Δεν υπήρξαμε ποτέ ψηφοφόροι του Θάνου Τζήμερου, όμως, κάποιες
από τις σκέψεις του τις ακούγαμε με ενδιαφέρον. Στο νέο κείμενο που
κυκλοφόρησε, το πρώτο τμήμα του, βγαλμένο μέσα από την πανεπιστημιακή
εμπειρία κάποιων ιδιαιτέρως παρακμιακών ετών που είχαν επικρατήσει να
αποκαλούνται ως «αγωνιστικά» (και συνέβαλαν με τη νοοτροπία που
επικράτησε να καταντήσουμε στο σημερινό χάλι) είναι σχεδόν… ξεκαρδιστικό
για όσους μπορούν λόγω ηλικίας να αναπαραστήσουν στο μυαλό τους το τι
συνέβη.
Κατά τα άλλα, ο Τζήμερος με το κείμενό του αυτό, διαμαρτύρεται για τον χαρακτηρισμό «φασίστας» που του αποδόθηκε και καταθέτει τις δικές του… «φασιστικές» και άκρως προκλητικές προτάσεις, οι οποίες είναι σίγουρο ότι δεν θα γίνουν δεκτές, αξίζει όμως μέσα στην ενδεχόμενη υπερβολή τους να οδηγήσουν σε σκέψη, αφού τουλάχιστο σε κάποιες έχει δίκιο. Χαρακτηριστικό μιας γνήσιας δημοκρατίας είναι το να μη ρίχνουμε στην πυρά κάποιον, μόνο και μόνο επειδή οι σκέψεις του δεν ταιριάζουν με τις στερεοτυπικές μας πεποιθήσεις:
Έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια, από τη μέρα που βρόντηξα πίσω μου για τελευταία φορά τη βαριά πόρτα του αμφιθεάτρου της ΑΣΟΕΕ, αποφασίζοντας να μην ξαναπατήσω σ’ αυτό το ευαγές ίδρυμα, ό,τι και να μου κόστιζε αυτή η επιλογή.
Είχα μόλις αποφύγει να πιαστώ στα χέρια, καθώς τη στιγμή που η αδρεναλίνη χτυπούσε κόκκινο, ο άλλος, ο αποστασιοποιημένος μου εαυτός, που πάντα διάγει τον δικό του, ανεξάρτητο από τα ανθρώπινα πάθη βίο, με συμβούλεψε να φύγω, γιατί: «και να πλακωθείς τι θα βγει; Η βλακεία είναι ανίκητη».
Κάναμε, νομίζω, μακροοικονομία όταν ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και ένας «σύντροφος» με δυο πυρετώδικα ημίτρελα μάτια που μόλις ξεχώριζαν ανάμεσα σε μαλλιά και μούσια διατάσσει καθηγητή και φοιτητές: «Συνάδελφοι, το μάθημα διακόπτεται – θα κάνουμε συνέλευση!» Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε. Οποιαδήποτε στιγμή, οποιαδήποτε φοιτητική παράταξη ή και παρέα ακόμα, έμπαινε με το «έτσι το θέλω» σε μια αίθουσα αγνοώντας το τι συμβαίνει εκεί και έκανε «συνέλευση».
Συνήθως ο καθηγητής υπάκουε πειθήνια και οι υπόλοιποι φοιτητές αποχωρούσαν εκόντες άκοντες, χωρίς αντιδράσεις – από τότε είχε αρχίσει η νομιμότητα να σκύβει το κεφάλι… Δεν είχε τίποτε ιδιαίτερο εκείνη η μέρα, το ίδιο θα συνέβαινε, κάποιοι είχαν σηκωθεί να αποχωρήσουν, όταν μου ήρθε η ξαφνική έμπνευση. Σηκώθηκα επάνω και τον ρώτησα: «Και ποιο είναι το τόσο επείγον θέμα για το οποίο θα πρέπει να διακόψουμε;» Ξαφνιάστηκε και επακολούθησε ένας διάλογος κάπως έτσι:
- Δεν κατάλαβα, συνάδελφε, εννοείς ότι για πλάκα τις κάνουμε τις συνελεύσεις;
- Για όποιον λόγο και να τις κάνετε, εγώ ήρθα εδώ για να παρακολουθήσω μάθημα. Αν θες να κάνεις συνέλευση να βρεις μια κενή ώρα.
- Άντε ρε που θα μου πεις πότε θα κάνω συνέλευση (ήταν στέλεχος, βλέπετε, του φοιτητικού κινήματος και το έπαιρνε προσωπικά το θέμα).
- Κάνε όποτε γουστάρεις! Όχι όμως τώρα. Τώρα κάνουμε μάθημα.
- Είσαι σοβαρός, ρε;
- Όσο δεν φαντάζεσαι! Αυτό το αστειάκι “όποτε μου κα….σει, μπουκάρω σε μια αίθουσα και τους πετάω όλους έξω, θα τελειώσει. Και θα τελειώσει από αυτή τη στιγμή. Λοιπόν πολύ σε ανεχτήκαμε. Τέλος χρόνου. Μεταβολή και φεύγεις.
Δεν περίμενε, φαίνεται, τέτοια… αντεπαναστατική ενέργεια. Και κινήθηκε, εντελώς δημοκρατικά, εναντίον μου. Ήδη τα πνεύματα είχαν οξυνθεί. Στην αίθουσα υπήρχαν και άλλοι “συνοδοιπόροι” που είχαν αρχίσει να φωνάζουν. Καταλάβαμε ότι το επείγον θέμα ήταν ακόμα ένα ψήφισμα για τους Σαντινίστας, τους επαναστάτες της Νικαράγουα. Το αστείο είναι ότι κι εγώ συμπαθούσα τους Σαντινίστας, καθώς είχαν ανατρέψει τη δικτατορική δυναστεία των Σομόζα. Αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί για να βγει ένα ψήφισμα συμπαράστασης στους Σαντινίστας θα έπρεπε να μην γίνει μάθημα. Και τα δύο μαζί ήταν… τεχνικά αδύνατον;
Απ’ ό,τι διαπίστωσα συμφωνούσαν κι άλλοι με την άποψή μου, οπότε βρήκαν την ευκαιρία να εκδηλωθούν. Προμηνύονταν σύρραξη. Ο καθηγητής απλώς κοίταζε. Οι κουβέντες άρχισαν να ξεφεύγουν. Ήδη είχαν αρχίσει να πέφτουν αγκωνιές. Και τότε άκουσα για πρώτη φορά τη λέξη “φασίστα!” να εκτοξεύεται σε μένα. Ο σύντροφος – σφουγγαρίστρα και μια άλλη έξαλλη συντρόφισσα με το ταγάρι, με είχαν αρπάξει από το πουκάμισο, με ταρακουνούσαν και με έβριζαν γιατί επέμενα να μην δέχομαι παραβίαση του χώρου και του χρόνου που ήταν αφιερωμένος στο μάθημα. Ενώ οι τσαμπουκαλοκαταληψίες / δάρτες ήταν δημοκράτες! Τότε, η πλάστιγγα έγειρε. Σκέφτηκα πως “δεν είχε πλοίο για με δεν είχε οδό” εκεί μέσα. Ενδεχομένως ούτε και έξω, με πολιτικούς όρους. Όταν στο πανεπιστήμιο οι έννοιες έχουν αντιστραφεί κατά 180 μοίρες, τι περιμένεις να συμβεί στην κοινωνία;
Έφυγα λοιπόν αφήνοντάς τους στην επαναστατική τους φενάκη, και έτσι το «φασίστα» δεν το ξανάκουσα για πολύ καιρό. Μέχρι που, επειδή φαίνεται ότι πάλι το ποτήρι ξεχείλισε, μια παρόμοια παρόρμηση, σαν εκείνη της ΑΣΟΕΕ, με έκανε να διατυπώσω τις ίδιες απλές, θεμελιώδεις ερωτήσεις, στο πολιτικό, πλέον, αμφιθέατρο, εδώ κι έναν περίπου χρόνο. Και οι επίγονοι της «σφουγγαρίστρας» βρήκαν ποιον θα στολίζουν με τον αγαπημένο τους χαρακτηρισμό. Χθες, πληκτρολόγησα στο google τις λέξεις Τζήμερος – φασίστας. Βρήκα μερικές χιλιάδες λήμματα. Ως κάτοχος λοιπόν του… τίτλου μπορώ άφοβα να διατυπώνω τις…φασιστικές μου προτάσεις και περιμένω τις, δημοκρατικές, δικές σας:
1. Τα κόμματα παίρνουν επιχορήγηση από τον δικό μου και τον δικό σου φόρο. Ο νόμος προβλέπει έλεγχο σε κάθε κόμμα από ορκωτούς λογιστές. Έχουν, λοιπόν, διπλή υποχρέωση, και έναντι του νόμου και έναντι του φορολογούμενου πολίτη, που είναι εξαναγκασμένος να τα χρηματοδοτεί (χωρίς κανένας να τον ρωτήσει) να δέχονται έλεγχο στα οικονομικά τους. Φασιστική πρόταση Νο 1: Κόμμα που δεν δέχεται έλεγχο, του κόβεται “μαχαίρι” η κρατική επιχορήγηση, τουλάχιστον. Κανονικά θα έπρεπε να ανασταλεί η λειτουργία του. Φωτογραφίζω το ΚΚΕ; Ναι, φωτογραφίζω το ΚΚΕ.
2. Ο συνδικαλιστής είναι εξ ορισμού κοινωνικός αντίπαλος με τον εργοδότη, σωστά; Άρα απαγορεύεται οποιαδήποτε οικονομική στήριξη του εργοδότη προς τον συνδικαλιστή διότι έτσι, έμμεσα, ο εργοδότης τον καθιστά υποχείριό του. Με ποια λογική οι συνδικαλιστές του Δημοσίου, α) απαλλάσσονται από την εργασία, β) κάνουν τις συνελεύσεις τους εν ώρα εργασίας σταματώντας τα σχολεία, τα λεωφορεία, το μετρό; Φασιστική πρόταση Νο 2: Κανένας συνδικαλιστής δεν απαλλάσσεται από την εργασία του. Εργάζεται κανονικά, πλήρες ωράριο, για να έχει και επαφή με το πεδίο της μάχης όπως αυτοί που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί. Το ενδιαφέρον για τα κοινά θα το δείχνει διαθέτοντας από τον προσωπικό του χρόνο. Όλες οι συνδικαλιστικές δραστηριότητες θα γίνονται εκτός ωραρίου εργασίας. Ναι, μιλάω για κατάργηση του νόμου 1264/82, αυτού του πασοκικού εκτρώματος που εξέθρεψε γενιές συνδικ-αλητών.
3. Η απεργία, ειδικά στον δημόσιο τομέα, δεν στρέφεται κατά του εργοδότη αλλά κατά του κοινωνικού συνόλου, διότι αυτό θα υποστεί την ταλαιπωρία από τις κινητοποιήσεις (της ακινησίας) κι αυτό, τελικά, θα πληρώσει τις όποιες “κατακτήσεις” των απεργών. Ταυτόχρονα, το Δημόσιο είναι θεωρητικά ο εγγυητής της νομιμότητας, αυτός δηλαδή που θα προστατέψει τους απεργούς από τον κακό εργοδότη.
Αντιφατικό, κατ’ αρχήν. Όμως υπάρχει περίπτωση, ειδικά στην Ελλάδα που το Δημόσιο φέρεται πρόστυχα σε όλους τους Έλληνες, να φερθεί πρόστυχα και στους υπαλλήλους του. Άρα, η απεργία, έτσι όπως είμαστε, μπορεί και να έχει νόημα. Φασιστική πρόταση Νο 3: για να κηρυχθεί μια απεργία θα πρέπει να υπερψηφισθεί από το 50% + 1 των εγγεγραμμένων μελών των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Φωτογραφίζω τη διγλωσσία της κυβέρνησης που από τη μια επιστρατεύει τους απεργούς κι από την άλλη δεν προχωράει σε νομική ρύθμιση για να τελειώνουμε μια και καλή από τον εκβιασμό του κομματικού συνδικαλισμού.
4. Ακροτελεύτιο, που λέει και το Σύνταγμα, για σήμερα. Υποτίθεται ότι όσοι συμμετέχουν στον κοινοβουλευτισμό σέβονται τους κανόνες του. Και δέχονται επίσης πως όταν δεν μας αρέσουν αυτοί οι κανόνες, τους αλλάζουμε με τις διαδικασίες που ο κοινοβουλευτισμός ορίζει. Όχι επειδή “έτσι γουστάρω”. Αλλιώς, ο νόμος της ζούγκλας θα είναι το επόμενο, σίγουρο, βήμα. Ο κοινοβουλευτισμός λοιπόν ψηφίζει νόμους, με τους οποίους κάποιοι συμφωνούν, κάποιοι όχι. Και οι μεν και οι δε είναι υποχρεωμένοι να τους εφαρμόζουν, υπάρχει αντίρρηση; Φασιστική πρόταση Νο 4: κοινοβουλευτικός ανήρ ή γυνή που προτρέπει σε ανυπακοή και απειθαρχία ή εκθειάζει παράνομες πράξεις εκπίπτει αυτομάτως του αξιώματός του. Ναι, φωτογραφίζω και τη Χρυσή Αυγή και τον Σύριζα.
Μέχρι, οι πολίτες, να αποκτήσουμε δύναμη να τα ξεριζώσουμε από το σώμα της κοινωνίας μας, ας κάνουμε το πρώτο βήμα: να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Ακόμα κι αν οι βιαστές της Δημοκρατίας μάς αποκαλούν φασίστες.
πηγη
Κατά τα άλλα, ο Τζήμερος με το κείμενό του αυτό, διαμαρτύρεται για τον χαρακτηρισμό «φασίστας» που του αποδόθηκε και καταθέτει τις δικές του… «φασιστικές» και άκρως προκλητικές προτάσεις, οι οποίες είναι σίγουρο ότι δεν θα γίνουν δεκτές, αξίζει όμως μέσα στην ενδεχόμενη υπερβολή τους να οδηγήσουν σε σκέψη, αφού τουλάχιστο σε κάποιες έχει δίκιο. Χαρακτηριστικό μιας γνήσιας δημοκρατίας είναι το να μη ρίχνουμε στην πυρά κάποιον, μόνο και μόνο επειδή οι σκέψεις του δεν ταιριάζουν με τις στερεοτυπικές μας πεποιθήσεις:
Έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια, από τη μέρα που βρόντηξα πίσω μου για τελευταία φορά τη βαριά πόρτα του αμφιθεάτρου της ΑΣΟΕΕ, αποφασίζοντας να μην ξαναπατήσω σ’ αυτό το ευαγές ίδρυμα, ό,τι και να μου κόστιζε αυτή η επιλογή.
Είχα μόλις αποφύγει να πιαστώ στα χέρια, καθώς τη στιγμή που η αδρεναλίνη χτυπούσε κόκκινο, ο άλλος, ο αποστασιοποιημένος μου εαυτός, που πάντα διάγει τον δικό του, ανεξάρτητο από τα ανθρώπινα πάθη βίο, με συμβούλεψε να φύγω, γιατί: «και να πλακωθείς τι θα βγει; Η βλακεία είναι ανίκητη».
Κάναμε, νομίζω, μακροοικονομία όταν ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και ένας «σύντροφος» με δυο πυρετώδικα ημίτρελα μάτια που μόλις ξεχώριζαν ανάμεσα σε μαλλιά και μούσια διατάσσει καθηγητή και φοιτητές: «Συνάδελφοι, το μάθημα διακόπτεται – θα κάνουμε συνέλευση!» Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε. Οποιαδήποτε στιγμή, οποιαδήποτε φοιτητική παράταξη ή και παρέα ακόμα, έμπαινε με το «έτσι το θέλω» σε μια αίθουσα αγνοώντας το τι συμβαίνει εκεί και έκανε «συνέλευση».
Συνήθως ο καθηγητής υπάκουε πειθήνια και οι υπόλοιποι φοιτητές αποχωρούσαν εκόντες άκοντες, χωρίς αντιδράσεις – από τότε είχε αρχίσει η νομιμότητα να σκύβει το κεφάλι… Δεν είχε τίποτε ιδιαίτερο εκείνη η μέρα, το ίδιο θα συνέβαινε, κάποιοι είχαν σηκωθεί να αποχωρήσουν, όταν μου ήρθε η ξαφνική έμπνευση. Σηκώθηκα επάνω και τον ρώτησα: «Και ποιο είναι το τόσο επείγον θέμα για το οποίο θα πρέπει να διακόψουμε;» Ξαφνιάστηκε και επακολούθησε ένας διάλογος κάπως έτσι:
- Δεν κατάλαβα, συνάδελφε, εννοείς ότι για πλάκα τις κάνουμε τις συνελεύσεις;
- Για όποιον λόγο και να τις κάνετε, εγώ ήρθα εδώ για να παρακολουθήσω μάθημα. Αν θες να κάνεις συνέλευση να βρεις μια κενή ώρα.
- Άντε ρε που θα μου πεις πότε θα κάνω συνέλευση (ήταν στέλεχος, βλέπετε, του φοιτητικού κινήματος και το έπαιρνε προσωπικά το θέμα).
- Κάνε όποτε γουστάρεις! Όχι όμως τώρα. Τώρα κάνουμε μάθημα.
- Είσαι σοβαρός, ρε;
- Όσο δεν φαντάζεσαι! Αυτό το αστειάκι “όποτε μου κα….σει, μπουκάρω σε μια αίθουσα και τους πετάω όλους έξω, θα τελειώσει. Και θα τελειώσει από αυτή τη στιγμή. Λοιπόν πολύ σε ανεχτήκαμε. Τέλος χρόνου. Μεταβολή και φεύγεις.
Δεν περίμενε, φαίνεται, τέτοια… αντεπαναστατική ενέργεια. Και κινήθηκε, εντελώς δημοκρατικά, εναντίον μου. Ήδη τα πνεύματα είχαν οξυνθεί. Στην αίθουσα υπήρχαν και άλλοι “συνοδοιπόροι” που είχαν αρχίσει να φωνάζουν. Καταλάβαμε ότι το επείγον θέμα ήταν ακόμα ένα ψήφισμα για τους Σαντινίστας, τους επαναστάτες της Νικαράγουα. Το αστείο είναι ότι κι εγώ συμπαθούσα τους Σαντινίστας, καθώς είχαν ανατρέψει τη δικτατορική δυναστεία των Σομόζα. Αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί για να βγει ένα ψήφισμα συμπαράστασης στους Σαντινίστας θα έπρεπε να μην γίνει μάθημα. Και τα δύο μαζί ήταν… τεχνικά αδύνατον;
Απ’ ό,τι διαπίστωσα συμφωνούσαν κι άλλοι με την άποψή μου, οπότε βρήκαν την ευκαιρία να εκδηλωθούν. Προμηνύονταν σύρραξη. Ο καθηγητής απλώς κοίταζε. Οι κουβέντες άρχισαν να ξεφεύγουν. Ήδη είχαν αρχίσει να πέφτουν αγκωνιές. Και τότε άκουσα για πρώτη φορά τη λέξη “φασίστα!” να εκτοξεύεται σε μένα. Ο σύντροφος – σφουγγαρίστρα και μια άλλη έξαλλη συντρόφισσα με το ταγάρι, με είχαν αρπάξει από το πουκάμισο, με ταρακουνούσαν και με έβριζαν γιατί επέμενα να μην δέχομαι παραβίαση του χώρου και του χρόνου που ήταν αφιερωμένος στο μάθημα. Ενώ οι τσαμπουκαλοκαταληψίες / δάρτες ήταν δημοκράτες! Τότε, η πλάστιγγα έγειρε. Σκέφτηκα πως “δεν είχε πλοίο για με δεν είχε οδό” εκεί μέσα. Ενδεχομένως ούτε και έξω, με πολιτικούς όρους. Όταν στο πανεπιστήμιο οι έννοιες έχουν αντιστραφεί κατά 180 μοίρες, τι περιμένεις να συμβεί στην κοινωνία;
Έφυγα λοιπόν αφήνοντάς τους στην επαναστατική τους φενάκη, και έτσι το «φασίστα» δεν το ξανάκουσα για πολύ καιρό. Μέχρι που, επειδή φαίνεται ότι πάλι το ποτήρι ξεχείλισε, μια παρόμοια παρόρμηση, σαν εκείνη της ΑΣΟΕΕ, με έκανε να διατυπώσω τις ίδιες απλές, θεμελιώδεις ερωτήσεις, στο πολιτικό, πλέον, αμφιθέατρο, εδώ κι έναν περίπου χρόνο. Και οι επίγονοι της «σφουγγαρίστρας» βρήκαν ποιον θα στολίζουν με τον αγαπημένο τους χαρακτηρισμό. Χθες, πληκτρολόγησα στο google τις λέξεις Τζήμερος – φασίστας. Βρήκα μερικές χιλιάδες λήμματα. Ως κάτοχος λοιπόν του… τίτλου μπορώ άφοβα να διατυπώνω τις…φασιστικές μου προτάσεις και περιμένω τις, δημοκρατικές, δικές σας:
1. Τα κόμματα παίρνουν επιχορήγηση από τον δικό μου και τον δικό σου φόρο. Ο νόμος προβλέπει έλεγχο σε κάθε κόμμα από ορκωτούς λογιστές. Έχουν, λοιπόν, διπλή υποχρέωση, και έναντι του νόμου και έναντι του φορολογούμενου πολίτη, που είναι εξαναγκασμένος να τα χρηματοδοτεί (χωρίς κανένας να τον ρωτήσει) να δέχονται έλεγχο στα οικονομικά τους. Φασιστική πρόταση Νο 1: Κόμμα που δεν δέχεται έλεγχο, του κόβεται “μαχαίρι” η κρατική επιχορήγηση, τουλάχιστον. Κανονικά θα έπρεπε να ανασταλεί η λειτουργία του. Φωτογραφίζω το ΚΚΕ; Ναι, φωτογραφίζω το ΚΚΕ.
2. Ο συνδικαλιστής είναι εξ ορισμού κοινωνικός αντίπαλος με τον εργοδότη, σωστά; Άρα απαγορεύεται οποιαδήποτε οικονομική στήριξη του εργοδότη προς τον συνδικαλιστή διότι έτσι, έμμεσα, ο εργοδότης τον καθιστά υποχείριό του. Με ποια λογική οι συνδικαλιστές του Δημοσίου, α) απαλλάσσονται από την εργασία, β) κάνουν τις συνελεύσεις τους εν ώρα εργασίας σταματώντας τα σχολεία, τα λεωφορεία, το μετρό; Φασιστική πρόταση Νο 2: Κανένας συνδικαλιστής δεν απαλλάσσεται από την εργασία του. Εργάζεται κανονικά, πλήρες ωράριο, για να έχει και επαφή με το πεδίο της μάχης όπως αυτοί που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί. Το ενδιαφέρον για τα κοινά θα το δείχνει διαθέτοντας από τον προσωπικό του χρόνο. Όλες οι συνδικαλιστικές δραστηριότητες θα γίνονται εκτός ωραρίου εργασίας. Ναι, μιλάω για κατάργηση του νόμου 1264/82, αυτού του πασοκικού εκτρώματος που εξέθρεψε γενιές συνδικ-αλητών.
3. Η απεργία, ειδικά στον δημόσιο τομέα, δεν στρέφεται κατά του εργοδότη αλλά κατά του κοινωνικού συνόλου, διότι αυτό θα υποστεί την ταλαιπωρία από τις κινητοποιήσεις (της ακινησίας) κι αυτό, τελικά, θα πληρώσει τις όποιες “κατακτήσεις” των απεργών. Ταυτόχρονα, το Δημόσιο είναι θεωρητικά ο εγγυητής της νομιμότητας, αυτός δηλαδή που θα προστατέψει τους απεργούς από τον κακό εργοδότη.
Αντιφατικό, κατ’ αρχήν. Όμως υπάρχει περίπτωση, ειδικά στην Ελλάδα που το Δημόσιο φέρεται πρόστυχα σε όλους τους Έλληνες, να φερθεί πρόστυχα και στους υπαλλήλους του. Άρα, η απεργία, έτσι όπως είμαστε, μπορεί και να έχει νόημα. Φασιστική πρόταση Νο 3: για να κηρυχθεί μια απεργία θα πρέπει να υπερψηφισθεί από το 50% + 1 των εγγεγραμμένων μελών των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Φωτογραφίζω τη διγλωσσία της κυβέρνησης που από τη μια επιστρατεύει τους απεργούς κι από την άλλη δεν προχωράει σε νομική ρύθμιση για να τελειώνουμε μια και καλή από τον εκβιασμό του κομματικού συνδικαλισμού.
4. Ακροτελεύτιο, που λέει και το Σύνταγμα, για σήμερα. Υποτίθεται ότι όσοι συμμετέχουν στον κοινοβουλευτισμό σέβονται τους κανόνες του. Και δέχονται επίσης πως όταν δεν μας αρέσουν αυτοί οι κανόνες, τους αλλάζουμε με τις διαδικασίες που ο κοινοβουλευτισμός ορίζει. Όχι επειδή “έτσι γουστάρω”. Αλλιώς, ο νόμος της ζούγκλας θα είναι το επόμενο, σίγουρο, βήμα. Ο κοινοβουλευτισμός λοιπόν ψηφίζει νόμους, με τους οποίους κάποιοι συμφωνούν, κάποιοι όχι. Και οι μεν και οι δε είναι υποχρεωμένοι να τους εφαρμόζουν, υπάρχει αντίρρηση; Φασιστική πρόταση Νο 4: κοινοβουλευτικός ανήρ ή γυνή που προτρέπει σε ανυπακοή και απειθαρχία ή εκθειάζει παράνομες πράξεις εκπίπτει αυτομάτως του αξιώματός του. Ναι, φωτογραφίζω και τη Χρυσή Αυγή και τον Σύριζα.
Αρκετά
συνηθίσαμε να μασάμε τα λόγια μας σ’ αυτή τη χώρα. 40 χρόνια τώρα,
οποιαδήποτε παρανομία, παλιανθρωπιά, έγκλημα του κοινού ποινικού κώδικα,
φορούσε έναν πολιτικό μανδύα και γίνονταν, όπως στα παραμύθια, αόρατο.
Αυτό το παραμύθι, όμως, οδήγησε την Ελλάδα στον όλεθρο. Τα ίδια τα
κόμματα, από παράγοντες νομιμότητας (που όφειλαν αν είναι) κατάντησαν
εκκολαπτήρια παρανόμων, φροντιστήρια εγκλήματος.
Μέχρι, οι πολίτες, να αποκτήσουμε δύναμη να τα ξεριζώσουμε από το σώμα της κοινωνίας μας, ας κάνουμε το πρώτο βήμα: να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Ακόμα κι αν οι βιαστές της Δημοκρατίας μάς αποκαλούν φασίστες.
πηγη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου