Φώτης Γεωργελές
Δυστυχώς, η
Αριστερά στην πλειοψηφία της δεν μπόρεσε να ξεφύγει κι αυτή από τον
εαυτό της. Δεν μπόρεσε να εκφράσει τα κοινωνικά στρώματα που είχαν συμφέρον μια
μεγάλη αλλαγή στη χώρα. Επανέλαβε τον εαυτό της, δηλαδή το ρόλο που της είχε
επιφυλάξει μέχρι σήμερα το πελατειακό κράτος. Το ρόλο της συνείδησής του, του
εισαγγελέα, του τιμητή προς τους μεγάλους, γιατί δεν κάνουν περισσότερες
παροχές, περισσότερες προσλήψεις, περισσότερα επιδόματα, περισσότερες πρόωρες
συντάξεις, περισσότερα αφορολόγητα. Στο πελατειακό κράτος κρατούσε το ρόλο του
«πιο πολύ». Έτσι το μόνο δρόμο που είδε με την κατάρρευση του δικομματισμού,
ήταν να το κληρονομήσει.
Πάμε σε εκλογές σε λίγες μέρες για να δούμε ποιος θα νικήσει. Δυστυχώς το ερώτημα είναι άλλο, γι’ αυτό ο υπόλοιπος κόσμος μάς θεωρεί κάθε μέρα και πιο ξοφλημένους.
Όχι ποιος θα νικήσει, αλλά αν υπάρχουν
κάποιες πολιτικές δυνάμεις που θα πουν ξεκάθαρα την πραγματικότητα, θα κάνουν
ό,τι δεν έγινε 2 χρόνια, που θέλουν και μπορούν να αλλάξουν το οικονομικό
μοντέλο αντί να προσπαθούν μάταια να το διατηρήσουν. Και αν η ελληνική κοινωνία,
έστω και καθυστερημένα, είναι πια ώριμη για να αλλάξει κάθε παρωχημένη δομή που
την κρατάει εγκλωβισμένη στη χρεοκοπία. Τίποτα τέτοιο δεν έχει φανεί μέχρι
τώρα.
Κάποιοι έχουν την
εντύπωση ότι οι προειδοποιήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση και όλους τους
διεθνείς παράγοντες αφορούν την πιθανότητα εκλογικής νίκης του Σύριζα. Την
εντύπωση ενισχύει και ο ίδιος ο Σύριζα με τη λογική, αν όλος ο κόσμος με
φοβάται, τότε είμαι φοβερός και τρομερός. Άλλωστε σύμφωνα με την τελευταία
αριστερής έμπνευσης πραγματικότητα, ζούμε ξανά τον ψυχρό πόλεμο όπου οι δύο
μεγάλοι αντίπαλοι έχουν τα πυρηνικά, αλλά δεν πατάνε το κουμπί. Αν στην εικονική
πραγματικότητα αυτής της εβδομάδας υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν την Ελλάδα
υπερδύναμη και φαντασιώνονται τον εαυτό τους στο ρόλο του Μπρέζνιεφ, πάμε όλο
και χειρότερα.
Δυστυχώς τα
πράγματα είναι χειρότερα απ’ αυτό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν απευθύνεται
στον Σύριζα, ούτε μιλάει μόνο για τις εκλογές. Απευθύνεται στην ελληνική
κοινωνία που 2 χρόνια τώρα αρνείται συνολικά την πραγματικότητα, αγανακτισμένη
με όλα εκτός από τον εαυτό της. Και μιλάει κυρίως για το πολιτικό σύστημα
συνολικά, το οποίο με ανικανότητα και ιδιοτέλεια έχει οδηγήσει την κατάσταση σε
αδιέξοδο.
Ένα χρόνο
τώρα, πρακτικά, δεν συμβαίνει τίποτα, δεν προχωράει τίποτα σ’ αυτή τη
χώρα. Το πολιτικό σύστημα από το προηγούμενο καλοκαίρι προσπαθεί να διασώσει τον
εαυτό του και να παρατείνει την ακινησία για να μη θιγούν κατεστημένα
συμφέροντα. Σε εποχή θυελλώδους κρίσης, η ακινησία ισοδυναμεί με αυτοκτονία. Τον
Ιούλιο δεν συμφωνούσαν στο ποιος θα είναι πρωθυπουργός. Τον Σεπτέμβριο έδιωξαν
ηρωικά την τρόικα και μετά παρακαλούσαν να γυρίσει. Τον Νοέμβριο προσπαθούσαν να
περιορίσουν τις αρμοδιότητες της κυβέρνησης Παπαδήμου, να την ορίσουν
περιορισμένου έργου. Από την επόμενη μέρα με εγκληματική αφέλεια ζητούσαν
εκλογές, για να γίνει πρωθυπουργός ο Σαμαράς. Έξι μήνες τώρα βρισκόμαστε σε
προεκλογική περίοδο. Κάνουμε και ξανακάνουμε εκλογές. Εντωμεταξύ, το κράτος
καταρρέει, τα έσοδα είναι ανύπαρκτα, τα ελλείμματα μεγαλώνουν, ο ιδιωτικός
τομέας βρίσκεται μπροστά σε αληθινό κραχ. Προχθές ο Μόντι είπε: Η διαφορά μας με
την Ελλάδα είναι ότι εδώ ο πρόεδρος απέκλεισε τις εκλογές και τα πολιτικά
κόμματα είχαν την ωριμότητα να συνεργαστούν για να ξεπεράσουν τα
προβλήματα.
Εδώ, ακόμα και
σήμερα, τα δύο πρώην κόμματα εξουσίας δεν λένε ξεκάθαρα την αλήθεια.
Δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση που τα ίδια δημιούργησαν. Έχει γίνει
κοινή πεποίθηση ότι το Μνημόνιο είναι η αιτία όλων των δεινών, ο δαίμονας, που
άμα το διαπραγματευτούμε θα λυθούν τα προβλήματά μας. Παίζουν το παιχνίδι του
αντιμνημονιακού μετώπου, ο Σαμαράς λέει κι εγώ τα έλεγα, καταψήφισα το πρώτο
Μνημόνιο, ο Βενιζέλος λέει, εγώ διαπραγματεύθηκα ήδη, ξέρω πώς
γίνεται.
Στις εποχές της
σύγχυσης και της τυφλής αγανάκτησης κερδίζουν όμως οι πιο ακραίες και
απόλυτες εκδοχές. Τα ψευδεπίγραφα μνημονιακά και αντιμνημονιακά κόμματα δεν
μπορούν φυσικά να θέσουν το πραγματικό δίλημμα: μεταρρυθμίσεις ή ακινησία, που
οδηγεί στον ξαφνικό θάνατο άμα καταγγείλουμε τη δανειακή σύμβαση ή στον
παρατεταμένο θάνατο που ζούμε μέχρι τώρα. Γιατί βρίσκονται όλα στο δεύτερο
σκέλος του διλήμματος. Τα δύο κόμματα εξουσίας έχουν ψηφοφόρους κατ’ ανάγκην,
αλλά δεν έχουν φίλους. Έχουν χάσει την «αγανακτισμένη» Ελλάδα που δεν ήθελε να
αλλάξει τίποτα από το πελατειακό κράτος και έχει μετακομίσει στο αντιμνημονιακό
στρατόπεδο, αλλά έχουν χάσει και την Ελλάδα που θέλει ν’ αλλάξουν τα πάντα σ’
αυτή τη χώρα. Γιατί 2 χρόνια δεν άλλαξαν τίποτα.
Τη Δευτέρα των
προηγούμενων εκλογών, όταν όλοι μιλούσαν για το «νικητή» της κάλπης, έγραφα «το
πρόβλημα που είχε ο Σαμαράς τον Νοέμβριο, το παραλαμβάνει τώρα ο Σύριζα».
Αδυνατούσα να αντιληφθώ πώς γίνεται να υπάρχουν νικητές σ’ αυτή την περίοδο.
Όποιος αναλαμβάνει να αντιμετωπίσει τη χρεοκοπία μιας χώρας, να την οδηγήσει στο
δύσκολο και σκληρό δρόμο της ανακατασκευής από την αρχή, αναγκαστικά θα
δημιουργήσει τόσες αντιπάθειες που θα λειτουργήσει ως αλεξικέραυνο της
οργής.
Όπως φάνηκε ήδη, ο
Σύριζα δεν θέλει να παίξει αυτό το ρόλο, τον οδυνηρό αλλά τον μόνο χρήσιμο.
Είναι μέρος του προβλήματος, όχι της λύσης. Σ’ αυτό δεν φταίνε τόσο οι θέσεις
του, οι θέσεις ποτέ δεν ήταν εμπόδιο στο λαϊκισμό των ελληνικών πολιτικών
κομμάτων. Άλλωστε κάθε στέλεχός του έχει από μία, για κάθε μέρα και κάθε μέσο
ενημέρωσης. Το εμπόδιο είναι η πολιτική στρατηγική που ακολούθησε αυτά τα 2
χρόνια. Με ποιους θα διαπραγματευτεί; Με τις δυνάμεις κατοχής, τους ναζί, τους
τοκογλύφους, τους κατακτητές; Με ποιους θα συνεργαστεί για να κυβερνήσει; Με
τους προδότες, τους δοσίλογους, τους Κουίσλινγκς, τους Τσολάκογλου, τους
εγκληματίες που θα φύγουν με ελικόπτερο; Με ποιο κόμμα και ποιο εκλογικό σώμα;
Αυτό που έχει διαπαιδαγωγήσει στην αντίσταση με το νέο ΕΑΜ απέναντι στη
δικτατορία και τη νέα κατοχή; Δεν θα κρατήσει ούτε ένα μήνα. Αν το Πασόκ
φυλλορροούσε σε κάθε ψηφοφορία, αν η ΝΔ διασπάστηκε σε 3-4 κόμματα, η εμπειρία
του Σύριζα θα είναι ακόμα πιο θεαματική. Κινδυνεύει να γίνει αυτό που προφητεύει
η Αλέκα, Αριστερά μιας χρήσης, που το πολιτικό σύστημα της επιφυλάσσει το ρόλο
να οδηγήσει τη χώρα στη χρεοκοπία και τη δραχμή πριν εξαφανιστεί. Αντί να είναι
ο Α. Σαμαράς πρωθυπουργός της δραχμής, να δούμε τον Αλέξη της μιας
δραχμής.
Ο Σύριζα πληρώνει τη
στρατηγική της ακραίας έντασης που εφάρμοσε δυο χρόνια, μια στρατηγική
εξωκοινοβουλευτικού και αντιθεσμικού κόμματος μάλλον, παρά κόμματος που
ενδιαφέρεται να κυβερνήσει. Διέβλεψε σωστά ότι η σταδιακή εφαρμογή του
ευρωπαϊκού Σχεδίου Διάσωσης θα οδηγήσει τα ορφανά του πελατειακού κράτους σε
ευθεία σύγκρουση με τους πρώην προστάτες τους. Και παρόξυνε την αντιπολιτευτική
του τακτική με στόχο να γίνει ο κυρίαρχος πόλος που θα τα υποδεχτεί,
εξουδετερώνοντας τα υπόλοιπα κόμματα της Αριστεράς. Όσα ζήσαμε αυτή τη διετία θα
ήταν αδιανόητα πριν το 2009. Ποτέ στη νεότερη ιστορία της μεταδικτατορικής
Ελλάδας δεν είχαμε ξανασυναντήσει τέτοια ατμόσφαιρα. Οι πολιτικοί αντίπαλοι
μετατράπηκαν σε «εχθρούς του λαού», η πολιτική τους, ακόμα και η φυσική τους
παρουσία, ποινικοποιήθηκε, ήταν «εγκληματίες» που κάθε προπηλακισμός, χλεύη,
βιαιοπραγία εναντίον τους γίνονταν δεκτά με κατανόηση γιατί η «οργή ήταν
δικαιολογημένη».
Ο σχεδιασμός έλεγε ότι
τα δύο μεγάλα κόμματα, κακήν κακώς, θα έκαναν όλη τη δύσκολη και δυσάρεστη
δουλειά και ο Σύριζα θα ήταν η μείζων αντιπολίτευση που θα κληρονομούσε το
κράτος σε μια δεύτερη φάση. Ατυχώς η πραγματικότητα και πάλι εκδικήθηκε. Η
τραγική ανεπάρκεια των άλλων οδήγησε σε επιτάχυνση των εξελίξεων.Ο Σύριζα
κινδυνεύει να κυβερνήσει . Προσπαθεί να το αποφύγει, κάνει κάθε μέρα «γκάφες»,
εξαγγέλλει νέους φόρους, επιτίθεται στο σύμμαχο Ολάντ, συναντάται με τα
αντίστοιχα αδελφά κόμματα του 2,4% για να δείξει ότι δεν είναι δύναμη εξουσίας,
τίποτα. Αν η κατάσταση δεν ήταν τόσο τραγική, θα το διασκεδάζαμε.
Πάμε σε εκλογές σε λίγες μέρες για να δούμε ποιος θα νικήσει. Δυστυχώς το ερώτημα είναι άλλο, γι’ αυτό ο υπόλοιπος κόσμος μάς θεωρεί κάθε μέρα και πιο ξοφλημένους.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου