H είσοδος των Τούρκων στην Αντιόχεια, μετά την προσάρτησή της το 1939
Του Σάββα Καλεντερίδη
Η Συνθήκη του Κάρλοβιτς, που για λογαριασμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορία
την υπέγραψε ο Αρχιδιερμηνέας της Υψηλής Πύλης, Αλέξανδρος
Μαυροκορδάτος, στις 26 Ιανουαρίου 1699, στην ομώνυμη σερβική πόλη, έχει
τεράστια ψυχολογική σημασία για τους Τούρκους πολιτικούς διανοούμενους,
αφού αποτελεί την απαρχή της απώλειας εδαφών για την μέχρι τότε
ακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Μετά την ίδρυση του νέου τουρκικού κράτους, οι “ιδεαλιστές” Τούρκοι
πολιτικοί διανοούμενοι άρχισαν να επεξεργάζονται την ιδέα της
παλινόρθωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με όρους 20ού αιώνα. Βασικά
εργαλεία που θα βοηθούσαν στην πραγματοποίηση αυτής της ιδέας οι
τουρκικές και οι μουσουλμανικές μειονότητες που κατοικούν στις
περιοχές-στόχο της επεκτατικής πολιτικής της Άγκυρας.
Ο πρώτος στόχος της Τουρκίας ήταν το σαντζάκιο της Αλεξανδρέττας, που
είχε αποκτήσει ειδικό καθεστώς αυτονομίας από 1921, και τελούσε υπό την
προστασία της Γαλλίας. Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη με άριστο τρόπο την
εμφάνιση του Χίτλερ και της ναζιστικής απειλής στην Ευρώπη, κατάφερε να
πετύχει τη συναίνεση της Γαλλίας για την προσάρτηση του σαντζακίου της
Αλεξανδρέτας, χρησιμοποιώντας ως στρατηγικό εργαλείο την τουρκική
κοινότητα του σαντζακίου, που, σημειωτέον, ήταν μειονότητα. Στις 30
Ιουνίου 1939, αφού είχε προηγηθεί ένα κίβδηλο δημοψήφισμα, το σαντζάκιο
της Αλεξανδρέττας, που έγινε πλέον νομός Χατάυ, αποτελούσε το πρώτο
έδαφος που επανακατακτούσαν οι Τούρκοι μετά την υπογραφή της συνθήκης
του Κάρλοβιτς, το 1699.
Νομάρχης στο Χατάυ τοποθετήθηκε ο βουλευτής Σιουκρού Σοκμένσουερ, ο
οποίος είχε συντονίσει τον διωγμό των Εβραίων της ανατολικής Θράκης, το
1934. Αμέσως μετά, εντός του έτους 1940, 48.000 κάτοικοι του σανταζακίου
της Αλεξανδρέττας εγκατέλειψαν τις οικίες τους και κατέφυγαν στο Λίβανο
και τη Συρία, από τους οποίους οι 26.500 από τους οποίους ήταν
Αρμένιοι, οι 11.500 Έλληνες, οι 6.000 Άραβες και οι 3.000 Νουσαϊρί
(Άραβες αλεβίτες).
Ο επόμενος σταθμός της “μεγάλης επιστροφής” των Τούρκων έμελλε να είναι η
Κύπρος. Και στην περίπτωση της Μεγαλονήσου, η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε τη
γεωπολιτική συγκυρία και χρησιμοποιώντας ως στρατηγικό εργαλείο την
τουρκοκυπριακή κοινότητα, που αποτελούσε το 18% του συνολικού πληθυσμού
(στο σαντζάκιο της Αλεξανδρέττας αποτελούσε το 29% του συνολικού
πληθυσμού), κατόρθωσε να καταλάβει το 38% του κυπριακού εδάφους, το
οποίο παραμένει μέχρι σήμερα υπό τουρκική κατοχή.
Στην περίπτωση της Κύπρου η Άγκυρα, σε συνεργασία με τον αγγλικό και τον
αμερικανικό παράγοντα, οργάνωσε κατάλληλα σε παραστρατιωτική και
παρακρατική βάση και μετέτρεψε μια δίγλωσση μουσουλμανική μειονότητα, με
έντονα στοιχεία της ελληνικής της καταγωγής, σε τουρκοκυπριακή
κοινότητα, η οποία σταδιακά μετατράπηκε σε μια από τις δυο ισότιμες
κοινότητες του νησιού, με προστάτιδα δύναμη την Τουρκία. Χρησιμοποιώντας
τους παρακρατικούς και παραστρατιωτικούς μηχανισμούς που συγκρότησε
στους κόλπους της μειονότητας, κατάφερε να πετύχει τη δημιουργία
θυλάκων, πάνω στους οποίους στηριζόταν το αρχικό σχέδιο της
δικοινοτικής-διζωνικής ομοσπονδίας, που θα καθιστούσε ες αεί την Κύπρο
υποχείριο του “διεθνούς παράγοντα”, δίνοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα
στην Άγκυρα να διεκδικεί τον έλεγχο ολόκληρου του νησιού.
Εν τω μεταξύ, όσο διαρκούσε αυτή η διαδικασία, η Τουρκία ξεκαθάρισε με
τον πιο βάρβαρο τρόπο τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, με πιο
καίριους σταθμούς στο δρομολόγιο αυτής της νέας εθνοκάθαρσης τα γεγονότα
της 5/6ης Σεπτεμβρίου του 1955 και τις απελάσεις δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων της Πόλης, το 1964.
Το έργο των “ιδεαλιστών” της Άγκυρας ολοκληρώθηκε με την εισβολή και
κατοχή του 38% της Κύπρου, της οποίας την πόρτα άνοιξε διάπλατα το
προδοτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974. Τα υπόλοιπα
είναι γνωστά. Η Κύπρος παραμένει διαμελισμένη και η Τουρκία προχωρά
κανονικά στην ενσωμάτωση και στην προσάρτηση των κατεχομένων στα εδάφη
της, ενώ, μέσω σχεδίων τύπου Αννάν, διεκδικεί τον έλεγχο όλου του νησιού
και δι αυτού ολόκληρης της Ανατολικής Μεσογείου.
Όσο διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις που καθόριζαν τις λεπτομέρειες για
την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών, πριν την υπογραφή της Συνθήκης
της Λοζάννης (1923), η ελληνική πλευρά ζήτησε την εξαίρεση της ελληνικής
κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, με το σκεπτικό της προστασίας του
Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το 1924 ο ελληνικός πληθυσμός της ευρύτερης
Κωνσταντινουπόλεως υπολογιζόταν σε 298.000 άτομα, ενώ το 1927, τρία
χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης η ελληνική μειονότητα
της Κωνσταντινουπόλεως περιοριζόταν περίπου στα 100.000 άτομα, συν
άλλες 26.000 Έλληνες πολίτες (εγκατεστημένοι-εταμπλί). Να σημειωθεί ότι
της ανταλλαγής εξαιρέθηκαν και οι περίπου επτά χιλιάδες Έλληνες της
Ίμβρου και της Τενέδου, ελληνικότατα νησιά που δόθηκαν στην Τουρκία για
την ...ασφάλεια των Στενών!!!
Αντιστοίχως, εξαιρέθηκαν της ανταλλαγής των πληθυσμών 86.000
μουσουλμάνοι, των 40% των οποίων τουρκόφωνοι, το 40% σλαβόφωνοι
(Πομάκοι) και οι υπόλοιποι Ρομά.
Το στρατηγικό λάθος των Ελλήνων διπλωματών και πολιτικών που συμμετείχαν
στις διαπραγματεύσεις ήταν το γεγονός ότι δέχτηκαν να παραμείνουν στην
Ελλάδα μουσουλμανικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν κυρίως σε αγροτικές και
ορεινές περιοχές, που είναι σκληροτράχηλοι και είναι δύσκολο να
αποχωριστούν τον τόπο τους, σε αντίθεση με τους Έλληνες της Πόλης, που
ήταν αστικοί πληθυσμοί και πολύ εύκολο να ξεριζωθούν, όπως και εκείνοι
της Ίμβρου και της Τενέδου, λόγω του ότι κατοικούσαν στον απολύτως
ελεγχόμενο και απομονωμένο χώρο των νησιών.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες της Πόλης, της
Ίμβρου και της Τενέδου να αριθμούν σήμερα λιγότερο από δυο χιλιάδες
άτομα, ενώ οι 85.000 μουσουλμάνοι της Θράκης, τουρκόφωνοι, σλαβόφωνοι
και Ρομά, έχουν γίνει 120.000 Τούρκοι.
Και όλα αυτά δεν έγιναν τυχαία. Έγιναν με στρατηγική.
Πρώτα έπρεπε να ολοκληρωθεί η εθνοκάθαρση των Ελλήνων της Πόλης, της
Ίμβρου και της Τενέδου, και μετά να ακολουθήσει ο εκτουρκισμός και η
οργάνωση της μειονότητας σε παρακρατική και παραστρατιωτική βάση.
Ο εκτουρκισμός έγινε και συνεχίζει να γίνεται με τη συμμετοχή και με τα
χρήματα του ίδιου του ελληνικού κράτους. Ενώ το άρθρο 40 της Συνθήκης
της Λοζάννης αναγνωρίζεται στα μέλη των κοινοτήτων το δικαίωμα να
ιδρύουν τα δικά τους εκπαιδευτήρια και σχολεία, να κάνουν ελεύθερη χρήση
της μητρικής τους γλώσσας μέσα σε αυτά, και ενώ με το άρθρο 41 η Ελλάδα
θα έπρεπε να διδάσκει μόνο στα δημοτικά τα τουρκικά στους τουρκόφωνους,
τα πομακικά στους Πομάκους και τη ρομανί.τα τουρκόφωνων στα τουρκικά,
των Πομάκων στα πομακικά και των Ρομά στη Όμως η μόνη γλώσσα που τελικά
χρησιμοποιήθηκε ήταν η τουρκική. Πώς έγινε αυτό; στη γλώσσα της
θρησκείας τους. Δηλαδή, έχουμε υποχρέωση να διδάσκουμε στα
μουσουλμανόπουλα τη γλώσσα του Κορανίου, την αραβική.
Όμως, επειδή η παρουσία των σλαβόφωνων Πομάκων στην ελληνοβουλγαρική
μεθόριο, με βάση τη νατοϊκή λογική, θεωρήθηκε απειλή, αφού, θεωρητικά, η
γλώσσα βοηθούσε την επέκταση της επιρροής των Βουλγάρων και άρα της
κομμουνιστικής απειλής σε νατοϊκό έδαφος, η Ελλάδα δέχτηκε τον
εκτουρκισμό των Πομάκων, υπογράφοντας σχετικά εκπαιδευτικά πρωτόκολλα με
την Τουρκία το 1951 και το 1968. Έκτοτε, με την τουρκική παιδεία να
ρίχνει βαριά τη σκιά της πάνω από τη μουσουλμανική μειονότητα και το
τουρκικό προξενείο να παίζει έναν επιτελικό ρόλο, αντί για την
ενσωμάτωση, βήμα προς βήμα βαδίζουμε προς την τουρκοποίηση και
γκετοποίηση της μειονότητας, η οποία ταυτόχρονα μετατρέπεται σε
στρατηγικό όπλο στα χέρια των επιτελών της Άγκυρας, για την επόμενη φάση
επέκτασης της Τουρκίας, μετά την Αλεξανδρέττα και την Κύπρο.
Άλλα πολύτιμα εργαλεία στα χέρια της Άγκυρας, εκτός από το σύστημα
παιδείας, που υποστηρίζεται και από άτομα που διατηρούν στενούς δεσμούς
με το τουρκικό Γενικό Επιτελείο και το βαθύ κράτος, είναι οι ιμάμηδες
και οι ψευδομουφτήδες, που ελέγχονται απολύτως από το προξενείο και
ασκούν επιρροή δια της θρησκείας στη μειονότητα, τα τουρκόφωνα ΜΜΕ και
οι δημοσιογράφοι που τα υπηρετούν και οι κάθε λογής σύλλογοι, που
φυτρώνουν σαν μανιτάρια στους τρεις νομούς που κατοικεί μουσουλμανική
μειονότητα.
Τέλος, το παζλ της παρακρατικής οργάνωσης της μειονότητας συμπληρώνουν
οι σύλλογοι των Δυτικοθρακιωτών στην Τουρκία, όπου έχει αποδειχτεί με
ντοκουμέντα η καθοδήγησή τους από υψηλόβαθμα στελέχη της ένοπλης
τρομοκρατικής οργάνωσης «Εργενεκόν», και οι σύλλογοι που
δραστηριοποιούνται σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, οι οποίοι
καθοδηγούνται από τα κατά τόπους τουρκικά προξενεία και έχουν αναλάβει
εργολαβικά το έργο δυσφήμισης της χώρας μας.
Αφήσαμε τελευταίο το ζήτημα της οργάνωσης της μειονότητας σε
παραστρατιωτική βάση. Ενώ ήταν από καιρό γνωστό ότι μέλη της
μουσουλμανικής μειονότητας στρατολογούνται από τις παραστρατιωτικές
οργανώσεις του τουρκικού βαθέος κράτους, κάτι που επαληθεύθηκε με τη
συμμετοχή ενός Έλληνα μουσουλμάνου της Θράκης στην ομάδα της Τουρκικής
Ταξιαρχίας Εκδίκησης που αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Ακίν Μπιρντάλ,
πρόεδρο της Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αλλά και με τη συμμετοχή του
εκ των ηγετικών στελεχών της «Εργενεκόν», στρατηγού Βελή Κιουτσιούκ, στο
Διοικητικό Συμβούλιο του περιοδικού «Trakya'nın Sesi», που
εκδίδουν οι Δυτικοθρακιώτες στην Τουρκία, το ζήτημα της στρατολόγησης
και της συγκρότησης ομάδων παραστρατιωτικών παίρνει άλλες διαστάσεις με
την αλλαγή του επιχειρησιακού δόγματος των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων,
που φαίνεται ότι μετατοπίζεται προς τη Θράκη, χωρίς, φυσικά, να
εγκαταλείπονται οι πάγιοι στόχοι της Άγκυρας στο Αιγαίο.
Συμπερασματικά, όλα δείχνουν ότι η κυβέρνηση Ερντογάν δίνει ιδιαίτερη
βαρύτητα στη Θράκη και φαίνεται αποφασισμένη να προχωρήσει στο τρίτο
επεκτατικό της βήμα, μετά την Αλεξανδρέττα και την Κύπρο.
Το θέμα είναι κατά πόσον είναι διατεθειμένη η Ελλάδα να αντισταθεί και
να ανατρέψει το ρου των γεγονότων, αρχίζοντας από το ξήλωμα των
μηχανισμών του προξενείου, που, επαναλαμβάνουμε, δεν είναι διπλωματική
αποστολή, αλλά παράρτημα του τουρκικού Γενικού Επιτελείου.
Θα βρουν οι πολιτικοί μας το θάρρος να δουν την αλήθεια κατάματα και να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου