Οι Έλληνες της Ελλάδας και της Κύπρου
από την επανάσταση του ’21 και μετά, έχουν διεξαγάγει πολλούς κοινούς
αγώνες αρχικά για να ενωθούν σ’ ένα ενιαίο ελληνικό κράτος, και τα
τελευταία χρόνια για να αποτελούν τουλάχιστον ένα σώμα με κοινή βούληση
παρά την ύπαρξη δύο διαφορετικών κρατών.
Ωστόσο, απέναντί τους δεν
βρίσκονταν μόνον οι ξένες δυνάμεις που ήθελαν με κάθε τρόπο να
αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη, αλλά σχεδόν πάντα, από το 1930 και μετά,
και οι ίδιες οι ηγεσίες τους. Το ίδιο σενάριο, με τραγικό τρόπο,
επιβεβαιώθηκε για μια ακόμα φορά και στην πρόσφατη κρίση. Ελλαδίτες και
Κύπριοι ένιωθαν αλληλέγγυοι, οι οικονομίες των δύο κρατών ακόμα και οι
τράπεζές τους αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία –οι κυπριακές τράπεζες
έχουν περισσότερα υποκαταστήματα στην Ελλάδα παρά στην Κύπρο– όμως, για
άλλη μια φορά, οι ηγεσίες πρόδωσαν τον λαό και στράφηκαν ενάντια στα
συμφέροντά του.
Η ελληνική κυβέρνηση, κατ’ εξοχήν ο
πρωθυπουργός της, άφησε έκθετο το όχι του λαού και της Βουλής της
Κύπρου. Και σήμερα, επιχαίρει, όπως και όλος ο εσμός των κυβερνητικών
ψευδοαναλυτών και κονδυλοφόρων, διότι το κυπριακό όχι «δεν απέδωσε», ώστε να αποδειχθεί πως είχε δίκιο όταν υποχωρούσε συστηματικά απέναντι στην τρόικα και τους Γερμανούς. Όμως, προϋπόθεση για να ευοδωθεί αυτό το όχι, ήταν ακριβώς μια διαφορετική στάση της Ελλάδας, που για άλλη μια φορά εγκατέλειψε την Κύπρο.
Διότι, τα αδιάκοπα όχι τα οποία
λένε οι Κύπριοι από το … 1930 έως σήμερα, έχουν ως προϋπόθεση για να
έχουν ευτυχή κατάληξη την συμπαράσταση της «Μητέρας Πατρίδας». Η Κύπρος,
είναι πολύ μικρή και μόνη για να μπορεί να ολοκληρώσει οποιοδήποτε
αντιστασιακό εγχείρημα, το οποίο προϋποθέτει την κινητοποίηση και τη συμπαράσταση του ελληνισμού στο σύνολό του.
Το 1930, οι εξεγερμένοι Κύπριοι που
πάλευαν ενάντια στην αγγλική αποικιοκρατία, εγκαταλείφθηκαν από τον
Βενιζέλο, το 1959 ο αγώνας της ΕΟΚΑ προδόθηκε από τις συμφωνίες της
Ζυρίχης, και τις πιέσεις των Αβέρωφ-Καραμανλή. Το 1967, η χούντα απέσυρε
τον ελληνικό στρατό, το 1974 έκανε το πραξικόπημα και άνοιξε τον δρόμο
για την τουρκική εισβολή. Στη μεταπολίτευση, η ελληνική πολιτική ηγεσία,
έκανε ότι μπορούσε για να απομακρυνθεί η Ελλάδα από την Κύπρο,
εγκατέλειψε το ενιαίο αμυντικό δόγμα, και προσπάθησε, μαζί με τους
Κύπριους νενέκους να επιβάλει το σχέδιο Ανάν στην Κύπρο.
Το ίδιο κατ’ αναλογία συνέβη και τώρα. Η
Κύπρος, προδομένη και από την πολιτική της ηγεσία αντέταξε παρ’ όλα
αυτά, μια σθεναρή αντίσταση στην προσπάθεια της οικονομικής καρατόμησής
της.
Αν αντίθετα η Ελλάδα συμπαρατασσόταν
μαζί της όπως επιθυμούσε ο ελληνικός λαός, τα πράγματα θα ήταν πολύ
διαφορετικά. Μία κρίση στις σχέσεις της ευρωζώνης με την Κύπρο και την
Ελλάδα μαζί, θα αποτελούσε συστημικό κίνδυνο όχι μόνο για τη Γερμανία,
αλλά για τις παγκόσμιες αγορές, ανοίγοντας τον δρόμο για κατάρρευση της
Ισπανίας, της Ιταλίας κ.λπ. Επιπλέον, μία απειλή της Ελλάδας στην
σταθερότητα της ευρωζώνης, θα είχε άλλο βάρος και για τη στάση της
Ρωσίας έναντι της Κύπρου. Όλοι οι παράγοντες που εμπλέκονται άμεσα ή
έμμεσα στο ζήτημα, –Ισραήλ και Η.Π.Α.– θα μετρούσαν πολύ διαφορετικά τις
επιπτώσεις μιας κρίσης στις σχέσεις των δύο ελληνικών κρατών με την
Δύση. Στο ίδιο το εσωτερικό της ευρωζώνης, οι χώρες του Νότου που θα
αντιμετώπιζαν άμεσο και σοβαρό κίνδυνο για τη δική τους οικονομία, θα
υποχρεώνονταν να λάβουν σοβαρά υπόψη τους μια τέτοια επέκταση της
κρίσης.
Τέλος, και σοβαρότερο όλων ίσως, μια
ομπρέλα της Ελλάδας στην Κύπρο, με αφετηρία την οικονομία, θα αποτελούσε
μια ιστορική ευκαιρία για να πλησιάσουν και πάλι τα δύο κράτη και να
επουλωθούν οι βαθύτατες πληγές μιας απομάκρυνσης που άρχισε το 1974. Αν ο
Σαμαράς ήταν ένας εθνικός ηγέτης είχε την ιστορική ευκαιρία να
επαναφέρει την Ελλάδα, ισχυρή στο γεωπολιτικό παιχνίδι της Ευρώπης και
της ανατολικής Μεσογείου. Αντ’ αυτού, προτίμησε την φυγή απ’ τις
ιστορικές του ευθύνες, κρυπτόμενος πίσω από τον Αναστασιάδη, τον
Χριστόφια, και τον Στουρνάρα.
Τι συμβαίνει με το ζήτημα του ευρώ και της ευρωζώνης
Πολλοί, εδώ και στην Κύπρο πλέον, θέτουν
το ερώτημα αν θα πρέπει η Ελλάδα και η Κύπρος να προχωρήσουν σε μια
έξοδο από την ευρωζώνη, δεδομένου ότι αυτή αποτελεί μία καταστροφική
επιλογή για τις οικονομίες του Νότου, και ιδιαίτερα για εμάς. Γι’ αυτό
και πολλοί υποστηρικτές της άμεσης εξόδου από το ευρώ, –όπως ο Αλαβάνος ή
ο Λαφαζάνης– θεώρησαν πως το όχι της Κύπρου έμεινε ανολοκλήρωτο, διότι
δεν τόλμησε να το οδηγήσει μέχρι την έξοδο από το ευρώ. Ωστόσο ήταν
φανερό με βάση τα μεγέθη της ότι δεν αποτελούσε συστημικό κίνδυνο για
την ευρωζώνη και επομένως μπορούσε να αποτελέσει το ιδεώδες θύμα προς
παραδειγματισμό, και μόνο η συμπαράταξη της Ελλάδας θα άλλαζε τα
δεδομένα.
Έχουμε απαντήσει πολλές φορές, στο
ερώτημα αυτό: για λόγους που έχουν να κάνουν με τη γεωπολιτική μας θέση,
και κυρίως το παρασιτικό οικονομικό μοντέλο, το οποίο έχει κτίσει η
Ελλάδα και η Κύπρος, τα τελευταία χρόνια, αυτή η επιλογή που μπορεί και
να καταστεί αναπόφευκτη τα επόμενα χρόνια και την οποία θα πρέπει να την
επιλέξουμε αν δεν υπάρχει άλλη λύση, προϋποθέτει:
Α) τη μεταβολή του οικονομικού μοντέλου
και την μετάβαση σε ένα οικονομικό σύστημα στηριγμένο στην πρωτογενή και
δευτερογενή παραγωγή κι όχι αποκλειστικά στις τράπεζες και τον
τουρισμό.
Β) την ιδεολογική και πολιτική
προετοιμασία του ελληνικού λαού για μια αυτόνομη πορεία, και επομένως
στην ανάπτυξη και νέων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων.
Γ) τη δημιουργία προϋποθέσεων για
συμμαχίες στο εσωτερικό της Ευρώπης, αλλά και έξω από αυτήν, που να μας
επιτρέπουν να ακολουθήσουμε με τους μικρότερους δυνατούς κλυδωνισμούς
μια διαφορετική πορεία.
Δ) θα πρέπει, τέλος, να φτάσουμε σε κάποια στιγμή που η συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ένωση θα πάψει να ταυτίζεται
με τη συμμετοχή στο ευρώ: είτε με την έξοδο περισσότερων χωρών από την
ευρωζώνη, είτε με τη δημιουργία δύο νομισματικών ενώσεων στο εσωτερικό
της (με ένα «ευρώ του νότου» κι ένα «ευρώ του βορρά»), είτε την έξοδο
της Γερμανίας από την ευρωζώνη!
Αν τα μεγέθη μας είναι αρκετά για να
προκαλέσουμε κρίση στην ευρωζώνη, δεν είναι τόσο μεγάλα ώστε να μπορούμε
να περάσουμε διά μιας σε μια μοναχική πορεία. Είμαστε λοιπόν
υποχρεωμένοι να αντιστεκόμαστε, να οικοδομούμε τις οικονομικές και
γεωπολιτικές βάσεις μιας αυτόνομης πορείας, αλλά να αρνιόμαστε την
απομόνωση.
Αυτή η πολιτική, που στηρίζεται στην εθνική αυτεξουσιότητα και υπερηφάνεια, αλλά αποκλείει κάθε αυτοκτονικό σόλο,
πρέπει να οικοδομηθεί απορρίπτοντας τόσο εκείνους που για δήθεν λόγους
ρεαλισμού μας καλούν σε μόνιμη υποταγή, όσο και εκείνους που από
δικαιολογημένη αγανάκτηση, ή από ανευθυνότητα άγνοια, ή και συμφέρον,
μας καλούν να τα παίξουμε όλα για όλα σε μια ακαριαία και μετωπική
αντιπαράθεση. Η τακτική του ελληνισμού από την επανάσταση του ’21 μέχρι
την αντίσταση στους Γερμανούς και την ΕΟΚΑ, ήταν αποτελεσματική όταν
στηριζόταν στον ανταρτοπόλεμο και καταστροφική όποτε ακολουθούσε τη
λογική της μετωπικής σύγκρουσης.
Μήπως, λοιπόν, η πρότασή μας για
αντίσταση στον οικονομικό ακρωτηριασμό της Κύπρου και την ανάληψη των
ιστορικών ευθυνών της Ελλάδας έναντι της Κύπρου, αποτελεί μια ανεύθυνη
πολιτική; ΟΧΙ. Διότι σε αυτή την περίπτωση οι Γερμανοί θα είχαν
περισσότερα να χάσουν και λιγότερα να κερδίσουν. Εξάλλου, όποιος δείχνει
διατεθειμένος να πολεμήσει, όταν στριμώχνεται στον τοίχο, μπορεί να
προκαλέσει και το σεβασμό στους αντιπάλους του και να κερδίσει νέες
συμμαχίες. Για ποιο λόγο να μας πάρουν υπόψη τους οι Γερμανοί, οι
Αμερικανοί, οι Ρώσοι, οι Ισραηλινοί, ή οι Τούρκοι, αν είμαστε δεδομένοι
και υποχωρητικοί διαρκώς; Μόνο αν δείξουμε ότι είμαστε ταυτόχρονα
σοβαροί, ρεαλιστές, αλλά και ανυποχώρητοι, όταν πρόκειται γι’ αυτά που
θεωρούμε ζωτικά μας συμφέροντα, θα μπορούσαμε να επιβάλουμε τον σεβασμό
στους αντιπάλους μας. Πώς όμως να επιβάλεις ένα τέτοιο σεβασμό με τον
Χριστόφια, τον Αναστασιάδη, τον Γιώργο Παπανδρέου, ή τον Αντώνη Σαμαρά;
Πώς να πείσεις ότι οποιαδήποτε επίθεση στην Κύπρο αποτελεί «casus beli»
για την Ελλάδα;
Η κατάρρευση του αφελούς ευρωπαϊσμού
Στην Κύπρο κατέρρευσε βίαια ο μύθος της
«ευρωπαϊκής οικογένειας» και της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, όπως τα
προηγούμενα χρόνια είχε καταρρεύσει στην Ελλάδα. Οι Κύπριοι, όπως και οι
Ελλαδίτες, υποχρεώθηκαν να κατανοήσουν βιαίως, πως η συμμαχία με την
δυτική Ευρώπη, –την ψευδωνύμως αποκαλούμενη «ευρωπαϊκή ένωση»–, είναι τακτικού χαρακτήρα
και είμαστε υποχρεωμένοι να την δεχόμαστε μόνο όσο αντιμετωπίζουμε τον
κίνδυνο του νεοθωμανισμού και επειδή ακόμα δεν έχει διαμορφωθεί μια άλλη
Ευρώπη. Γι’ αυτό, και επικρίνουμε συχνά, αυτούς που αποκαλούμε ευρωλιγούρηδες,
δηλαδή όλους εκείνους που πιστεύουν ότι αποτελούμε οργανικό τμήμα της
Δύσης και της δυτικής Ευρώπης. Η ιστορία, και τα πρόσφατα παθήματά μας,
μας έχουν δείξει πως θα αποτελεί μια λεόντειο συμμαχία εις βάρος μας,
όσο δεν έχει αποκατασταθεί η ισορροπία δυτικής και ανατολικής Ευρώπης
και όσο δεν έχει συγκροτηθεί ένας ευρωπαϊκός βαλκανικός πόλος. Γι’ αυτό
εξ άλλου, και οι Γερμανοί, οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, μας αντιμετωπίζουν ως
παρείσακτους και όποτε μπορούν μας το δείχνουν με τον τρόπο τους. Η
Ελλάδα και η Κύπρος δεν αποτελούν οργανικό μέρος της δυτικής Ευρώπης,
αλλά μας δέχονται εξαιτίας της γεωπολιτικής μας σημασίας.
Το ίδιο και εμείς, δηλαδή η πλειοψηφία
του ελληνικού λαού, θεωρεί αυτή τη συμμαχία τακτικού χαρακτήρα. Μόνον οι
ψευδοελίτ, οι πολιτικοί, τα κόμματα, νοιώθουν Ευρωπαίοι παρ’ όλο που
είναι αποικιοκρατούμενοι. Έτσι λοιπόν τελούμε διαρκώς εν αναμονή
μιας άλλης Ευρώπης από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, εν αναμονή μια
βαλκανικής ενότητας, ενός κουρδικού κράτους στ’ ανατολικά μας, εν αναμονή μιας κάποτε δημοκρατικής Τουρκίας. Στο μεταξύ, έχουμε μία και μόνη στρατηγική
επιλογή. Την ενίσχυση της πνευματικής οικονομικής, αμυντικής και
πολιτικής αυτονομίας μας, τη σύσφιξη των σχέσεων σε όλα τα επίπεδα
ανάμεσα στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Ρώσοι, Ισραήλ και άλλα τελώνια
Ωστόσο, οι Κύπριοι δεν απογοητεύτηκαν μόνο από τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και από εκείνη της Ρωσίας και του Ισραήλ.
Η Ρωσία, κοντόφθαλμη όπως πάντα,
πιστή σε μία λογική ανάλογη με των Τσάρων, ή του πατερούλη Στάλιν, δεν
ήρθε σε αντίθεση με τους Γερμανούς και τους Αμερικάνους, αλλά προτίμησε
να «πουλήσει» την Κύπρο. Καθόλου παράδοξο ότι επί τρακόσια χρόνια δεν
κατορθώνει να βγει στη Μεσόγειο! Διότι, κάθε φορά «πουλάει» τις χώρες ή
τα κινήματα που εξαρτώνται από αυτήν, για να κλείσει γεωπολιτικές ή
οικονομικές συμφωνίες με τους εταίρους/αντιπάλους της. Έτσι, παρ’ ότι η
αντιπαλότητα των ρωσικών συμφερόντων με τη Γερμανία είναι στρατηγικού χαρακτήρα, –και το ίδιο συμβαίνει και με την Τουρκία–
ακολουθεί τη λογική των πρόσκαιρων συμφερόντων και όχι την επιλογή
στρατηγικών συμμάχων. Αντί να αναγνωρίσει στην Ελλάδα και την Κύπρο, τις
χώρες που άσχετα με τις κυβερνήσεις τους αποτελούν στρατηγικές συμμάχους της, και άρα να τους συμπεριφέρεται ανάλογα, λειτουργεί με τη λογική του μαύρου-άσπρου, θεωρεί τους συμμάχους ως υποτακτικούς,
γιατί έχει μάθει να λειτουργεί μόνο με το κνούτο, όπως λίγο πολύ και η
Γερμανία. Γι’ αυτό για άλλη μια φορά, οι Κύπριοι ένοιωσαν προδομένοι από
τους Ρώσους, παρ’ ότι την «πλήρωσαν» εν πολλοίς γι’ αυτούς, δηλαδή για
τα ρώσικα κεφάλαια, που είχαν μεταβάλλει την Κύπρο σε ένα οιονεί ρώσικο
Χονγκ Κονγκ της Μεσογείου.
Όσο για τη σιωπή του Ισραήλ και τη
συναίνεση των Αμερικανών στην καρατόμηση της κυπριακής οικονομίας,
αποτέλεσε ένα ακόμα μάθημα για όσους αγνοούν τη βασική θουκυδίδεια αρχή
της πολιτικής: Οι συμμαχίες προϋποθέτουν την δική σου ισχύ και
αυτοεξουσιότητα για να έχουν οποιοδήποτε βάρος και σταθερότητα.
Διαφορετικά, είναι ασταθείς και οδηγούν σε μόνιμες εκπλήξεις. Τους
Έλληνες στην Ελλάδα και την Κύπρο, που δεν θέλουν να επενδύουν στην
παραγωγή, στην αυτόνομη άμυνά τους, δεν πρόκειται να τους σώσει κανένας
άλλος, ούτε να τους θεωρεί αξιόπιστους συμμάχους.
Οίκαδε
Το μήνυμα λοιπόν είναι σαφές. Η Ελλάδα και η Κύπρος θα επιβιώσουν στον 21ο
αιώνα μόνο αν αρνηθούν τις σειρήνες της αδιάκοπης φυγής και της
εξωστρέφειας. Και η συρρίκνωση του τραπεζιτικού τομέα της Κύπρου, του
τερατώδους εισαγωγικού τομέα της Ελλάδας, δεν πρέπει να βιωθεί μόνο ως
μία οικονομική καταστροφή που όντως είναι, αλλά πρέπει να μεταβληθεί σε
αφετηρία για την οικοδόμηση ενός νέου μοντέλου στηριγμένου στις δικές
μας δυνάμεις. Οίκαδε λοιπόν. Όχι απλώς για να απαντήσουμε στην παρούσα κρίση, αλλά για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε. Και το κυπριακό όχι μπορεί και πρέπει να αποτελέσει την αφετηρία μιας μεγάλης πολιτικής στροφής στην Κύπρο και στην Ελλάδα.
Το αίσθημα της αλληλεγγύης και της
κοινής μοίρας, –αλλά και της ανικανότητας των πνευματικών και πολιτικών
ελίτ Ελλάδας της Κύπρου–, έγινε για άλλη μια φορά, και ίσως περισσότερο
από κάθε άλλη φορά προφανές. Οι Έλληνες στην Ελλάδα και την Κύπρο
υφίστανται επίθεση από την τευτονική Ευρώπη και το Δ΄ Ράιχ, που τους
αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο. Για άλλη μια φορά, είναι οι αντίπαλοί
μας που μας θυμίζουν ακόμα κι αν εμείς θέλουμε να το ξεχάσουμε, πως
είμαστε ένας λαός. Με κοινά, εν τέλει, τα θετικά και τα αρνητικά
μας, που μας οδήγησαν σε ένα οικονομικό μοντέλο παρασιτικό και
εξαρτημένο. Ξεκινώντας απ’ αυτή την αφετηρία, των κοινών παθών, μπορούμε
και πρέπει να απαντήσουμε μαζί στην επίθεση που υφιστάμεθα. Μπορούμε
και πρέπει να ενισχύσουμε τους κοινούς μας δεσμούς και να βάλουμε
επιτέλους τις βάσεις για να πάψουν αυτά τα αλλεπάλληλα όχι να παραμένουν ανολοκλήρωτα.
Να αναδείξουμε επιτέλους, και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, πολιτικές
ηγεσίες ικανές να ανταποκριθούν στα αιτήματα της ιστορίας και των λαϊκών
προσδοκιών.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου