Η αναβίωση του ρωσικού στρατού – Πώς επανισχυροποιήθηκε η Μόσχα


Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης [2], ο ρωσικός στρατός περιέπεσε σε σήψη. Σε μια από τις πιο δραματικές εκστρατείες αποστρατικοποίησης εν καιρώ ειρήνης στην παγκόσμια ιστορία, από το 1988 μέχρι το 1994, οι ένοπλες δυνάμεις της Μόσχας συρρικνώθηκαν κατά 500.0000 με 1.000.000 άτομα. Καθώς οι αμυντικές δαπάνες του Κρεμλίνου βούλιαξαν από περίπου 246 δισεκατομμύρια δολάρια το 1988 σε 14 δισεκατομμύρια το 1994, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών Ειρήνης της Στοκχόλμης, η κυβέρνηση απέσυρε περίπου 700.000 στρατιώτες από το Αφγανιστάν, την Γερμανία, τη Μογγολία και την Ανατολική Ευρώπη. Τόσο πολύ είχε εξατμιστεί το κύρος του στρατιωτικού επαγγέλματος κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990, όταν το πυρηνικό υποβρύχιο Κουρσκ [3] βυθίστηκε στην Θάλασσα του Μπάρεντς το 2000, που ο καπετάνιος του κέρδιζε το ισοδύναμο των 200 δολαρίων ανά μήνα.
Από το 1991 έως το 2008, κατά την διάρκεια της προεδρίας του Μπόρις Γέλτσιν και την πρώτη προεδρική θητεία του Βλαντιμίρ Πούτιν [4], η Ρωσία χρησιμοποίησε τον συρρικνωμένο στρατό μέσα από τα σύνορα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, σε μεγάλο βαθμό για να ανασχέσει, να τερματίσει, ή να παγώσει τις συγκρούσεις εκεί. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ρωσικές μονάδες παρενέβησαν σε εθνοτικές συγκρούσεις στην Γεωργία και την Μολδαβία και στον εμφύλιο πόλεμο στο Τατζικιστάν -όλες μικρές εμπλοκές. Ακόμη και για την επιχείρηση στην Τσετσενία, όπου ο Γιέλτσιν έστειλε τον ρωσικό στρατό το 1994 σε μια προσπάθεια να συντρίψει μια αυτονομιστική εξέγερση, το ρωσικό Γενικό Επιτελείο ήταν σε θέση να συγκεντρώσει μόλις 65.000 στρατιώτες από μια δύναμη που είχε, θεωρητικά, ένα εκατομμύριο άνδρες υπό τα όπλα.
Πέρα από τα σύνορα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσία έδρασε μειλίχια. Επιδίωξε μια εταιρική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και κατά καιρούς συνεργάστηκε με το ΝΑΤΟ, συμμετέχοντας στην επιχείρηση διατήρησης της ειρήνης υπό την ηγεσία αυτής της συμμαχίας στην Βοσνία και Ερζεγοβίνη το 1996. Σίγουρα, αφότου συνειδητοποίησε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ ήταν εκτός συζήτησης, η Μόσχα διαμαρτυρήθηκε έντονα κατά της επέκτασης της συμμαχίας προς ανατολάς, για την εκστρατεία βομβαρδισμού της Γιουγκοσλαβίας το 1999 και την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003, αλλά η Ρωσία ήταν πολύ αδύναμη για να εμποδίσει οποιαδήποτε από αυτές τις κινήσεις. Η κορυφαία προτεραιότητα του Κρεμλίνου για την στρατιωτική ανάπτυξη παρέμεινε η πυρηνική αποτροπή του, η οποία θεωρείτο ο απόλυτος εγγυητής της ασφάλειας και της κυριαρχίας της Ρωσίας.
Εκείνες οι ημέρες της παρακμής και της υποχωρητικότητας έχουν πλέον χαθεί. Με αρχή το 2008, ο Πούτιν ξεκίνησε στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις [5] και μια μαζική αύξηση των αμυντικών δαπανών για την αναβάθμιση του παραπαίοντος στρατού της Ρωσίας. Χάρη σε αυτό το έργο, η Ρωσία εκδήλωσε πρόσφατα μια πρωτόγνωρη προθυμία να χρησιμοποιήσει βία για να πάρει αυτό που θέλει. Κατ’ αρχάς, τον Φεβρουάριο του 2014, η Μόσχα έστειλε στρατιώτες με στολές χωρίς διακριτικά για να αποσπάσει τον έλεγχο της Κριμαίας από την Ουκρανία, εμμέσως απειλώντας το Κίεβο με μια ευρύτερη εισβολή. Στην συνέχεια προμήθευσε όπλα, πληροφορίες και υποστήριξη διοίκησης και ελέγχου στους φιλο-ρώσους αυτονομιστές στην περιοχή Donbas της Ουκρανίας, αναχαιτίζοντας τις προσπάθειες του Κιέβου να τους νικήσει. Και μετά, το φθινόπωρο του 2015, η Ρωσία διέταξε τις αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις της να βομβαρδίσουν μαχητές στην Συρία που πολεμούσαν τον πρόεδρο Μπασάρ αλ-Άσαντ, παρεμβαίνοντας άμεσα στην Μέση Ανατολή, για πρώτη φορά στην ιστορία.
Αυτές οι πρόσφατες παρεμβάσεις είναι πολύ μακριά από τις μαζικές εκστρατείες που η Σοβιετική Ένωση συνήθιζε να αναλαμβάνει. Αλλά το γεγονός είναι ότι η Ρωσία είναι και πάλι σε θέση να ανασχέσει οποιαδήποτε άλλη μεγάλη δύναμη, να αμυνθεί αν είναι απαραίτητο, και να προβάλει ισχύ αποτελεσματικά κατά μήκος της περιφέρειάς της και πέρα από αυτήν. Μετά από ένα τέταρτο του αιώνα στρατιωτικής αδυναμίας, η Ρωσία έχει επιστρέψει ως μια σοβαρή στρατιωτική δύναμη στην Ευρασία.
Με την Γεωργία στο μυαλό της
Η ιστορία του στρατιωτικού εκσυγχρονισμού της Ρωσίας [6] αρχίζει με τον πόλεμο του 2008 στην Γεωργία. Τον Αύγουστο εκείνου του έτους, οι ρωσικές δυνάμεις κατανίκησαν στρατεύματα πιστά στον φιλοδυτικό πρόεδρο, Μιχαήλ Σαακασβίλι, και εξασφάλισαν τις αποσχισθείσες δημοκρατίες της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας ως ρωσικά προτεκτοράτα. Η πενθήμερη εκστρατεία ήταν μια σαφής επιτυχία: Η Μόσχα εμπόδισε το ΝΑΤΟ από το να επεκταθεί σε ένα πρώην σοβιετικό κράτος που φλέρταρε με την ιδιότητα του μέλους, επιβεβαίωσε την στρατηγική υπεροχή της στην άμεση νότια και δυτική γειτονιά της, και σημάδεψε τα όρια της Δυτικής στρατιωτικής εμπλοκής στην περιοχή. Με την αυξανόμενη στρατιωτική παρουσία της στην Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία, η Ρωσία ενίσχυσε επίσης τον έλεγχο των δύο στρατηγικής σημασίας περιοχών στην Υπερκαυκασία -εξασφαλίζοντας την προσέγγιση στο Σότσι, την τοποθεσία της νότιας κατοικίας του Ρώσου προέδρου και άτυπη τρίτη πρωτεύουσα της Ρωσίας, στην πρώτη [στρατηγικής σημασίας περιοχή], και τοποθετώντας ρωσικές δυνάμεις σε απόσταση βολής από την Τιφλίδα στην δεύτερη.
Ωστόσο, για όλα αυτά τα κέρδη, η Ρωσία πολέμησε στον σύντομο πόλεμό της κατά της Γεωργίας με παρωχημένα, ογκώδη απομεινάρια του σοβιετικού στρατού. Οι Ρώσοι στρατιώτες ήταν αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν ξεπερασμένα όπλα και οι Ρώσοι αξιωματικοί, επιβλέποντας στρατεύματα που ήταν ανεπαρκώς προετοιμασμένα για την μάχη, μέχρι που έπρεπε να δίνουν εντολές χρησιμοποιώντας πολιτικά κινητά τηλέφωνα αφού οι στρατιωτικοί ασύρματοί τους είχαν χαλάσει. Μέχρι το τέλος της σύγκρουσης, η Ρωσία είχε χάσει πέντε στρατιωτικά αεροσκάφη, συμπεριλαμβανομένου ενός στρατηγικού βομβαρδιστικού. Η Μόσχα κέρδισε τον πόλεμο ενάντια σε έναν πολύ πιο αδύναμο εχθρό, αλλά οι ατέλειες στον δικό της στρατό ήταν πολύ κραυγαλέες για να αγνοηθούν.
Και έτσι, δύο μήνες μετά τον πόλεμο με την Γεωργία [7], το Κρεμλίνο ξεκίνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα αμυντικού εκσυγχρονισμού και στρατιωτικής αναδιάρθρωσης. Οι προσπάθειες αυτές, που οι Ρώσοι αξιωματούχοι είχαν προβλέψει ότι θα κοστίσουν περίπου 700 δισ. δολάρια μέχρι το 2020, έχουν ως στόχο να μετατρέψουν τον ρωσικό στρατό από μια μαζική μόνιμη δύναμη σχεδιασμένη για παγκόσμιο πόλεμο μεγάλων δυνάμεων σε μια ελαφρύτερη, πιο κινητική δύναμη κατάλληλη για τοπικές και περιφερειακές συγκρούσεις. Η Μόσχα έχει δεσμευτεί να βελτιώσει το σύστημα διοίκησης και ελέγχου, να βελτιώσει την ετοιμότητα μάχης των στρατευμάτων της, και να μεταρρυθμίσει τις [διαδικασίες για τις] προμήθειες. Και σε μια ριζική ρήξη από ένα μοντέλο που είχε τεθεί σε ισχύ την δεκαετία του 1870, η Ρωσία υιοθέτησε μια ευέλικτη δομή ισχύος που θα της επιτρέψει να αναπτύσσει γρήγορα στρατεύματα κατά μήκος της περιφέρειας της χώρας χωρίς να προχωρά σε μαζική κινητοποίηση.
Η αμυντική βιομηχανία της Ρωσίας, εν τω μεταξύ, άρχισε να προμηθεύει αυτήν την μετασχηματιζόμενη δύναμη με σύγχρονα οπλικά συστήματα και εξοπλισμό. Το 2009, μετά από μια παύση περίπου δύο δεκαετιών, κατά τις οποίες το Κρεμλίνο είχε κόψει συνολικά την χρηματοδότηση εκτός από ασκήσεις επιπέδου λόχου ή τάγματος, οι ρωσικές δυνάμεις άρχισαν να αναλαμβάνουν στρατιωτικές ασκήσεις μεγάλης κλίμακας, συχνά χωρίς προειδοποίηση, για να βελτιώσουν την πολεμική ετοιμότητά τους. Ίσως το πιο σημαντικό, οι Ρώσοι στρατιώτες, ναύτες και αεροπόροι άρχισαν να πληρώνονται σχετικά αξιοπρεπώς. Μέχρι την στιγμή που ξέσπασε η κρίση Ουκρανία, ο στρατός της Ρωσίας ήταν πολύ ισχυρότερος από ό, τι η αποδιοργανωμένη και ελλιπώς εξοπλισμένη δύναμη που είχε συρθεί στην Γεωργία μόλις πεντέμισι χρόνια πριν.
Η Ευρώπη γίνεται διπολική
Ο ρωσικός στρατός εξετέλεσε άψογα την επιχείρηση Κριμαία, καταλαμβάνοντας γρήγορα την χερσόνησο με ελάχιστες απώλειες. Σχεδιαγράμματα της κατάληψης πρέπει να υπήρχαν εδώ και χρόνια, τουλάχιστον από τότε που η Ουκρανία εξέφρασε ενδιαφέρον για ένταξη στο ΝΑΤΟ το 2008. Αλλά χρειάστηκε μια μεταρρύθμιση του στρατού, καθώς και ένας αξιοσημείωτος βαθμός συντονισμού μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών και οργανισμών της Ρωσίας, για να πραγματοποιηθούν.
Η επιχείρηση στην Κριμαία δεν ήταν ένας πόλεμος πληγμάτων, αλλά η πραγματική μάχη ακολούθησε λίγες εβδομάδες αργότερα στην Donbas. Αντί να διατάξει μια τεράστια διασυνοριακή εισβολή στην ανατολική Ουκρανία όπως η Μόσχα είχε εμμέσως απειλήσει και το Κίεβο φοβόταν, η κυβέρνηση Πούτιν κατέφυγε σε μια τακτική γνωστή στην Δύση ως «υβριδικός πόλεμος»: Η παροχή υλικοτεχνικής και πληροφοριακής υποστήριξης των φιλο-ρώσων αυτονομιστών στην Donbas ενώ διεξάγονται στρατιωτικές ασκήσεις κοντά στα ουκρανικά σύνορα για να κρατήσουν το Κίεβο εκτός ισορροπίας. Η Μόσχα όντως έστειλε εν ενεργεία Ρώσους αξιωματικούς στην ανατολική Ουκρανία, μερικοί από τους οποίους ήταν φαινομενικά σε άδεια. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού που παρείχε η Ρωσία στην χώρα αποτελείτο από εθελοντές, και οι τακτικές ρωσικές μονάδες επιχειρούσαν εκεί μόνο περιστασιακά.
Την ίδια στιγμή, η Ρωσία προειδοποίησε τις χώρες του ΝΑΤΟ: Μείνετε έξω από την σύγκρουση, αλλιώς μπορεί να σας επηρεάσει επίσης. Ρωσικά πολεμικά αεροσκάφη -τα οποία το 2007 είχαν ξαναρχίσει περιπολίες όπως εκείνα της εποχής του Ψυχρού Πολέμου σε όλο τον κόσμο- περιτριγύριζαν τα σύνορα του Ηνωμένου Βασιλείου, των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και αρκετών σκανδιναβικών χωρών, και πήγαιναν κοντά σε Δυτικά αεροπλάνα πάνω από την Βαλτική και τη Μαύρη Θάλασσα. Ο Πούτιν αργότερα παραδέχτηκε στην ρωσική τηλεόραση ότι είχε μελετήσει ακόμη και να θέσει τις πυρηνικές δυνάμεις της Ρωσίας σε υψηλή επιφυλακή για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της στην Ουκρανία.
Η Ρωσία επωφελήθηκε από την εκστρατεία της Ουκρανίας με διάφορους τρόπους. Το τέχνασμα επέτρεψε στην Μόσχα να ενσωματώσει την Κριμαία, και άφησε το Κίεβο να φοβάται μια εισβολή πλήρους κλίμακας, κάτι που έκανε τη νέα ουκρανική ηγεσία να εγκαταλείψει την ιδέα της χρησιμοποίησης όλων των διαθέσιμων δυνάμεων της χώρας για να καταστείλει την αυτονομιστική εξέγερση στην Donbas. Επίσης, αμφισβήτησε ευθέως την κυριαρχία των ΗΠΑ στην περιοχή, τρομοκρατώντας μερικές από τις γειτονικές χώρες της Ρωσίας, ιδιαίτερα τις χώρες της Βαλτικής, οι οποίες φοβούνται ότι η Μόσχα θα μπορούσε να ξεκινήσει παρόμοιες ενέργειες για την υποστήριξη των δικών τους μειοψηφικών ρωσικών πληθυσμών. Ωστόσο, με το να προκαλέσουν ακόμα πιο βαθιά εχθρότητα προς την Ρωσία, όχι μόνο μεταξύ των ελίτ της Ουκρανίας, αλλά και μεταξύ του ευρύτερου πληθυσμού της, οι στρατιωτικές ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία είχαν επίσης ένα σημαντικό μειονέκτημα.
Η χρήση βίας από την Μόσχα για να αλλάξει τα σύνορα και να προσαρτήσει εδάφη δεν σηματοδότησε τόσο την επανεμφάνιση της realpolitik στην Ευρώπη -τα Βαλκάνια και ο Καύκασος είδαν αυτή την στρατηγική λογική να κυριαρχεί στην δεκαετία του 1990 και τα πρώτα χρόνια του αιώνα- όσο χρησίμευσε ως ένδειξη της προθυμίας και της ικανότητας της Ρωσίας να ανταγωνιστεί στρατιωτικά με το ΝΑΤΟ. Το 2014 η ευρωπαϊκή ασφάλεια έγινε και πάλι διπολική.
Ο Πούτιν σπάει το καλούπι
Παρ’ όλες τις καινοτομίες της, η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία [8] δεν τερμάτισε την τάση της Μόσχας να προβάλει ισχύ μόνο εντός των συνόρων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Η Ρωσία τερμάτισε αυτή την τάση πέρυσι, όταν βούτηξε στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας. Απέστειλε αρκετές δεκάδες αεροσκάφη στην Συρία για να χτυπήσουν το αυτοαποκαλούμενο Ισλαμικό Κράτος (επίσης γνωστό ως ISIS) και άλλες κατά του Άσαντ δυνάμεις, τοποθέτησε προηγμένα συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας εντός της Συρίας, έστειλε στρατηγικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα για εξορμήσεις σε όλη την χώρα από βάσεις στην κεντρική Ρωσία, και διέταξε το ρωσικό ναυτικό να εξαπολύσει πυραύλους κατά συριακών στόχων από θέσεις στην Κασπία και την Μεσόγειο. Με αυτόν τον τρόπο, η Ρωσία υπονόμευσε το de facto μονοπώλιο στην παγκόσμια χρήση της βίας που είχαν διατηρήσει οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο άμεσος στρατιωτικός στόχος της Μόσχας στην Συρία ήταν να αποτρέψει την ήττα του στρατού του Ασάντ και την μετέπειτα κατάληψη της Δαμασκού από το ISIS, έναν στόχο που επεδίωξε να επιτύχει κυρίως μέσω της ενίσχυσης των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων και των συμμάχων τους από την Χεζμπολάχ και το Ιράν. Ο πολιτικός στόχος της, εν τω μεταξύ, ήταν να μηχανευτεί μια ειρηνική διευθέτηση που θα προστατεύει τα ρωσικά συμφέροντα στην χώρα και την ευρύτερη περιοχή -πάνω απ’ όλα, με την εξασφάλιση ότι η μεταπολεμική μετά τον Άσαντ κυβέρνηση της Συρίας θα παραμένει φιλική προς την Ρωσία˙ ότι η Μόσχα θα είναι σε θέση να διατηρήσει στρατιωτική παρουσία στην Συρία˙ και ότι οι εν καιρώ πολέμου συνεργασίες της Ρωσίας με το Ιράν, το Ιράκ, και τις κουρδικές δυνάμεις θα παραγάγουν διαρκείς πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς.
Russia_BUK
Οχήματα του ρωσικού στρατού πριν από μια πρόβα για την παρέλαση της Ημέρας της Νίκης, στην κεντρική Μόσχα, τον Απρίλιο του 2015. MAXIM SHEMETOV / REUTERS
Ακόμη πιο σημαντικό, ο Πούτιν επιδιώκει να επιβεβαιώσει το καθεστώς της Ρωσίας ως μεγάλη δύναμη, εν μέρει δουλεύοντας μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες ως κύριος συμμετέχων στην διπλωματική διαδικασία για τον τερματισμό του πολέμου και ως εγγυητής της επακόλουθης διευθέτησης. Η ιστορική αποστολή του Πούτιν, όπως ο ίδιος το βλέπει, είναι να κρατήσει την Ρωσία σε ένα κομμάτι, και να την ξαναβάλει στην δικαιωματική θέση της μεταξύ των δυνάμεων του κόσμου˙ η παρέμβαση της Ρωσίας στην Συρία έχει αποδείξει την σημασία της στρατιωτικής ισχύος στην επίτευξη αυτού του στόχου. Ενεργώντας με τόλμη, παρά τους περιορισμένους πόρους της, η Ρωσία έχει βοηθήσει να μεταβληθεί η στρατηγική ισορροπία στην Συρία και οργάνωσε μια θεαματική επιστροφή σε μια περιοχή όπου η σημασία της είχε εξαλειφθεί πριν από 25 χρόνια.
Η επιχείρηση στην Συρία είχε και τα μειονεκτήματά της για την Μόσχα. Τον Νοέμβριο του 2015, ένα τουρκικό μαχητικό κατέρριψε ένα ρωσικό βομβαρδιστικό κοντά στα σύνορα Συρίας-Τουρκίας, το πρώτο τέτοιο περιστατικό μεταξύ Ρωσίας και μιας χώρας του ΝΑΤΟ σε περισσότερο από μισό αιώνα. Η Ρωσία απέφυγε τα στρατιωτικά αντίποινα, αλλά οι σχέσεις της με την Τουρκία, έναν σημαντικό οικονομικό εταίρο, υπέστησαν συντριπτικό πλήγμα όταν η Μόσχα επέβαλε κυρώσεις που θα μπορούσαν να κοστίσουν στην τουρκική οικονομία δισεκατομμύρια δολάρια. Συντασσόμενη με τα σιιτικά καθεστώτα στο Ιράν, το Ιράκ και την Συρία, η Ρωσία θα μπορούσε επίσης να αποξενώσει τον δικό της πληθυσμό των περίπου 16 εκατομμυρίων Μουσουλμάνων, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι σουνίτες. Αντιμέτωπη με τον κίνδυνο αυτό, η Μόσχα έχει επιχειρήσει να βελτιώσει τους δεσμούς με κάποιους από τους σουνίτες δρώντες της Μέσης Ανατολής, όπως η Αίγυπτος˙ έχει επίσης ποντάρει στο ότι η διατήρηση του στρατού του Άσαντ στην ζωή θα διασφαλίσει πως οι χιλιάδες των τζιχαντιστών της Ρωσίας και της Κεντρικής Ασίας που αγωνίζονται με το ISIS στο Ιράκ και την Συρία δεν θα επιστρέψουν ποτέ για να προκαλέσουν προβλήματα εγχωρίως. Έτσι, ο πόλεμος της Μόσχας για την στήριξη του Άσαντ και κατά του ISIS υπήρξε επίσης μια προσπάθεια να σκοτώσει τα άτομα που θα μπορούσαν να απειλήσουν την ίδια την σταθερότητα της Ρωσίας.
Όχι στην πίσω αυλή μου
Πού θα πάει ο ρωσικός στρατός μετά; Η Μόσχα βλέπει προς την Αρκτική, όπου η επιτάχυνση της υποχώρησης του θαλάσσιου πάγου εκθέτει πλούσια ενεργειακά αποθέματα και κάνει την εμπορική ναυτιλία πιο βιώσιμη. Οι αρκτικές παράκτιες χώρες οι οποίες είναι όλες μέλη του ΝΑΤΟ εκτός από την Ρωσία, ανταγωνίζονται για την πρόσβαση σε πόρους εκεί˙ η Ρωσία, από την πλευρά της, ελπίζει να επεκτείνει την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της (ΑΟΖ) στον Αρκτικό Ωκεανό, έτσι ώστε να μπορεί να διεκδικήσει πολύτιμα ορυκτά κοιτάσματα και να προστατεύσει την διαδρομή της Βόρειας Θάλασσας, ένα πέρασμα για τις θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας που περνά κατά μήκος της ακτής της Σιβηρίας. Για να ενισχύσει την θέση της στον απώτατο Βορρά, η Ρωσία επανενεργοποίησε μερικές από τις στρατιωτικές βάσεις της εκεί που είχαν εγκαταλειφθεί μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Κατασκευάζει, επίσης, έξι νέες στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην περιοχή. Οι εντάσεις στην Αρκτική παραμένουν ήπιες, αλλά αυτό θα μπορούσε να αλλάξει εάν υπάρξει μια μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας αλλού ή εάν η Φινλανδία και η Σουηδία, οι δύο ιστορικά ουδέτερες σκανδιναβικές χώρες, υποβάλουν αίτηση για ένταξη στο ΝΑΤΟ [9].
Το πιο πιθανό είναι ότι η Ρωσία θα αναλάβει στρατιωτική δράση κοντά στα νότια σύνορά της, ιδιαίτερα αν το ISIS, το οποίο έχει δημιουργήσει μια βάση στο Αφγανιστάν [10], καταφέρει να επεκταθεί στα κράτη της Κεντρικής Ασίας, τα οποία είναι σχετικά εύθραυστα. Οι χώρες με τις μεγαλύτερες οικονομίες της περιοχής, το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν, θα αντιμετωπίσουν σύντομα μεταβάσεις ηγεσίας καθώς οι υπερεβδομηκοντούτεις πρόεδροί τους θα παραιτηθούν ή θα πεθάνουν [στμ: Όπως συνέβη όντως στο Ουζμπεκιστάν που αυτές τις ημέρες εξέλεξε τον νέο πρόεδρό του]. Η Κιργιζία και το Τατζικιστάν, όπου η Ρωσία διατηρεί μικρό στρατό και αεροπορικές δυνάμεις, δεν θα αποδειχθούν σταθερές μακροπρόθεσμα˙ όπως και το Τουρκμενιστάν, παρουσιάζουν υψηλή ανεργία, κρατική διαφθορά, εθνοτικές εντάσεις και θρησκευτικό ριζοσπαστισμό -το ίδιο είδος προβλημάτων που προκάλεσαν την Αραβική Άνοιξη.
Η ανάμνηση του Σοβιετικού τέλματος στο Αφγανιστάν είναι ακόμα πολύ φρέσκια στο Κρεμλίνο για να εξετάσει σοβαρά να εισβάλει και πάλι στην χώρα για να κατανικήσει το ISIS εκεί˙ Αντ’ αυτού, θα συνεχίσει να στηρίζει την κυβέρνηση του Αφγανιστάν και τις προσπάθειες των Ταλιμπάν να νικήσουν την οργάνωση. Αλλά αυτό δεν ισχύει στην Κεντρική Ασία, την οποία η Ρωσία θεωρεί ζωτική ζώνη ασφαλείας. Αν η κυβέρνηση του Καζακστάν, της Κιργιζίας ή του Τατζικιστάν αντιμετωπίσουν μια μεγάλη πρόκληση από ισλαμιστές εξτρεμιστές, η Ρωσία είναι πιθανό να παρέμβει πολιτικά και στρατιωτικά, ίσως κάτω από την εντολή του Οργανισμού Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας (Collective Security Treaty Organization), μια συμμαχία στην οποία ανήκουν και οι τέσσερις χώρες.
Κατά τα προσεχή έτη, λοιπόν, ο στρατός της Ρωσίας θα συνεχίσει να εστιάζει στην τεράστια γειτονιά της χώρας στην ευρύτερη Ευρασία, όπου η Μόσχα πιστεύει ότι η χρήση βίας αποτελεί στρατηγική άμυνας. Αν το εγχείρημα της Ρωσίας στην Συρία αποτύχει να επιτύχει τους πολιτικούς στόχους της Μόσχας εκεί, ή αν η οικονομία της Ρωσίας επιδεινωθεί σημαντικά, αυτή η περίπτωση παρέμβασης πέραν του εγγύς εξωτερικού της χώρας μπορεί να αποδειχθεί εξαίρεση. Αν όχι, η Ρωσία θα μπορούσε να μάθει να χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την στρατιωτική της ισχύ σε όλο τον κόσμο, υποστηρίζοντας τον ισχυρισμό της ότι είναι μια από τις μεγάλες δυνάμεις του κόσμου, μαζί με την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ένα νέο αδιέξοδο;
Ακόμη και ενώ η Μόσχα έχει μεταρρυθμίσει τον στρατό της για να αντιμετωπίζει νέες απειλές, ο ρωσικός αμυντικός σχεδιασμός έχει παραμείνει σταθερά προσηλωμένος στις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ, που το Κρεμλίνο εξακολουθεί να θεωρεί πρωταρχικές προκλήσεις. Η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας της Ρωσίας για το 2016 περιγράφει την πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Ρωσία, ως ανασχετική˙ καθιστά επίσης σαφές ότι η Ρωσία θεωρεί την συγκέντρωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ ως απειλή, καθώς και την ανάπτυξη των αμερικανικών αμυντικών βαλλιστικών πυραύλων και το εν εξελίξει σχέδιο του Πενταγώνου για να αποκτήσει την ικανότητα να χτυπά οπουδήποτε στην γη με συμβατικά όπλα μέσα σε μια ώρα. Για να αντιμετωπίσει αυτές τις κινήσεις, η Ρωσία εκσυγχρονίζει το πυρηνικό της οπλοστάσιο και την δική της αεροπορική και πυραυλική άμυνα. Η Μόσχα, επίσης, αναθεωρεί το πρότυπο ανάπτυξης των δυνάμεών της, ιδιαίτερα κατά μήκος των δυτικών συνόρων της Ρωσίας, και κατά πάσα πιθανότητα θα εμβαθύνει την στρατιωτική παρουσία της στον θύλακα της Βαλτικής, το Καλίνινγκραντ. Η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία και η Πολωνία είναι ασφαλείς, όμως, έστω και αν δεν αισθάνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο [11]: Το Κρεμλίνο δεν έχει κανένα συμφέρον να διακινδυνεύσει πυρηνικό πόλεμο επιτιθέμενο εναντίον ενός κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ, και η σφαίρα του ρωσικού ελέγχου την οποία ο Πούτιν φιλοδοξεί, βεβαίως αποκλείει αυτές τις χώρες.
Την ίδια στιγμή που η Ρωσία ανοικοδομεί τον στρατό της, το ΝΑΤΟ αναδιατάσσει την δική του στρατιωτική παρουσία στην ανατολική Ευρώπη. Το αποτέλεσμα θα είναι πιθανώς μια νέα και αορίστου χρόνου στρατιωτική αντιπαράθεση. Αντίθετα από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, όμως, υπάρχει μικρή προοπτική για συμφωνίες ελέγχου των εξοπλισμών μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης οποτεδήποτε σύντομα, λόγω των πολλών διαφορών στις συμβατικές στρατιωτικές τους δυνατότητες. Πράγματι, οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις είναι απίθανο να γίνουν τόσο ισχυρές όσο ο στρατός των ΗΠΑ ή να απειλήσουν ένα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ με μια μαζική εισβολή, ακόμη και μακροπρόθεσμα. Παρά το γεγονός ότι η Μόσχα επιδιώκει να παραμείνει ένας σημαντικός παίκτης στην διεθνή σκηνή, οι Ρώσοι ηγέτες έχουν εγκαταλείψει τις σοβιετικής εποχής φιλοδοξίες περί παγκόσμιας κυριαρχίας και διατηρούν κακές αναμνήσεις από την κούρσα των εξοπλισμών της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, η οποία μοιραία αποδυνάμωσε την Σοβιετική Ένωση.
Έτι περαιτέρω, οι πόροι της Ρωσίας είναι πολύ πιο περιορισμένοι από αυτούς των Ηνωμένων Πολιτειών: Η αγωνιζόμενη οικονομία της δεν είναι πουθενά κοντά στο μέγεθος της οικονομίας των ΗΠΑ, και ο γηράσκων πληθυσμός της είναι λιγότερος από το μισό του πληθυσμού των ΗΠΑ. Η ρωσική αμυντική βιομηχανία, έχοντας μόλις επιζήσει από δύο δεκαετίες παραμέλησης και παρακμής, αντιμετωπίζει ένα διαρκώς συρρικνούμενο εργατικό δυναμικό, αδυναμίες σε βασικούς τομείς όπως η ηλεκτρονική, και απώλεια παραδοσιακών προμηθευτών όπως η Ουκρανία. Παρά το γεγονός ότι οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας έφθασαν το 4,2% του ΑΕΠ το 2015, η χώρα δεν μπορεί να αντέξει τόσο υψηλό κόστος για πολύ χωρίς περικοπές σε βασικές εγχώριες ανάγκες, ιδιαίτερα εν τη απουσία ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης. Προς το παρόν, ακόμη και υπό τους περιορισμούς των χαμηλών ενεργειακών τιμών και των Δυτικών κυρώσεων, οι Ρώσοι αξιωματούχοι έχουν υποσχεθεί να συνεχίσουν τον εκσυγχρονισμό του στρατού, αν και με ελαφρώς βραδύτερο ρυθμό από ό, τι είχε αρχικά προγραμματιστεί.
Ο Πούτιν και άλλοι Ρώσοι αξιωματούχοι κατανοούν ότι το μέλλον της Ρωσίας και το δικό τους εξαρτάται κυρίως από το πώς αισθάνονται οι απλοί πολίτες. Ακριβώς όπως η προσάρτηση της Κριμαίας ήταν μια άσκηση ιστορικής δικαιοσύνης για το μεγαλύτερο μέρος του ρωσικού κοινού, οι υψηλές αμυντικές δαπάνες θα είναι δημοφιλείς τόσο όσο οι Ρώσοι πολίτες θα πιστεύουν ότι δικαιολογούνται από την διεθνή θέση της χώρας τους. Μέχρι στιγμής, αυτό φαίνεται να ισχύει. Το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού θα μπορούσε να γίνει πρόβλημα, όμως, αν απαιτήσει σημαντικές περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες και παραγάγει μια απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου. Ο ρωσικός λαός είναι γνωστός για την ανθεκτικότητά του αλλά εκτός κι αν το Κρεμλίνο βρει έναν τρόπο για την ανοικοδόμηση της οικονομίας και για να παρέχει καλύτερη διακυβέρνηση στα επόμενα τέσσερα ή πέντε χρόνια, το κοινωνικό συμβόλαιο στα θεμέλια του πολιτικού συστήματος της χώρας θα μπορούσε να ξηλωθεί. Το δημόσιο αίσθημα δεν είναι ένα ασήμαντο θέμα από αυτή την άποψη: Η Ρωσία είναι μια απολυταρχία, αλλά μια απολυταρχία με την συγκατάθεση των κυβερνωμένων.
Σύνδεσμοι:
[1] https://twitter.com/dmitritrenin
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/belarus/1991-02-01/collapse-sovi…
[3] http://www.nytimes.com/2000/10/27/world/none-of-us-can-get-out-kursk-sai…
[4] https://www.foreignaffairs.com/reviews/2015-04-20/putins-hard-turn
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2015-08-25/russias-co…
[6] http://www.nationalinterest.org/feature/pay-attention-america-russia-upg…
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2008-11-01/five-day-war
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2014-08-18/why-ukrain…
[9] https://www.foreignaffairs.com/interviews/2016-04-06/standing-nato
[10] http://www.nytimes.com/2016/01/21/world/asia/obama-relaxes-rules-for-str…
[11] https://www.foreignaffairs.com/articles/baltics/2015-07-01/baltic-balance

Σχόλια