Του Αριστου Δοξιαδη*
Κάθε τόσο υπάρχει ένα καινούργιο ζητούμενο, που υποτίθεται ότι αν το πετύχουμε, θα μπορέσει να ορθοποδήσει η οικονομία. Τους τελευταίους μήνες το ζητούμενο είναι να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα. Βραχυπρόθεσμα, η κυβέρνηση προσπαθεί να το πετύχει αυξάνοντας φορολογικούς συντελεστές. Μεσοπρόθεσμα, λέει η τρόικα, πρέπει να το πετύχουμε περιορίζοντας τη φοροδιαφυγή. Φοβάμαι ότι το κυνήγι φορολογικών εσόδων είναι χίμαιρα, και μας απομακρύνει από τον πιο σημαντικό στόχο, που πρέπει να είναι, σε απόλυτη προτεραιότητα, η δημιουργία θέσεων εργασίας σε διεθνώς ανταγωνιστικές επιχειρήσεις.
Η τρόικα κάνει το μεγάλο λάθος να νομίζει ότι η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή στην Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπιστούν στον ελληνικό μικροκαπιταλισμό όπως αντιμετωπίζεται στον βορειοευρωπαϊκό εξωστρεφή κορπορατισμό. Περίπου το ίδιο λάθος κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ, που ζητάει να αυξηθούν στα επόμενα τρία χρόνια τα φορολογικά έσοδα κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Η δε κυβέρνηση, πιεσμένη από την τρόικα και μην μπορώντας να κόψει περισσότερο τις δαπάνες, καταφεύγει σε φορολογικούς νόμους «έκτακτης ανάγκης», γνωρίζοντας μάλλον ότι δεν μπορούν να αποδώσουν.
Ας δούμε ποιο είναι το πρόβλημα. Αν οποιοδήποτε κράτος βάλει στόχο να συγκεντρώσει ένα μεγάλο ποσό φόρων είναι πιθανό να αποτύχει για τέσσερις διαφορετικούς λόγους: Πρώτον, οι επιχειρήσεις και οι πολίτες ίσως να φοροδιαφύγουν (παράνομα). Δεύτερον, ίσως να φοροαποφύγουν (νομότυπα) δηλώνοντας τα εισοδήματα σε άλλες χώρες, φορολογικά καταφύγια. Τρίτον, ίσως να μεταφέρουν την πραγματική παραγωγική τους δραστηριότητα σε άλλες χώρες. Τέταρτον, ίσως να κλείσουν κάτω από το βάρος της νέας φορολογίας. Ολες αυτές οι αντιδράσεις περιορίζουν το ποσό των φόρων που μπορεί να συγκεντρωθεί.
Για να πιάσει τους στόχους μια νέα φορολογική πολιτική, θα πρέπει να μη συμβεί τίποτε από τα τέσσερα. Δεν αρκεί, για παράδειγμα, να συλλάβεις τη φοροδιαφυγή, αν πετυχαίνοντας αυτό ωθήσεις πολλές επιχειρήσεις να κλείσουν. Πρέπει να υπάρχουν αρκετές επιχειρήσεις και επαγγελματίες που θα συνεχίσουν να δουλεύουν στη χώρα ακόμα και αν πληρώνουν πολύ περισσότερους φόρους.
Στην Ελλάδα συγκρίνουμε το ποσοστό των φόρων στο ΑΕΠ με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και καταλήγουμε ότι είναι χαμηλό επειδή φοροδιαφεύγουμε. Και ότι ευθύνονται η διαφθορά και ο κακός ελεγκτικός μηχανισμός. Η εξήγηση είναι επιφανειακά σωστή, αλλά παραπλανητική. Ο πιο βασικός περιορισμός για τη συλλογή φόρων στην Ελλάδα δεν είναι η φοροδιαφυγή. Είναι η έλλειψη επιχειρήσεων που θα επιλέξουν και θα μπορέσουν να πληρώσουν τους φόρους αντί να κλείσουν ή να φύγουν.
Οι ευρωπαϊκές χώρες που συγκεντρώνουν πολύ περισσότερο φόρο εισοδήματος από την Ελλάδα δεν έχουν μόνο καλύτερους μηχανισμούς ελέγχου. Εχουν επίσης πολύ μεγαλύτερες και παραγωγικότερες επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις αυτές έχουν βαθιές ρίζες στη χώρα τους, και ούτε φεύγουν ούτε κλείνουν επειδή οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές είναι υψηλές. Αυτό που τις κρατάει είναι σταθεροί θεσμοί, εργασιακή ειρήνη, εξειδικευμένοι εργαζόμενοι, συνέργειες με την τοπική οικονομία: στοιχεία δηλαδή που δεν μπορούν να τα βρουν εύκολα σε μια νέα χώρα με χαμηλότερο κόστος.
Ιστορικά, το σοσιαλδημοκρατικό κοινωνικό κράτος συνυπάρχει με μεγάλες, οργανωμένες, εξαγωγικές επιχειρήσεις, με βαθιά τεχνογνωσία και ένταση κεφαλαίου. Είναι ένας τύπος κεφαλαίου που, σε αντίθεση με τη γνωστή ρήση, έχει πατρίδα.
Τα τελευταία χρόνια, και αυτές οι επιχειρήσεις μεταφέρουν κέρδη σε φορολογικά καταφύγια αντί να πληρώνουν φόρο στη χώρα όπου γεννιέται το εισόδημα. Είναι μια συνήθως νομότυπη φοροαποφυγή, και ενάντια σε αυτήν έχει αναπτυχθεί ένα διεθνές κίνημα για «φορολογική δικαιοσύνη». Μακάρι το κίνημα να πετύχει. Δυστυχώς όμως, ελάχιστα θα αφορά την Ελλάδα. Η «σωστή φορολόγηση», σύμφωνα με το κίνημα, είναι όταν συμπίπτει ο τόπος όπου δηλώνεται το εισόδημα με τον τόπο όπου παράγεται η πραγματική αξία των συναλλαγών. Αν υιοθετηθεί ο ορισμός, οι πολυεθνικές, που δεν παράγουν τίποτα στη χώρα μας, δεν θα πληρώνουν εδώ πολύ περισσότερους φόρους. Ούτε βέβαια το εφοπλιστικό κεφάλαιο.
Τα πραγματικά εισοδήματα που παράγονται και δεν δηλώνονται στην Ελλάδα είναι σε μικρό ποσοστό κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου (αφού δεν έχουμε μεγάλο παραγωγικό κεφάλαιο), και σε μεγάλο ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων και των μικροεπιχειρήσεων. Στήνοντας καλό μηχανισμό για σύλληψη της φοροδιαφυγής, ίσως το κράτος να αυξήσει τα έσοδά του από μεγαλογιατρούς και δικηγόρους, γιατί αυτοί μπορούν να πληρώσουν τον φόρο που αναλογεί στα πραγματικά τους εισοδήματα χωρίς να κλείσουν. Το ίδιο ίσως ισχύει και για όσες μεγάλες επιχειρήσεις μέχρι σήμερα έκρυβαν κέρδη, αν και αυτές πιθανό να προβούν σε απολύσεις, και έτσι θα στενέψει η φορολογική βάση. Αλλά είναι μάλλον βέβαιο ότι το κράτος δεν θα μαζέψει πολλά από τις ταβέρνες και τις βιοτεχνίες, που επιβίωναν ακριβώς επειδή δεν πλήρωναν.
Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής έχει μεγάλη ηθική και πολιτική αξία, αλλά δεν θα λύσει το οικονομικό μας πρόβλημα. Μέσα στην κρίση, μπορεί και να το επιδεινώσει.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι περισσότερες επιχειρήσεις που μπορούν και θέλουν να βρίσκονται στην Ελλάδα πληρώνοντας φόρους - επειδή εδώ βρίσκουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, και μπορούν, εξαιτίας αυτού, να συνεισφέρουν για τη φυσική και κοινωνική υποδομή της χώρας. Αυτό σημαίνει μια αδήριτη λογική και χρονική αλληλουχία: πρώτα η παραγωγή και μετά οι φόροι. Αλλιώς κοροϊδευόμαστε.
* Ο κ. Αρίστος Δοξιάδης είναι οικονομολόγος και στέλεχος εταιρείας venture capital.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου