί στη χώρα θα συνειδητοποιήσουμε ότι οι μίζες της Siemens, των προμηθευτών όπλων και δεκάδων άλλων προμηθευτών του
Δημοσίου ήταν σταγόνα μπροστά στον ωκεανό της δημόσιας σπατάλης.
Πόσο κοστίζει στον έλληνα πολίτη κάθε ρουσφετολογική πρόσληψη στο Δημόσιο; Οι υπολογισμοί μας θα πρέπει κατ’ αρχάς να λάβουν υπόψη τους το αποδεκτό από έγκυρες πηγές της ασφαλιστικής κυρίως αγοράς ή διεθνών οργανισμών μέσο προσδόκιμο ζωής (ανδρών και γυναικών). Αυτό είναι σήμερα, σύμφωνα με το έγκυρο περιοδικό Lancet, για την Ελλάδα περίπου το 79ο έτος της ηλικίας (http://tiny.cc/rlt1zw). Το 2013 η δαπάνη μισθοδοσίας των επισήμως απασχολουμένων στο Δημόσιο (στοιχεία γενικής κυβέρνησης) ανέρχεται σε 24 δισ. ευρώ (το 2009 ανήλθε σε 31 δισ. ευρώ). Ο αριθμός τους σήμερα ανέρχεται περίπου σε 900.000, υπολογίζοντας και τους εργαζομένους στα υπό κρατικό έλεγχο νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, που συμμετέχουν στο δημόσιο έλλειμμα. Συνεπώς, ο μέσος ακαθάριστος μισθός ενός απασχολούμενου στο Δημόσιο το 2013 κυμαίνεται περίπου σε 27.000 ευρώ (ενώ το 2009 άγγιζε τις 32.000 ευρώ). Ο υπολογισμός εξυπακούεται ότι αναφέρεται σε ακαθάριστους μισθούς (χωρίς να συνυπολογίζονται οι υπερωρίες). Σ’ αυτό το ποσό θα πρέπει να προσθέσουμε τις ασφαλιστικές εισφορές που πληρώνει το Δημόσιο και οι φορείς του για τους υπαλλήλους του, ποσό που αγγίζει κατά μέσο όρο περίπου τις 3.000 ευρώ ανά υπάλληλο. Κανονικά, για να είναι ακριβέστερος προς τα πάνω ο υπολογισμός του αληθινού κόστους κάθε υπαλλήλου για τον προϋπολογισμό θα έπρεπε στα παραπάνω ποσά να προστεθούν και τα λειτουργικά κόστη που επιμερίζονται σε κάθε δημόσιο υπάλληλο (fully loaded cost).
Οι υπάλληλοι του κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα την τελευταία τριακονταετία εργάστηκαν πριν συνταξιοδοτηθούν κατά μέσο όρο λιγότερο από 25 χρόνια έκαστος. Στα χρόνια αυτά μάλιστα συνυπολογίσθηκε πλασματικώς, με την άμεση συνέργεια του πολιτικού συστήματος, και ο απολεσθείς χρόνος των απεργιών του Δημοσίου που έχει υπολογισθεί ότι για τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες ξεπερνά τις 1.500 ημέρες ή περίπου 6 εργάσιμα χρόνια (αφαιρουμένων των μη εργασίμων ημερών). Εάν λοιπόν κάποιος προσλήφθηκε στο Δημόσιο σε ηλικία 24 ετών και συνταξιοδοτήθηκε στα 49 του έτη, θα λαμβάνει σύνταξη για τριάντα τουλάχιστον χρόνια. Λόγω αδυναμίας εξεύρεσης των στοιχείων δεν έχουμε λάβει υπόψη ότι σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχει νεότερος σύζυγος που και μετά τον θάνατο του δικαιούχου λαμβάνει για πολλά ακόμη έτη μειωμένη σύνταξη ή τις ειδικές περιπτώσεις «νησίδων υπερτροφικής προστασίας» του συνταξιοδοτικού συστήματος –κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση της έκθεσης Σπράου–, όπου κάποιοι κατιόντες του ασφαλισμένου λαμβάνουν με νόμο πλήρη σύνταξη χωρίς να χρειαστεί να εργαστούν ποτέ στη ζωή τους (ενήλικες άγαμες θυγατέρες στρατιωτικών, δικαστικών υπαλλήλων κ.ο.κ.).
Η συνταξιοδοτική δαπάνη του προϋπολογισμού για 440 χιλ. περίπου συνταξιούχους δημοσίους υπαλλήλους ήταν 6,58 δισ. ευρώ το 2012, δηλαδή περίπου 15.000 ευρώ ανά συνταξιούχο. Σε σημερινές τιμές λοιπόν ένας δημόσιος υπάλληλος κόστισε στο κράτος κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα ποσά:
(α) Κατά τον εργάσιμο βίο του (25x30.000=) 750.000 ευρώ, (β) κατά τη συνταξιοδότησή του έλαβε εφάπαξ που κατά μέσο όρο κυμαινόταν στις 75.000 ευρώ και (γ) κατά το διάστημα του συντάξιμου βίου του εισέπραξε κατ’ ελάχιστον (30x15.000=) 450.000 ευρώ. Συνολικά δηλαδή έλαβε τουλάχιστον 1.275.000 ευρώ.
Θυμίζουμε ότι το 1956 το σύνολο των απασχολουμένων στον δημόσιο τομέα δεν ξεπερνούσε τις 150.000, αριθμός που κατά τον Βαρβαρέσο θα κατέληγε εις βάρος της οικονομίας1. Το πολιτικό σύστημα δεν άκουσε τις ορθότατες υποδείξεις Βαρβαρέσου με αποτέλεσμα το 1974 ο αριθμός των απασχολουμένων στο Δημόσιο να ανέρχεται σε 270.000, για να αγγίξει το 1981 τις 390.000. Οι αθρόες προσλήψεις της οκταετίας 1981-1989 σχεδόν διπλασίασαν τον αριθμό των απασχολουμένων στον δημόσιο τομέα, οι οποίοι στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ανέρχονταν σε 800.000 περίπου2. Έτσι το ποσοστό του Δημοσίου στο ΑΕΠ από 38,4% το 1975 έφθασε να αγγίζει το 70% το 1988, γεγονός που με άλλα λόγια σήμαινε ότι υπήρξε μια τεράστια σε μέγεθος μεταφορά πόρων από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα η οποία είχε ως αποτέλεσμα την εκμηδένιση της οικονομικής ανάπτυξης και την υπονόμευση της παραγωγικότητας της χώρας. Η πενταετία Καραμανλή πρόσθεσε επιπλέον 120.000 δημοσίους υπαλλήλους, για να φθάσει η χώρα το 2011 να αριθμεί πλέον του ενός εκατομμυρίου απασχολούμενων στον δημόσιο τομέα.
Επιστρέφοντας στους υπολογισμούς μας: το κράτος το 1981 λειτουργούσε με λιγότερους από 400.000 υπαλλήλους και το 2011 με περισσότερους από 1.000.000. Ο δημόσιος τομέας το 1981 δεν είχε υπολογιστές, μηχανοργάνωση, βάσεις δεδομένων, ηλεκτρονικά δίκτυα και διαδίκτυο. Ο δημόσιος τομέας το 2011 τα είχε όλα αυτά με το παραπάνω και επιπλέον 600.000 υπαλλήλους. Από αυτούς δεν χρειαζόμαστε τουλάχιστον 400.000. Μας τους επέβαλε το πελατειακό και κομματικό κράτος για να διαιωνίσει την εξουσία του. Αυτοί, σύμφωνα με τους παραπάνω απολύτως μετριοπαθείς υπολογισμούς, θα στοιχίσουν (1.275.000 x 400.000=) 510 δισ. ευρώ τουλάχιστον ή μιάμιση φορά το δημόσιο χρέος της χώρας, ποσό που προστίθεται στα υπέρογκα επίσης ποσά που για τους ίδιους λόγους επιβάρυναν τις προηγούμενες δεκαετίες την οικονομία μας και προήλθαν από την καταλήστευση του μόχθου των φορολογουμένων και από δανεισμό.
Τον Νοέμβριο του 2010 ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο απολύσεων στο Δημόσιο. Τότε το ποσοστό ανεργίας ήταν ακόμη στο 14% περίπου και ο αριθμός των ανέργων δεν ξεπερνούσε τους 700 χιλιάδες. Σήμερα το ποσοστό ανεργίας έχει εκτιναχθεί στο 27,6% και ο αριθμός των ανέργων ξεπερνά τα 1,3 εκατομμύρια. Εάν από το 2010 είχαν απολυθεί 200.000 δημόσιοι υπάλληλοι θα είχαν εξοικονομηθεί περισσότερα από 20 δισ. ευρώ, το κράτος θα είχε δώσει τα 8 δισ. ευρώ που χρωστά στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, δεν θα είχαν κλείσει 100.000 επιχειρήσεις και τουλάχιστον 600.000 σημερινοί άνεργοι θα είχαν ακόμη τη δουλειά τους. Σκεφτείτε ότι το μέσο κόστος του απασχολουμένου στο Δημόσιο ανέρχεται σε 180% του μέσου κόστους του εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα. Ο μέσος συντελεστής φορολογίας εισοδήματος των υπαλλήλων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είναι περίπου 20%. Μετά την επιστροφή στο κράτος του φόρου του δικού του υπαλλήλου το καθαρό κόστος αυτού ανέρχεται σε 152% του κόστους του εργαζομένου στον ιδιωτικό τομέα (180% -20% x 180%). Συνεπώς για να πληρωθεί ένας δημόσιος υπάλληλος πληρώνουν φόρο 7,5 ιδιωτικοί υπάλληλοι (152% : 20%) άρα για τους 900.000 χιλιάδες χρειαζόμαστε 6.750.000 ιδιωτικούς υπαλλήλους που βεβαίως δεν υπάρχουν. Αυτός είναι ο λόγος που καταρρέει η ελληνική οικονομία υπό το δυσβάσταχτο βάρος του Δημοσίου, κλείνουν μαζικά οι επιχειρήσεις, αυξάνονται οι φόροι σ’ ένα φαύλο κύκλο που τροφοδοτεί ακόμη μεγαλύτερη ύφεση και οδηγούνται μαζικά στην ανεργία οι ιδιωτικοί υπάλληλοι. Αυτό είναι το βαρύτατο τίμημα της αντίστασης που προβάλλει στις απολύσεις στον δημόσιο τομέα το πολιτικό πελατειακό σύστημα. Σε 3 με 4 χρόνια θα έχει χαθεί ένα ολόκληρο ΑΕΠ για τη χώρα εξαιτίας της υψηλής ανεργίας χωρίς κανείς να υπολογίσει τις απρόβλεπτες κοινωνικές εντάσεις που θα δημιουργηθούν.
Γι’ αυτό λοιπόν εκείνο που σήμερα θα έπρεπε κυρίως να μας απασχολεί είναι το διαχρονικό σκάνδαλο των κομματικών διορισμών και ρουσφετολογικών προσλήψεων στο Δημόσιο –σκάνδαλο απείρως μεγαλύτερο από όλα τα άλλα μαζί–, το οποίο συντέλεσε καθοριστικά στην οικονομική καταστροφή της χώρας και στην υπονόμευση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης. Οι δυσμενέστερες συνέπειες δεν ήταν όμως οικονομικές: στην Ελλάδα του 20ού αιώνα ο αναξιοκρατικός μέσω του κόμματος ή του βουλευτή διορισμός στο Δημόσιο κατέστη κοινωνικά αποδεκτός αφού με τον μηχανισμό αυτό το πολιτικό σύστημα μείωνε ανορθόδοξα την ανεργία και διαιώνιζε την κυριαρχία του. Κάποτε, συνειδητοποιώντας αυτή τη συλλογική παράνοια, ο Λεωνίδας Κύρκος στηλιτεύοντας το κρατικιστικό παρελθόν της Αριστεράς χαρακτήρισε την υπερβολική συγκέντρωση του κράτους και τον διορισμό στο Δημόσιο «βάθρο του συντηρητισμού της κοινωνίας και πολεμικό αντίπαλο των νέων ιδεών της Αριστεράς»3.
Οι μαζικοί, αναξιοκρατικοί και ρουσφετολογικοί διορισμοί στο Δημόσιο συντέλεσαν πρωτίστως στην καταβαράθρωση της ελληνικής κοινωνίας μέσω της αλλαγής του αξιακού της προτύπου, οδήγησαν στον εξευτελισμό των αξιών της ατομικής ευθύνης, της τιμιότητας, του φιλότιμου, της αξιοκρατίας, της σκληρής εργασίας και στην αντικατάστασή τους με τις λογικές της ελάχιστης προσπάθειας, της πονηρίας, του γρήγορου πλουτισμού και της χωρίς προϋποθέσεις κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης.
* Ο Τάσος Αβραντίνης είναι αντιπρόεδρος της Δράσης και δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Αθηναίων.
1 Βλ. την έκθεση του Κ. Βαρβαρέσου για την
ελληνική οικονομία το 1952 με τίτλο «Έκθεσις επί του οικονομικού
προβλήματος της Ελλάδος», 2η έκδοση, Σαββάλας, Αθήνα 2002.
2 Σε εμπιστευτική επιστολή του προς τον πρωθυπουργό Ανδρέα Γ. Παπανδρέου το 1988 ο Απόστολος Λάζαρης γράφει μεταξύ άλλων: «Τώρα, εκ των υστέρων, έγινε φανερό πως με τις προσλήψεις που κάναμε, και προ πάντων με τον τρόπο που τις κάναμε, όχι μόνο δεν βελτιώσαμε την ποιότητα της διοίκησης στο δημόσιο και στους διαφόρους οργανισμούς και στις τράπεζες, αλλά τη χειροτερέψαμε ακόμα πιο πολύ.» Βλ. Νίκος Νικολάου, «Πρόσωπα της Οικονομίας», εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2008, σελ. 220.
3 Λεωνίδας Κύρκος, «Ποια Αριστερά;», εκδ. Οδυσσέας , Αθήνα 1987, σελ. 33.
2 Σε εμπιστευτική επιστολή του προς τον πρωθυπουργό Ανδρέα Γ. Παπανδρέου το 1988 ο Απόστολος Λάζαρης γράφει μεταξύ άλλων: «Τώρα, εκ των υστέρων, έγινε φανερό πως με τις προσλήψεις που κάναμε, και προ πάντων με τον τρόπο που τις κάναμε, όχι μόνο δεν βελτιώσαμε την ποιότητα της διοίκησης στο δημόσιο και στους διαφόρους οργανισμούς και στις τράπεζες, αλλά τη χειροτερέψαμε ακόμα πιο πολύ.» Βλ. Νίκος Νικολάου, «Πρόσωπα της Οικονομίας», εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2008, σελ. 220.
3 Λεωνίδας Κύρκος, «Ποια Αριστερά;», εκδ. Οδυσσέας , Αθήνα 1987, σελ. 33.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου