Ημερολόγιον Χρήστου Καραγιάννη: Υποχώρηση από το μικρασιατικό μέτωπο και επιστροφή

Ο Χρήστος Καραγιάννης του Ιωάννου και της Παγώνας, γεννήθηκε το 1892 στο χωριό Αγ. Τριάδα (Στεβενίκο) της Βοιωτίας. Δεν πήγε σχολείο. Μόνος του έμαθε γράμματα. Το 1918 η πατρίδα τον κάλεσε «επί τα όπλα». Έως το 1922 συμμετείχε διαδοχικά στον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο, στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία κατά των Μπολσεβίκων και την μικρασιατική εκστρατεία. Πολεμούσε κι έγραφε ημερολόγιο. Ένα ημερολόγιο που το 1976 έγινε βιβλίο, μόλις δυο μήνες μετά το θάνατό του. «Το ημερολόγιον Χρήστου Καραγιάννη 1918 - 1922», εκδόσεις Απόστολου Αποστολόπουλου. 
Ακολουθούν επιλεγμένα αποσπάσματα από «Το Ημερολόγιον Χρήστου Καραγιάννη, 1918 – 1922».
Φτάσαμε στο απροχώρητο

Σ’ αυτό το σημείο που φτάσαμε τώρα σταματήσανε όλα τα μηχανήματα επί τόπου. Τελείωσε η πεδινή χαράδρα κι αρχίζει το ανώμαλο έδαφος. Τα μεγάλα φορτηγά αυτοκίνητα, βουλιάξανε. Οι ρόδες τους μέσα στις λάσπες και στα βαρυκιά. Κι οι οδηγοί τους κι οι βοηθοί των οδηγών των αυτοκινήτων με φόβο και βιασύνη αρπάζουν καμμιά βαλίτσα η κανένα μικρό δέμα στα χέρια τους κι αφήνουν το αυτοκίνητο στο έλεος του θεού.

Το έδαφος εδώ στενεύει κι αρχίζει το ανώμαλο περπάτημα. Τα πυροβολικά σώματα σταματήσαν επί τόπου. Αδύνατο να προχωρήσουνε άλλο. Μπροστά μας ορθώνεται ένας δασωμένος λόφος. Ο δρόμος ανεβαίνει με στροφές προς το λόφο. Τώρα γίναν κι οι οδηγοί πεζοί και φεύγουν ακολουθώντας το δρόμο προς τη χαράδρα. Οταν ανέβηκα και γω πάνω στη κορφή του λόφου κοίταξα πίσω μου για να δω προς τη χαράδρα που άδειασε από τον ελληνικό στρατό και γιόμισε από τον τούρκικο. Μια δική μας πυροβολαρχία δεν είχε ακόμα διαλυθεί κι άρχισε να βάλει μερικές φυτευτές οβίδες στη τουρκική φάλαγγα. Αυτό μας ενθάρρυνε λίγο και χωρίς αξιωματικούς, και χωρίς διοικητές σταματήσαμε κι αρχίσαμε τη μάχη. Η τουρκική φάλαγγα αραιώνει και παίρνει κανονική θέση για μάχη. Προσπαθεί να μας κυκλώσει κι όταν πλησιάζει στους πρόποδες του λόφου, εμείς ευτυχώς είχαμε βοήθεια από το πυκνό δάσος και δεν μας βλέπουν κι έτσι χάνουν το στόχο οι εχθροί, τους χτυπούμε. Για λίγη ώρα ξεχάσαμε τον κίνδυνο. Μας φάνηκε πως ήτανε το κακό τόσο που ούτε βλέπουμε ούτε μας βλέπουν. Μερικοί άντρες πέρασαν από μπροστά μας. Εγκατάλειψαν το μέρος που είχαμε παραταχτεί πιο δεξιά από μας και πηγαίνουνε με τα όπλα τους προς το αριστερό μέρος πού ναι πιο κατάλληλο για άμυνα. Κι αυτοί φεύγουνε για πάντα όπως είχε φύγει ο στρατός χωρίς να το καταλάβουμε και μεις οι πιστοί. Εκεί μπροστά, που περνούνε αυτές οι μικρό ομάδες μόλις ξεμπουκάρουν από το,δάσος σε ένα γυμνό μέρος σωριάστηκε ένας από κάποια ομάδα. Ητανε ο Λίτσας Ιωάννης από Βρανέζι της Λειβαδιάς. Τον βρήκε μια σφαίρα και τον άφησε για πάντα στο λόφο. Το δικό μας πυροβολικό δεν ξανακούστηκε.

Εχει πολύ ώρα που σταμάτησε κι η θέση μας χειροτερεύει. Δεν μας γλυτώνει παρά μόνο μια γερή αντεπίθεση. Αλλά ποιός να δώσει το σύνθημα; Που βρισκόμαστε χωρίς κεφαλή; Βλέπω γύρω γύρω να κινούνται, και να ανακατεύονται οι στρατιώτες του πεζικού και του πυροβολικού.

Να υποχωρούν με τα όπλα τους και με βήμα ταχύ. Ακόμα δεν έχω αποφασίσει για να φύγω παρά μόνο αλλάζω θέση. Αποτραβήχτηκα πιο πέρα και κάθισα κάτω από κάτι μικρά πευκάκια μαζί με άλλους 2 συναδέλφους μου. Νομίζουμε πως κάποιος θα μας ειδοποιήσει να φύγουμε. Είχα ελπίδες τώρα σαν του δένδρου τα φύλλα όπου τα παίρνει ο άνεμος και μένουν γυμνά τα κλωνάρια. Πάνω στη σκέψη και στη παραζάλη μου με τρόμαξε ένας συμπολεμιστής μου με μια γερή κλωτσιά που μούδωσε λέγοντας μου: σήκω συνάδελφε να φύγουμε όπως φύγανε όλοι. Κάτι λίγοι έχουμε μείνει εδώ, οι πιο κουτοί άνθρωποι. Η στιγμή αυτή είναι κρίσιμη. Εχουμε περικυκλωθεί κι άν πέσουμε στα χέρια τους...      

Πήραμε την απόφαση και σηκωθήκαμε από την θέση μας κατευθυνόμαστε προς τα αριστερά. Θεωρώντας σαν πιο ακίνδυνο το μέρος αυτό, προσπαθούμε να βρούμε το δρόμο της ιστορικής χαράδρας τουλου Μπουνάρ για να ξεφύγουμε. Με την σκέψη αυτή αποφασίσαμε και σηκωθήκαμε και προχωρήσαμε, πρώτα όμως ακούσαμε μια ομοβροντία πυροβολισμών. Αυτοί οι πυροβολισμοί μας ανάγκασαν να σταματήσουμε επί τόπου κι απότομα. Μετά από αυτό ακούσαμε σπαραχτικές φωνές κι έτσι αναγκαστήκαμε να τρυπώσουμε πάλι στο ίδιο μέρος στα πυκνά πευκάκια. Εκεί κρύφτηκα σε πιο πυκνά κλωνάρια και δεν άργησαν να φανούν οι τούρκοι ιππείς συνοδεύοντας ομάδες ελλήνων. Αλλοι κρατούνε τις γυμνωμένες σπάθες στα χέρια τους κι άλλοι κοντάρια κι οδηγούνε τους Ελληνες και σκοτώνουνε καθ’ οδό με τα κοντάρια τους και συγκεντρώνουνε κάτω στο οροπέδιο.

Μια ομάδα από έλληνες που περνούνε από μπροστά μου και τη συνοδεύαν οι τούρκοι τους φωνάζουν με τη γλώσσα τους τεσλήμ τεσλήμ, παραδοθείτε. Ενας έλληνας σύστησε στους άλλους να σπάσουν τα όπλα και να μην τα παραδώσουν γερά. Ισως αυτός νάτανε κάποιος αξιωματικός.

Δεν ακούγεται τίποτα άλλο εκτός από κλάματα και φωνές. Κραγές απόγνωσης. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Κάθομαι μες τα πεύκα. Το αίμα μου παγώνει στις φλέβες και κρύος ιδρώτας με λούζει. Τα μιλίγγια μου χτυπούν, η αναπνοή μου σταμάτησε. Πότε δοκιμάζω να βγώ και να παραδωθώ στους τούρκους και να ακολουθήσω τους άλλους και να τύχω στην ίδια μοίρα πότε το μετανιώνω και χώνω τη μούρη μου κάτω στο έδαφος για να μην αντικρύζω τους έλληνες που τους χτυπάνε με τα κοντάρια στα στήθια τους οι βάρβαροι τούρκοι. Σήμερα σφάζονται οι ήρωες οι έλληνες. Σήμερα σηκώνουν τα χέρια τους ψηλά και παραδίδονται.

Σήμερα ταπεινώνονται οι έλληνες. Σήμερα ακούν τσελήμ τεσλήμ - παραδοθείτε γκιαουλρλαλ παραδοθείτε άπιστοι. Σήμερα...

Είμαι σαν το λαγό που κάθεται στο γιατάκι του λαχανιασμένος και τα λαγωνικά τον περιτρυγυρίζουν.

17 Αυγούστου. Η νύχτα αρχίζει να απλώνει το μαύρο της πέπλο. Η θύελα πέρασε κι οι έλληνες ωδηγήθηκαν στη σφαγή. Κάπου κάπου ακούω ρόγχους των μισοζώντανων ελλήνων. Αποφάσισα να βγώ από τα χαμηλά πευκάκια κι αφού ερευνήσω γύρω γύρω και σφίξω την καρδιά μου,πήρα τη κατεύθυνση πού πρεπε. Τα μέρη αυτά είναι πολύ γνωστά μου. Τα έχω ξανά περάσει από τη προηγούμενη επιστράτευση. Οι άλλοι δύο συνάδελφοι μου δυστυχώς δεν ξέρω τι απόγιναν. Από την ώρα που ξανά τρύπωσα στο δάσος δεν τους ξανάδα. Ακολούθησα το δρόμο της χαράδρας με κατεύθυνση προς δυσμάς και προς το Γκεντίζ. Δεν είχα προχωρήσει πολύ που άκουσα από πίσω πατήματα και τρομαγμένος παραμέρησα από το στενό δρομάκι ως που φτάσαν άλλοι 3. Ητανε όμως έλληνες στρατιώτες και κείνοι άοπλοι. Είχανε πιαστεί αιχμάλωτοι και κατώρθωσαν να το σκάσουνε. Αριστερά, στα υψώματα μου είπανε πως βρίσκονταν στρατεύματα αδιάλυτα ελληνικά και μάχονται. Από 2-3 γίναμε 16 άντρες, που σωθήκαμε. Κι όλοι συμφωνήσαμε να μην βαδίσουμε όλο το δρόμο γιατί είναι νύχτα και μπορεί να πέσουμε σε καμμιά εχθρική ενέδρα. Παραμερήσαμε από το δρόμο και περπατούμε στα άγρια τούτα μέρη, μες το δάσος, προσέχοντας και διατηρώντας τον προσανατολισμό μας.

18 Αυγούστου 1922. Πλανιόμαστε μέχρι τις 2 τα μεσάνυχτα. Βρεθήκαμε, σε ένα διάσελο κι αγναντερό μέρος που μετά από δω βλέπουμε κάτι φωτιές και πάμε προς τα κεί. Οι φωτιές αυτές είναι ελληνικά χέρια που υποχωρούν και φεύγουν και καίνε τα πάντα. Χωριά, στρούγκες, μύλους κι ότι τύχει μπροστά τους. Από δω και στο εξής τρέχουμε όλο τρέχουμε προς τα κάτω. Μια μεγάλη πυρκαγιά μας οδηγεί και βρήκαμε πάλι το δρομάκο που πάντα ακολουθεί τη μεγάλη κι ατέλειωτη χαράδρα με τις πολλές στροφές και μας κατεβάζει στα χαμηλά. Κάποιος από το μικρό μπουλούκι μας, δεν μας ειδοποίησε πως θα κατουρήσει και του στοίχισε τη ζωή του το κατούρημα. Τρέχοντας για να μας φτάσει ο δειλός αυτός άνθρωπος δεν πρόσεξε και τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν.

Πότε διατηρούμε το δρόμο και πότε τον χάνουμε. Προσέχουμε καλά για να ακολουθούμε την κατεύθυνση και τα μάτια μας τάχουμε καρφώσει στη μεγάλη πυρκαϊά που βλέπουμε.

Εχει ξημερώσει και μόλις πλησιάσαμε στη φωτιά βλέπουμε να καίγεται ένα Οθωμανικό χωριό. Εδώ βρήκαμε έναν ανθυπασπιστή της χωροφυλακής, σκοτωμένο κι αυτόν. Είχε πέσει στα ανάσκελα. Ητανε εύσωμο παλληκάρι. το στόμα του είχε γεμίσει μύγες. Στα αντικρυνά σπίτια δεν είχε ψιάσει η φωτιά ακόμα και βρήκαμε μια ομάδα ελλήνων που είχε αναθέσει σε μια οθωμανίδα να την περιμένουν κι αυτή να ζυμώσει ψωμί για να φάνε. Εγώ με την παρέα μου καταβροχθίσαμε μια τσανάκα γιαούρτι κι αμέσως αναχωρήσαμε προσπαθώντας να φτάσουμε την ουρά της φάλαγγας που υποχωρούσε και να αφήσουμε τους άλλους εκτεθειμένους στον εχθρό. Μετά από 2 ώρες δρόμο κατωρθώσαμε και φτάσαμε μερικούς βραδυπορούντες φαντάρους. Επίσης κι ένα λοχαγό που κάθονταν στο δρόμο ανήσυχος παρακαλώντας τους διαβάτες δείχνοντας τους το γκρεμό της ρεματιάς που είχε πέσει το άλογο του φορτωμένο μέσα στα βυθούλια που κορνάλιζε το νερό. Ο λοχαγός ο δυστυχής ήταν υπεύθυνος του φορτίου που είχε τα χρήματα και το αρχείο του. Μας πρότεινε να σηκώσουμε τα άλογο και να μοιραστούμε τα χρήματα. Τι να κάνω εγώ τα χρήματα; Εως εδώ που τάφερε η μοίρα το ξέρω τι έχω υποφέρει μόνο εγώ. Δεν του δώσαμε καμμιά απάντηση παρά ρίξαμε μια γρήγορη ματιά κάτω στο ρέμα κι είδαμε να σπαρταράει το γκρεμισμένο άλογο και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Ασφαλώς θα βοηθούσαμε το λοχαγό αν δεν ακούγαμε τους βραδυπορούντες που είχαμε αφήσει πίσω να φωνάζουν βοήθεια βοήθεια. Το ιππικό μας σκοτώνει, μας σφάζει σαν κατσίκια. Εμείς μέχρι να ακούσουμε τους άλλους που σκοτώνονται πίσω τρέχαμε κι αποφύγαμε το κίνδυνο. Αυτή τη στιγμή δεν αξίζουν τα χρήματα μπροστά στη ζωή. Μήπως και μεις είμαστε εξασφαλισμένοι; Στιγμή προς στιγμή δευτερόλεπτο δευτερόλεπτο περιμένουμε τη σειρά μας, αν δεν πάρουμε τα μέτρα μας.

13 μάρτυρες

Είχαμε προχωρήσει αρκετά χιλιόμετρα υποχωρούντες όπου ο δρόμος μας έφερε σε πιο ομαλά μέρη κι η μεγάλη χαράδρα κάνει μια κλίση αρι­στερά και λίγο λίγο απομακρύνθηκε από τη μεγάλη ρεματιά. Τα δε δάση συνεχίζουν. Οι ομάδες μας όσο περνούν οι ώρες τόσο λιγοστεύουν. Χά­θηκαν και κείνοι με τα χειρομαντήλια στο χέρι τους. Ούτε ο Πρόεδρος του έκτακτου δικαστηρίου, ούτε ο βασιλικός επίτροπος βρίσκεται. Σε ένα πυκνότατο δάσος και πάνω στο διάσελο, κατά τύχη πέσανε πάνω μας 6 άνθρωποι με ελληνική στρατιωτική στολή, αλλά με αλλιότικη μορφή, και ασυνήθιστες μορφές και κανά δύο από αυτούς είναι περασμένης ηλικίας.

Τους μιλούμε και δεν μας απαντούν στην άρχή, μετά τους ξανά ρωτού­με και μας απάντησαν μπιλμεμ βούρτσες μπιλμεμ ρουμτσε - δεν ξέρουμε ελληνικά. Ητανε 6 τούρκοι χωριάτες ντυμένοι με στρατιωτικά ρούχα χακί και με πολιτικά ρούχα στην αμασχάλη. Αοπλοι όμως. Σαν άκουσα να μιλάνε τουρκικά, τους ρώτησα τι είναι και που πάνε. Μου απάντησαν πως είμαστε χωριάτες και μας είχαν πάρει αγγαρεία οι έλληνες, και τώρα μας διώξαν και δεν μας χρειάζονται άλλο. Και τα ρούχα που τα πήραμε, γιατί τα φοράτε; ξανά ρώτησα. Μου είπαν λίγο μπερδεμένα, ότι αυτοί οι στρατιώτες που μας πήρατε, μαζί με τα χαϊβάνια μας και τους αραμπάδες μας, μας τα δώσαν τα ρούχα κι ήτανε καλοί άνθρωποι. Μήπως σκοτώσατε τους καλούς και φορέσατε τα ρούχα τους; Και τώρα μεταμφιεσμένοι θα μας κάνετε κακό; μόλις άκουσαν αυτά τα λόγια μου αυτοί, δεν μου απάντησαν αλλά κομπιάσανε και αλλάξανε χρώμα. Είπα στην ομάδα μου να τους προσέξει γιατί μπορεί νάναι εγκληματίες. Τους είπα να μας ακολουθήσουν. Αλληλοκοιτάχτηκανε και συμμορφώθηκαν. Είχαμε περάσει περίπου μισό χιλιόμετρο που βρήκα στη μέση του δρόμου 13 πτώματα με τα εσώρουχά τους μόνο και τα εξώρουχά τους ήτανε αυτά που φορούσαν οι τούρκοι αιχμάλωτοι μας. Οι 13 μάρτυρες Ελληνες ήτανε τραυματίες και οι νοσοκόμοι συμπεραίνω ότι είχαν αγγαρέψει αυτούς, τους τούρκους για να μεταφέρουν τους τραυματίες κι οι χωριάτες τους σκότωσαν γιατί οι νοσοκόμοι φοβήθηκαν μην πέσουν στα χέρια του εχθρού και τό σκασαν και τους εγκατάλειψαν.

Οι τούρκοι σαν μείνανε μόνοι τους και πείστηκαν ότι δεν υπάρχουν Ελληνες ξέζεψαν τα βόδια, γυμνώσανε τους τραυματίες μας και τους σκότωσαν με λίθους. Κάθε μάρτυρας έχει δεχτεί ένα σωρό λιθάρια στο κεφάλι τους. Τα κεφάλια τους είναι στουμπηγμένα. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται νάχουμε άλλες αποδείξεις για να διαπιστώσουμε το φόνο των 13 συναδέλφων μας. Οπως σκοτώνεις το φίδι και φροντίζεις με κάθε θυσία να του σπάσεις το κεφάλι έτσι και οι τούρκοι εκδικήθηκαν τους τραυματίες μας. Τώρα κυκλωμένοι από την ομάδα μου οι τούρκοι, τους πλησιάσαμε στους σκοτωμένους και τους κάναμε την τελευταία ερώτηση: Ποιός,τους σκότωσε αυτούς, δεν μου απάντησαν παρά τρέμουν και με το ζόρι στέκονται στα πόδια τους.

Τους ξανά ρώτησα, πέστε μου ποίος από σας τους σκότωσε και γω είμαι ο ζαμπίτ - αξιωματικός και θα σας αφήσω λεύτερους να φύγετε. Τότε τόλμησε ένας από αυτούς και μου λέει: Οχι εμείς, αλλά οι τσέτες τους σκότωσαν. Και γιατί δεν πήραν σι τσέτες τα ρούχα τους και τα πήρατε εσείς; Καμμιά απάντηση δεν μούδωσαν. Τους βάλαμε τότε και κάτσανε χάμω πάνω στους σκοτωμένους και τους σκοτώσαμε και τους 6, Στην υποχώρηση κάθε ώρα και στιγμή δίνουμε τροφή στο θάνατο.

Η Αρμένισσα κι ο κατάσκοπος

Σαν φτάσαμε και κολήσαμε και μεις στην ουρά της φάλαγγας, που γρή­γορα υποχωρούσε, είδαμε δίπλα από το δρόμο μια μάζα ανθρώπινη(που στη μέση είχε ένα ανθυπασπιστή και τον πίεζε να ομολογήσει την αλή­θεια.

Τον θεωρούσαν για τούρκο κατάσκοπο μεταμφιεσμένο σε Ελληνα αξιωματικό. Του κάνανε διάφορες ερωτήσεις, από που κατάγεται, που υπηρετούσε και πως ονομάζονταν οι διοικητές του. Στιγμές λίγες κάθησα παρακολουθώντας την απολογία του, αλλά μπερδεύονταν συνέχεια. Τους άφησα και έφυγα. Η ομάδα μου, ως εδώ που στάθηκε μαζί μου πιστά και αφοσιωμένα τώρα διαλύθηκε, καθένας πάει όπου θέλει. Σώμα χωρίς κεφάλι. Είναι βράδυ και δεν έχει νυχτώσει ακόμα καλά καλά, που πέσαμε σε καλλιεργημένα μέρη και βρήκαμε αγρούς σπαρμένους με φασόλια κι αραποσίτη. Δεν μας πειράζει που τα αραποσίτια τα τρώμε ωμά και καταπραϋνουμε την πείνα μας. Εδώ ενώνονται διάφορα ποταμάκια που σχηματίζουνε το ονομαζόμενο γκεντιζτσάϊ. Η διεύλευση του ποταμού στους πεζούς είναι δύσκολη. Πρέπει να πίανονται 4-4 ή 5-5 μαζύ για να περάσουνε, και να βραχούν μέχρι τα γόνατα. Κάθησα λίγο για να ξεκουραστώ παρατηρώντας μια αχτίνα για να ανακαλύψω κανένα πέρασμα για να περάσω το ποτάμι. Πουθενά δεν στενεύει για να πηδήξω, αλλά ένα γεφύρι βλέπω, που κανείς δεν τόχε σκεφτεί. Είχε πέσει μια ιτιά από το ένα μέρος του ποταμιού ως το άλλο και το σκεπάζει το ποτάμι κι έτσι σχηματίζεται μια μονόξυλη γέφυρα.

Μεταξύ όμως, είχε φτάσει μια ταλαίπωρη γυναίκα, μια αρμένισα με ένα παιδάκι 4-5 χρονών. Κι αφού δεν μπορούσε να περάσει το ποτάμι, είχε κάτσει σε ένα λιθάρι και το παιδάκι της έκλαιγε. Την λυπήθηκα και τη ρώτησα γιατί κλαίει. Μου απάντησε πως δεν ξαίρει ελληνικά παρά μόνο τούρκικα κι αρμένικα. Μου είπε πως πέρασαν τόσοι και τόσοι στρατιώτες με μουλάρια και δεν λυπήθηκε κανένας, για να με περάσει απέναντι και φοβάμαι να περάσω γιατί θα με παρασύρει και μένα και το τζου τζουκ - το παιδί μου. Καβάλησα την ιτιά κι άφησα τα πράγματα μου στο πέρα μέρος και γύρισα πάλι από δω και πήρα το παιδάκι της στη μασχάλη μου και την πέρασα αντίπερα. Τώρα η αρμένισα ήτανε μια δειλή γυναίκα, που δεν αποφασίζει ούτε από την ιτιά να περάσει, ούτε από μέσα,παρά άρχισε να κλαίει. Επι τέλους έφτασε κάποιος άλλος συνάδελφος και τη βοήθησε κι έτσι την περάσαμε.

Προχωρόντας έφτασα σε κάτι αγρούς με αραποσίτι σπαρμένους και πολλοί φαντάροι ανάβαν φωτιές και ψήνανε τα αραποσίτια. Εκεί έψησα και γω μερικά αραποσίτια και προχώρησα πιο κάτω. Συνάντησα ένα μικρό χωριό που τούχανε βάλει φωτιά. Πλησιάζω σε ένα σπίτι που δεν είχε φτάσει η φωτιά και κατάφερα με μεγάλο κίνδυνο να τραβήξω ένα σακκί με αλεύρια σβαρνώντας και κυλώντας, το απομάκρυνα από τη φωτιά. Γέμισα ένα σακκίδιο αλεύρι και το υπόλοιπο το μοίρασα στους άλλους συνάδελφους. Τραβήχτηκα πιο έξω σε μια σανιδένια μπαράγκα, που φύλαγε ο μποσταντζής το μποστάνι του και πάνω σε μια σανίδα ζύμωσα και έψησα κουλουράκια. Γέμισα το σακκίδιό μου. Εδώ αφήσαμε το γνωστό χωριό Γκεντιζ δεξιά κι αρχίζει ο δρόμος ο αμαξωτός. Ολοι οι κατά διάθεση και κατά δύναμη βαδίζουν το δρόμο. Εγώ επειδή τα μέρη αυτά τα ξέρω λοξοδρόμησα για να περάσω από 2 υδρόμυλους, με τη σκέψη μήπως ξεκονομήσω κάποιο άλογο, η άλλο είδος ζώου, για να καβαλήσω και να ξεκουραστώ. Η πόρτα του υδρόμυλου είναι ανοιχτή και προχώρησα μερικά βήματα στο εσωτερικό του μακρυνού κτήριου και μόλις αντίκρυσα 4 πελώριους τούρκους που κοκκίνιζεν το κεφάλι τους από το φέσι. τα χρειάστηκα και οπισθοχώρησα αστραπιαία φοβηθείς μήπως μου κλείναν την πόρτα απέξω, κι αλλοίμονο μου. Αυτοί οι 4 τουρκαλάδες σιγοκουβέντιαζαν και εκδήλωναν τη χαρά τους που με είδαν. Θα πίστευαν πως φεύγουμε για πάντα οι γκιουνάνηδες. Ουτε τους μίλησα, ούτε μου μίλησαν και κείνοι.

Εξω απο τους νερόμυλους είναι και τα αλώνια του χωριού. Εδώ βρίσκονται μερικές γυναίκες με τα παιδιά τους. Το αλώνισμα έχει σταματήσει κι οι άντρες τους φαίνεται πως κρύβονται, η απουσιάζουν, η πήρανε κάποιο μάουζερ και κυνηγούν τον ελληνικό στρατό, για να μην πω τον ελεηνό στρατό.

Προχώρησα γρήγορα με κατεύθυνση πρός τη γέφυρα του Γκεντήζ για να φτάσω στην υποχωρούσα φάλλαγα. Στο δρόμο συνάντησα 2 τουρκό- παιδα απο 15-16 χρονών. Τους πρότεινα τα όπλα και σήκωσαν τα χέρια τους. Πράγματι τα παιδάκια σταμάτησαν και σήκωσαν τα χέρια.

Τους έψαξα και στο ένα βρήκα ένα δίκοπο μαχαίρι και στο άλλο ένα πορτοφόλι με λίγες μπακανότες. Αυτός που είχε τα χρήματα μου έκανε εντύπωση γιατί ήταν χαρούμενος και γελαστός. Μου είπε παρακλητικά, να μην του πάρω τα χρήματα αλλά να του αφήσω τα μισά γιατί ήτανε το καϋμένο φτωχό και ροζιασμένο σε κάποιο τσέλικα και μόλις τον πλήρωσε το αφεντικό του. Μη φοβάσαι παιδί μου εμείς δεν ήμαστε ληστές το άφησα και πήγα να φύγω. Το Τουρκοπαίδι όμως με τράβηξε από πίσω και με το γέλιο μου έσφιξε το χέρι μου από ενθουσιασμό.

19 Αυγούστου. Μόλις περάσαμε τη γέφυρα του Γκεντίζ νύχτωσε πάλι, ο αμαξωτός δρόμος εδώ κάνει μια κλίση προς νότο και προς την κατεύθυνση της πόλης Ουσάκ. Τα απέραντα δάση συνεχίζουνε. Ολος ο δρόμος καλύπτεται από δάση και με πελώρια βουνά. Βαδίζουμε μέρα νύχτα. Πότε αφήνω άλλους πίσω κι άλλοτε με αφήνουνε. Καθένας μας σύμφωνα με την υγεία του και με την αντοχή του. Βαδίζουμε όλη τη νύχτα κι όλο στο ίδιο αποσκερό δρόμο. Και την πρωία πού δωσε ο θεός τη μέρα, με αναγνώρισε ένας συνάδελφός μου ο Ζανιάς από το χωριό Σκιπού της Λειβαδιάς.

Με φώναξε ζείς ακόμα Καραγιάννη, ναι του λέω αλλά καλύτερα να έλλειπε τέτοια ζωή. Ητανε τραυματίας και κούτσαινε. Με ζήτησε να τον βοηθήσω για να πάρει δρόμο. Δεν θέλω μου είπε να πέσω στα χέρια των τούρκων. Εκεί που αλληλολέγαμε τα ντέρτια μας μας ξάφνιασαν κάτι πυροβολισμοί. Απ’ όλες τις μεριές χτυπιούμαστε από το τουρκικό στρατό από τους τσέτες, κι από τους χωριάτες. Πιο κάτω που πλησιάσαμε στο Ουσάκ, αντάμωσα κι άλλους γνωστούς μου. Ητανε 2-3 πατριώτες του πυροβολικού που άκομα διατηρούσαν ένα τετράτροχο αμάξι με 2 ίππους που τραβούσαν το αμάξι. Φιληθήκαμε και κλάψαμε μαζί. Εγώ τους έδωσα κουλουράκια που κρατούσα και κείνοι ένα κομμάτι κρέας ψητό. Μετά από το κολατσό μας διψάσαμε κι απέναντι σε κάτι σπιτάκια, φανταστήκαμε όλοι πως έπρεπε να υπάρχει νερό κι οι πατριώτες μου μείνανε μαζί κι αφού φόρτωσα τα πράγματά μου στο αμάξι τους, κατεβαίνοντας αυτοί γύρω γύρω όπως πηγαίνουνε οι στροφές του δρόμου, φορτώθηκα τα παγούρια της καινούργιας παρέας κι έτρεξα να πάρω νερό στα λίγα σπιτάκια και να κόψω δρόμο για να αποφύγω τις στροφές.

Πέρασα από μια μεγάλη ρεματιά και μετά ανεβαίνοντας σε κάτι γιδόστρατες, έφτασα στα τσελιγκάτα σπίτια. Εκεί έτρεχε συνέχεια μια στενή σωλήνα διαρκώς κρύο νερό. Γέμισα τα παγούρια μου αφού χόρτασα και προχώρησα γρήγορα γρήγορα και έφτασα στον αμαξωτό δρόμο, περιμένοντας να φτάσουνε η μικρή φάλαγγα με τη δική μου παρέα. Δυστυχώς παρέμεινα περιμένοντας ένα τέταρτο. Περιμένω μισή ώρα αλλά τίποτα. Πουθενά δεν φαίνεται η φάλαγγα. Ο αμαξωτός δρόμος καταλήγει στη πόλη Ουσάκ. Ελπίζοντας όλοι μας πως το Ουσάκ θα οχυρώνονταν από τον ελληνικό στρατό και θα αμυνόμασταν εκεί γιατί ήταν μια καλή αμυντική ζώνη. Αφού είδα ότι πέρασε ολόκληρη ώρα κι ακόμα να φανούν οι πατριώτες μου με το αμάξι κι έτσι ανησυχώ κι απο το μυαλό μου περνούν διάφορες επικίνδυνες σκέψεις. Η καρδιά μου χτυπάει γρήγορα. Πατώ στα νύχια, ορθώνομαι τεντόνομαι, αφουγκράζομαι σαν το λαγό που τον κυνηγούν τα λαγόσκυλα πατάει στα πισινά του πόδια και τα μπροστινά του τα σηκώνει ψηλά, για να ακούσει το λίχτισμα των σκυλιών. Τίποτε. Τη μικρή στρατιωτική φάλαγγα άνοιξε η γή και την κατάπιε. Σήμερα είναι μέρα που είχα σειρά για να θερμαίνομαι από την ελονοσία και πριν 2 ώρες πήρα 2 κουφετάκια κινίνο και τώρα αυτή τη στιγμή αισθάνομαι μια γενική κατάπτωση, άϋπνος κουρασμένος. Πέταξα τα περίσια παγούρια και κράτησα μόνο το δικό μου. Αρχισα να τρέχω προς την ίδια κατεύθυνση για το Ουσάκ. Σαν προχώρησα βγήκα φάτσα από πάνω από την πόλη κι αγνάντεψα τη πόλη. Τρομοκρατήθηκα. Η πόλη καίγεται από τόνα άκρο στο άλλο. Τότε είδα την τελευταία ουρά της μικρής φάλαγγας κάτω δεξιά στο βάθος και σε μακρινή απόσταση. Ητανε η φάλαγγα που περίμενα εγώ αλλά τους ειδοποίησαν οι έλληνες ιππείς ότι το Ουσάκ καίγεται από τους πρώτους υποχωρούν- τες έλληνες κι επομένως θα πρέπει να αφήσουν τα αμάξια τους, κι όλα τα βάρη και να κάνουν μια κλίση με κατεύθυνση για το Αϊβαλλάρ,για να αποφύγουν την αιχμαλωσία με μερικές αραιές οβίδες του εχθρού.

Για μένα τώρα είναι αργά. Πούθε να πάω; Μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα. Μ’ όλη μου την εξαντλημένη δύναμη προσπαθώ να συγκεντρωθώ. Μια αποφασίζω και θέλω να πεθάνω και μια δεν θέλω να πεθάνω. Αγωνιώ αφάνταστα. Αποφάσισα να περάσω λίγο πιο δεξιά από τη πυρωμένη πόλη και σε λίγη ώρα κατώρθωσα να φτάσω μερικούς βραδυπορούντες που ήτανε άλλοι άρρωστοι κι άλλοι ελαφριά τραυματισμένοι.

Αφησα πιο πίσω πολλούς, σαν και μένα, στην ίδια μοίρα. Σαν απομακρυνθήκαμε από την πόλη και κάναμε πιο δεξιά είχα περάσει μερικά χιλιόμετρα που ο ήλιος μας έκαιγε και το στόμα μας απο τη δίψα. Τα πόδια μου γίναν βαριά και δεν μπορώ να τα σηκώσω πλέον. Ζαλίστηκα κι έπεσα κατά μεσής του δρόμου στον ίσκιο μιας βελανιδιάς και περίμενα με ευχαρίστηση το θάνατο. Δεν ξέρω και γω πόσα λεπτά της ώρας θα κοιμήθηκα μα ίσως και καθόλου που ξαφνιάστηκα και με ξύπνησε μια ελαφριά λαχτισιά ενός άγνωστου συνάδελφού μου που περνούσε τρομαγμένος. Και μου λέει σήκω συνάδελφε γιατί μας φτάσαν οι κιαρατάδες. Αφησέ μου του λέω συνάδεσφε άρρωστος και δεν μπορώ. Επέμενε ο άγνωστος αυτός συνάδελφος, σήκω μου λέει ξανά γιατί αν περάσει το δικό μας ιππικό που τους καθυστέρησε σε μια αντεπίθεση και φύγει θα μας σουβλίσουν με τα κοντάρια τους. Μα δεν μπορώ, δεν έχω κουράγιο. Σώθηκε η καρδιά μου του ξανά είπα αλλά φύγε και γω είμαι αποφασισμένος. Οχι μου λέει δεν θα σε αφήσω. Θα σε βοηθήσω εγώ δεν έχεις τίποτα, μόνο έχει λυθεί ο οφαλός σου. Και γονάτισε δίπλα μου αυτός ο Σωτήρας μου και μου πέρασε το ζωνάρι του στη μέση μου. Μου μάζεψε την κοιλιά μου με ένα καλό σφύξιμο που μούκανε, αμέσως αισθάνθηκα μια ανακούφιση. Μ’ έπιασε με τα 2 του χέρια και με σήκωσε. Τότε έστριψα το κεφάλι μου προς τα πίσω κι είδα πως όλος ο κάμπος του Ουσάκ είχε γεμίσει καβαλλαρία.

Από τούρκους κι έλληνες που αλληλοσπαράζονται. Αυτός ο θεάνθρωπος ο συνάδελφος που βρέθηκε μπροστά μου και με πήρε από το χέρι και με πήγε αρκετό διάστημα κι αφού είδε πως ανέκτησα τις δυνάμεις μου, με χαιρέτησε δια χειραψίας και με άφησε χωρίς να μου πει το όνομα του.

Αφού συνήλθα άρχισα να αγαπάω τη ζωή μου κι η αγάπη της ζωής ξαίρετε καλοί αναγνώστες μου είναι το δυνατότερο αίσθημα από κάθε άλλο.

Είχε προχωρήσει η νύχτα που έφτασα και χώθηκα με τους πολλούς. Βαδίζουμε βαδίζουμε όλο στη σιδηροδρομική γραμμή. Θάτανε μεσάνυχτα, όπου φτάσαμε σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό τον Ιννάϊ. Εδώ βρήκαμε νερό, αλλά είμασταν πολλοί και ποιός να πρωτοπάρει σειρά στη βρύση, επομένως εγώ δήλωσα αδυναμία και έσκυψα χάμω και γέμισα το παγούρι μου με νερό με το ταχτικό κύπελο και τραβήχτηκα σε μια γωνιά ενός σπιτιού για να ξεκουραστώ λίγο. Δεν πρόλαβα να καλοκάτσω ακούστηκε μια βουή. Βουή αμαξοστοιχίας που αμέσως με ανάγκασε να προχωρήσω στο σταθμό, που μόλις έφτασε μια αμαξοστοιχία με σβυσμένα τα φώτα.

Ητανε γεμάτο από μέσα κι από έξω φανταρόκοσμο. Πλησίασα χαρούμενος για να ανέβω και γω κάπου να σκαρφαλώσω αλλά δυστυχώς όχι μόνο που δεν έχει χώρο για να σταθώ, αλλά και κείνοι που ήτανε στην αμαξοστοιχία δεν μας αφήνουν να ζυγώσουμε κοντά, παρά μας προτείνουν τις λόγχες και τα όπλα τους. Αυτή τη στιγμή πήρανε το τραυματία το Ζανιά που τον βοήθησα για να ανέβει πάνω και τους παρακάλεσα να με αφήσουν και μένα να σκαρφαλώσω αλλά αδύνατο μου προτείνουνε τις λόγχες τους. Απομακρύνθηκα για μια στιγμή απελπισμένος. Κατόπιν ε- πλησίασα το τραίνο κι άρχισα μες το σκοτάδι να τους παρακαλώ πιο θερμά. Τους είπα πως είμαι άρρωστος και τι κάνει τραυματίας και τι κάνει άρρωστος. Νομίζω το ίδιο είναι. Είμαι πλευριτικός και με έχει μαστιγώσει η ελονοσία. Τα παρακάλια πάνε στο βρόντο. Η βία δεν περνάει. Είναι όλοι έτοιμοι με προτεταμένα τα ξίφη. Ητανε λίγοι τραυματίες πάνω στο τραίνο οι περισσότεροι πιο υγιείς κι επαναστατημένοι δεν λογαριάζουν κανένα. Αν δεν πιάσω το τραίνο, θα με πιάσουνε αιχμάλωτο σε λίγη ώρα. Πλησίασα την ατμομηχανή κι άρχισα να παρακαλώ τους μουτζουρωμένους οδηγούς και μετά με τα πολλά παρακάλια, με ανέβασαν επάνω στη μηχανή και με βάλανε στα κάρβουνα γιάτι δεν υπήρχε πουθενά χώρος. Κι α-ναμένα νάτανε τα κάρβουνα πάλι θα το δεχόμουνα. Προτού όμως ξεκινήσει το τραίνο φτάσανε οι τούρκοι κι άρχισε η μάχη με τους βραδυπορούντες και με το δικό μας ιππικό. Το ταξείδι κράτησε 2 ώρες περίπου μετά τα μεσάνυχτα μέχρι το πρωί που καλοξημέρωσε.

20 Αυγούστου 1922. Η αργοκίνητη αμαξοστοιχία και με λίγα χιλιόμετρα που έκανε, στις 8 το πρωί φτάσαμε στο χωριό Αϊβαλάρ στο σταθμό. Εδώ είχε παραταχθεί ο λίγος στρατός τα στελέχη του. Το οποίο αξίωσε να αποβιβασθούμε και να παραταχθούμε μαζί με τους άλλους για να δώσουμε μάχη. Εγώ αποβιβάστηκα αμέσως ενώ οι άλλοι αρνήθηκαν να αποβιβαστούνε. Αλλά οι αξιωματικοί επέμεναν και τους καταφέρανε διαφοροτρόπως και αποβιβάστηκαν κι οι άλλοι. Μας είπανε είναι ντροπή μας να υποχωρήσουμε χωρίς να υποστηρίξουμε την υποχώρηση. Να τρέχουμε σαν τα βόδια που τα πιάνει η μύγα. Δεν είμαστε κείνοι οι έλληνες που μέχρι χτές μας έτρεχαν οι τούρκοι. Είναι αίσχος να το σκεφτούμε καλά καλά, εξ άλλου ορίστε φύγετε που θα πάτε; Ούτε ένας από μας δεν πρόκειται να γλυτώσει έτσι διαλυμένοι, που θα τους χτυπήσουμε θα τους δώσουμε ένα μάθημα καλό για να καταλάβουν πως είμαστε κείνο που είμασταν.

Δόξα το θεό που βρέθηκαν μετά από τόσα μερόνυχτα που υποχωρούμε, πέντε έλληνες αξιωματικοί να εκδικηθούν τα αδικοχαμένα αδέλφια μας και τους συνανθρώπους μας. Ολος ο ελληνικός στρατός έχουμε θυμώσει κατά των ελλήνων αξιωματικών. Ιδίως κατά των ανωτέρων. Δεν ακούμε ούτε λέξη. Οι προδότες, οι άπιστοι, που μας πρόδωσαν. Ενώ οι πραγματικοί αίτιοι και προδότες μας ήτανε οι σύμμαχοι μας. Ητανε άγγλοι και οι γάλλοι. Αυτοί οι άτιμοι οι γάλλοι συμμάχησαν με την τουρκία που πολεμούνε στη Κυλικία και παραχώρησαν όλο τον οπλισμό τους κι όλο το πολεμικό υλικό, στους τούρκους. Οι άγγλοι ξοπλίσανε κρυφά την τουρκία και σε όλα μας τα χρόνια και στις επιχειρήσεις που κάναμε ελεγχόμαστε από τους συμμάχους μας. Η Αγγλική κατασκοπεία μας ακολουθεί κατά πόδι σαν εφιάλτης. Εδώ που βρισκόμαστε και αυτή τη στιγμή που γράφω, είναι ένα Οθωμανικό χωριό και ο σιδηροδρομικός σταθμός λέγεται Αϊβα- λάρ. Εδώ έχουμε τεχνικά οχυρώματα. Προχώματα και συρματοπλέγματα. Εδώ είναι η 2η ζώνη αμυντική κι ως εδώ είναι ο τόπος που συμπεριλαμβάνεται στη συνθήκη των Σεβρών που συμφώνησε ο πρώην πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος. Ισως αμυνθούμε εδώ για πάντα. Μας διέκοψε ένας λοχαγός το γράψιμο και μας οδήγησε στα χαρακώματα και καταλάβαμε τις θέσεις μας έτοιμοι για μάχη. Μας κράτησαν παρατεταγμένους μέχρι το απόγευμα μέσα στα χαρακώματα, και μετά μας αφήσανε λεύθερους να φύγουμε. Οι αξιωματικοί μας καβάλησαν τα άλογα τους και εξαφανίστηκαν.

21 Αυγούστου. Απόψε όπως πάντα βαδίζαμε ολοταχώς όλη τη νύχτα και στις 10 το πρωί φτάσαμε στη γνωστή πόλη Φιλαδέλφεια. Εδώ έφτασα και έναν από τους πατριώτες μας που χώρισα για λίγο διάστημα και τους έχασα. Γιατί πήρανε άλλη κατεύθυνση και μένα μούμεναν μόνο τα παγούρια. Εκείνος καβάλησε το γαϊδούρι της πυροβολαρχίας του κι έφυγε. Εγώ είχα ανάγκη να αναπαυθώ λίγο κι άν εύρισκα λίγη τροφή καλό θάτανε. Λίγα σταφύλια βρήκα στα αμπέλια της Φιλαδέλφειας κι αυτά ήτανε η βενζίνη πούβαλα στη μηχανή. Ο πυρετός δεν με πειράζει πάλι, γιατί παίρνω συνέχεια κινίνη. Με τα σταφυλάκια κάπως βολευτήκαμε. Καταπραϋναμε την πείνα μας αλλά για παπούτσια μη ρωτάτε είμαστε τελείως ξυπόλητοι. Εκείνο δεν γιατρεύεται. Πονούν τα πόδια μας.

Περπατώντας όλη νύχτα και στα χαράματα έφτασα στα περιβόλια του Σαληχλή. Κι η πρώτη δουλειά είναι να οικονομήσω κάτι για φαί. Δυστυχώς τίποτα δεν βρήκα άλλο από τα παρακούδουνα στα τριγυμένα αμπέλια.

Ένας αντισυναταγματαρχης

Οταν επέστρεψα στη Πούντα, είδα έναν Ελληνα αντισυνταγματάρχη που είχε ανεβεί πάνω σε ένα κλειστό φορτηγό βαγόνι κι έβγαζε αφρό από το στόμα του, φωνάζοντας στους Ελληνες στρατιώτες. Ελληνες στρατιώτες δώστε προσοχή, κίνδυνος. Σήμερα περιμένουμε την εισβολή των κεμαλικών και θα αιχμαλωτιστούμε όλοι. Αλλά όσοι από σας έχετε άλογα, γαϊδουριά μη χάνετε ούτε στιγμή φύγετε για το τσεσμέ εκεί θα βρήτε τα πλοία ν’ αποβιβαστείτε, εδώ είναι μόνο αυτά τα 2 πλοία και δεν επαρκούν για όλους μας. Μην χρονοτριβείτε, φύγετε γρήγορα γρήγορα για τη παραλία τσεσμέ.

Σαν άκουσα τούτα τα λόγια του αξιωματικού γρήγορα γρήγορα τα σημειώνω όλα τούτα που λάλησε και σαν είδα ότι η πόρτα είναι φραγμένη με χοντρά πλεχτά σίδερα και πλημμυρισμένη από στρατό και το ένα από τα δύο πλοία είχε γεμίσει και το άλλο βρίσκεται ακόμα στην αποβάθρα και παίρνει κόσμο, τρόμαξα μήπως δεν προλάβω να μπω και γω. Στη μεγάλη σιδερόπορτα σπρόχνωνται σι φαντάροι ποιός πρώτος να μπει μέσα από τη δεξιά πλευρά της σιδηροδρομικής γραμμής που αρχίζει η θάλασσα.

Για να σας κατατοπίσω καλοί μου αναγνώστες πρέπει να σας γράψω πως η τοποθεσία της Πούντας που λέγεται, είναι στενή μύτη γης που αρχίζει από την πόρτα και προχωρεί αρκετά μέτρα μες τη θάλασσα με σιδηροδρομική γραμμή που φτάνουν οι αμαξοστοιχίες και φορτώνονται η ξεφορτώνουν με το βίντζι, φορτώνουν και ξεφορτώνουν στα πλοία και από πλοία στις αμαξοστοιχίες.

Για να ακολουθήσουμε εμείς οι δύο με το Κοβό τους άλλους συνάδελφους και να φτάσουμε στη νόμιμη σειρά, είναι φύσει αδύνατο πρέπει να πάρουμε σειρά γιατί είναι τόσοι πολλοί που δεν μας χωράει το πλοίο. Επρεπε να υπάρχει ένας τρόπος για να αφήσουμε τους άλλους πίσω και να τους κλέψουμε τη σειρά τους. Εν τω μεταξύ όμως η σιδηροδρομική γραμμή που ακολουθεί η φανταρία και προχωρεί για το σκάφος είναι σιδεροφραγμένη κι ο φράχτης ενώνεται με τη θάλασσα. Η αριστερή πλευρά και προς το κέντρο της πόλης δεν περιβάλλεται από θάλασσα παρά μόνο με πλεχτά σίδερα. Αμέσως πέρασε από το μυαλό μου μια ιδέα. Θυμήθηκα πως το αριστερό μέρος κι ακριβώς εκεί που τελειώνουν τα σίδερα είχα προσέξει από την προηγούμενη χρονία πούχα ξανά περάσει, πως ένα σίδερο ήτανε σπασμένο και τραβώντας από τις καπιστράνες τα ζώα μας μέχρι την ακροθαλασσιά είδα πως αυτό το σπασμένο σίδερο ήτανε ακόμα, σαν ένα παραθυράκι ανοιχτό. Στρίβω στο σύντροφο μου και του λέω: Είμαστε τυχεροί. Πρώτα δέσαμε τα ζώα μας στα σίδερα και μετά γδυθήκαμε πρώτος εγώ και πέρασα από το πέρα μέρος μετά γδύθηκε κι ο άλλος κρατώντας εγώ το οπλισμό μας, τα ρούχα μας και τάλλα μας είδη. Ο Κοβός όμως είναι πιο εύσωμος από μένα κι υπέφερε πολύ για να χωρέσει το παραθυράκι. Είχαμε κι έναν άλλο κίνδυνο.

Προσέχαμε μη γλιστρήσουμε και πέσουμε στη θάλασσα και αλλοίμονο μας. Θα πέφταμε μέσα στη θάλασσα! Τα καταφέραμε περάσαμε από το πιο σοβαρό κι επικίνδυνο τελωνείο δοξάσαμε το θεό. Τους πολλούς τους αφήσαμε πίσω. Το πλοίο είναι πλημμυρισμένο κι όλοι φωνάζουν όχι άλλους; δεν χωράει άλλους. θα πνιγούμε φτάνουμε εμείς. Αλήθεια!

Δεν θα προλαβαίναμε και μεις αν δεν υπήρχε ένας τραυματίας που τον προτίμησαν και προσπαθούσαν 4 άλλοι συνάδελφοι να τον περάσουν με το φορείο. Αλλά εμείς αντιληφτήκαμε τον κίνδυνο που μας περιμένει, και πατώντας δίπλα από το τραυματία ανεβήκαμε στο πλοίο συνοδευόμενοι από τις βρισιές των φαντάρων. Κι ο Καπετάνιος του πλοίου φώναξε μετά την επιβίβαση του τραυματία να ξεκινήσει το πλοίο. Και καλό ταξίδι....
         
Αντιγόνη

Σαν επιβιβαστήκαμε στο πλοίο καλά καλά δεν το έχουμε πιστέψει, στρίβω το κεφάλι μου και βλέπω τ’ άλογό μου που τ’ άφησα δεμένο στα σίδερα της Πούντας. Μετά προχώρησα λίγο πιο μέσα προς το κέντρο του καταστρώματος κι ακούω μια φωνή να με φωνάζει: Καραγιάννη ζεις ακόμα, έλα δω μαζί μου. Ναι του απαντώ, ζω και δεν αξίζω. Οταν όμως πλησίασα βλέπω φοράς και σύ γενιάδα; Μήπως είσαι υποψήφιος παπάς; Τον αναγνώρισα αμέσως ήτανε ένας παληός συμπολεμιστής μου από την ίδια επαρχία, ο Κούτσικος Επαμεινώνδας από το Κυριάκι Λειβαδιάς. Ο Κουτσικος συνεχίζει να μου λέει για την κατάρευση του Ελληνικού στρατού και δακρύζει συνέχεια. Εγώ δεν τον προσέχω γιατί έχω χαζέψει πάνω στο κατάρτι του πλοίου που κρέμεται μια ρόδα αυτοκινήτου κι έγραφε τα ίδια Αντιγόνη. Γυρίζω με χαρά κι είπα στους άλλους: Παιδιά!

Μην απελπίζεστε είμαστε τυχεροί θα κάνουμε καλό ταξίδι. Γιατί το λες αυτό συνάδελφε; με ρωτάνε. Να γιατί το λέω, Γιατί το 1919 τον Ιούνη μή να βρισκόμουν στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και μπήκα σε τούτο δω το βαπόρι κι η αποβίβαση έγινε δω που βρισκόμαστε στη Πούντα της Σμύρνης και σήμερα βλέπω πως πάλι στο ίδιο καράβι είμαστε, σαν νά χα κάνει συνθήκη μ’ αυτό το βαπόρι, εδώ μ’ άφησε πριν 3 χρόνια κι από δω με παίρνει πάλι. Επομένως αυτό το θεωρώ για καλό. Το πλοίο απομακρύνεται λίγο λίγο, ακολουθεί το άλλο. Σηκώνομαι όρθιος. Παρατηρώ αυτή την ωραία Σμύρνη και το απέναντι Κορδελιό για τελευταία φορά που η Μικρά Ασία μπαίνει πάλι στην ασέληνη νύχτα όπως έδυσε ο ήλιος της Βυζαντινής εποχής το 1453 κι ολόκληρη η Ελλάδα σκλαβώθηκε στην ασέληνη νύχτα της Οθωμανικής σκλαβιάς. 400 χρόνια βάσταξε η νύχτα αυτή. Νύχτα πολιτική, πνευματική, σκλαβωμένη περιουσία. Κι η σημερινή... Ητανε όνειρο, ήτανε πραγματικότητα; Ητανε και τα δύο; Η σημερινή Μικρά Ασία ήτανε όνειρο που πραγματοποιήθηκε αλλά δεν βάσταξε. Και ποιός θα είναι εκείνος σήμερο. που δεν νοσταλγεί τη Μικρά Ασία, δεν θα θέλει να πατήσει τα άγια της χώματα που ποτίστηκαν με αίμα και σπάρθηκαν με τόσα κορμιά και κόκκαλα ελλήνων;
Στη Μυτιλήνη

Νύχτα αποβιβαστήκαμε κάπου. Αλήθεια δεν ξέρουμε που αράξανε τα πλοία μας. Κάτω από κάτι δένδρα κοιμηθήκαμε στην παραλία. Οταν ξημέρωσε, ταχτοποιήσαμε στη ρίζα των δένδρων τα πράγματα και έμεινα για φύλακάς τους κι οι άλλοι βγήκανε στη πόλη, ψάχνοντας για ψωμί. Δυστυχώς αργά το πρωί μάθαμε πως η πόλη αυτή ήτανε η Μυτιλήνη.

Οι φούρνοι δεν πουλάνε ψωμί εδώ στη Μυτιλήνη, εξ άλλου οι κάτοικοι το ψωμί το παίρνουνε με δελτίο και να σημειώσει τη μαύρη αλήθεια σε μας τους φουκαράδες τους φαντάρους ποιός δίνει σημασία. Στα σκυλιά τους δίνουν μεγάλη προσοχή οι αφέντες. Αλλά μήπως είμαστε λίγοι, εδώ υπολογίζονται οι φαντάροι άνω των 25.000 αντρών, όλοι πεινασμένοι. Το μπουκέτο μας αποτελείται από 8 άτομα, είμαστε όλοι από μια επαρχία και αποφασίσαμε όλοι ομόφωνα να αφήσωμε την υπαίθρια κατοικία μας κι αφού όλα τα μέλη της ομάδας μας αποφάσισαν παμψηφεί και με διόρισαν ως επί κεφαλής της ομάδας για να μερημνίσω και να φροντίσω για τη ζωή μας και για το ψάξιμο ενός δωματίου. Τότε και γω αφού μου ανάθεσαν να κάνω το κουμάντο μας, τους άφησα και πέρασα από τα διάφορα κέντρα της πόλης και σκαρφάλωσα στην πλαϊνή συνοικία, ρωτώντας για να μου παραχωρήσουν ένα φτωχικό δωμάτιο για να στεργιώσουμε εμείς οι φτωχοί φαντάροι. Από όλους όσους παρακάλεσα, βρέθηκε μόνο μια φτωχή γρηούλα και μας παραχώρησε ένα υπόγειο δωμάτιο με τη συμφωνία να της δώσουμε όσα εμείς νομίζουμε χρήματα κι ανάλογα με τις μέρες που θα μείνουμε εδώ πέρα. Μετά 1 ώρα έγινε η εγκατάσταση στο δωμάτιο με τα εξής έπιπλα: 2 στρώματα, κουρελούδες, 1 χακλοματένιο τετζέρι, 2 πιάτα και 4 κουταλοπήρουνα κι όλα αυτά αποτελούν την επίπλωσή μας. Είναι η 3η μέρα που ζούμε νηστικοί και τη 4η μέρα όμως δεν αντέξαμε, ξεσταυρώσαμε τα χέρια μας και δεν ελπίζουμε στο Θεό. Μόλις ξυπνήσαν τα παλληκάρια που με φωνάζουν πατέρα και πατέρα. Σαν υπεύθυνος αρχηγός που είμαι τους έβαλα κι άλαξαν τα εσώρουχά τους, αγόρασα το απαιτούμενο σαπούνι, κι υποχρέωσα την γρηούλα και μας έπλυνε τα ρούχα μας. Οι άντρες μου όπως πάντα με τα καλαμπούρια τους μου ζήτησαν να τους δώσω δουλειά. Μείνετε ήσυχοι παιδιά μου του λέγω και θα σας βρώ δουλειά. Δύο από αυτούς τους έστειλα στη πόλη για να φροντίσουνε με κάθε τρόπο να κλέψουν από τα καταστήματα δηλαδή, από τα εμπορικά κάποιο σακκί με όσπρια.

Αλλους δύο διέταξα να περιφέρονται γύρω από τη πόλη κι όπου δούνε καμμιά κότα να τη σκοτώσουν στρίβοντας της το λαιμό. Οι άλλοι δύο παράμειναν στο δωμάτιο τυλιγμένοι στις κουβέρτες για να στεγνώσουν τα εσώρουχά τους, επειδή δεν είχαν διπλά αλλάγματα ρούχων. Εγώ με το Νικολίνα αρχίσαμε να γυρίζουμε στην πόλη με το σκοπό μας να μάθουμε κανένα νέο η καμμιά πληροφορία. Τι θα κάνει το κράτος μας; Μήπως σκέφτηκε ποτέ ο Πρωθυπουργός μας ο Δημήτριος Γούναρης να μας κουβαλήσει δω πέρα και να μας πάει στην Πατρίδα μας;

Η αν μας χρειάζεται κι άλλο για να μας στείλει κάπου αλλού είμαστε πρόθυμοι να πάμε, είμαστε παιδιά της Ελλάδας πουλημένο κρέας. Είμαστε πρόθυμοι για τη λόγχη, τον ποδαρόδρομο, νηστικοί, νηστικοί. Χτυπούμε πολλά νοικοκυρόσπιτα και πολλές αυλόποτρες σαν τους ζητιάνους, για να δώσουν έστω κι ένα κομματάκι ψωμάκι. Δυστυχώς όλες οι πόρτες είναι κλειδωμένες κι αμπαρωμένες. Μόνο μια φτωχή οικογένεια συγκινήθηκε και μας έδωσε λίγο ψωμί και λίγες σταφίδες. Το βράδυ σαν συγκεντρωθήκαμε πάλι στο φτωχικό σπιτάκι μας μοιράσαμε το ψωμί σε 8 τεμάχια και τις σταφίδες. Οι άλλοι 4 γύρισαν άπραχτοι και νροπιασμένοι κι έτσι μού δωσαν το δικαίωμα να τους κάνω δριμύτατες παρατηρήσεις. Την άλλη μέρα τους ξεκίνησα πάλι σαν καλός πατέρας με την ίδια ευχή όπως και την προηγούμενη μέρα να κλέψουν, να κάνουνε διαρρήξεις, ν’ αρπάξουν και να ρημάξουν. Πράγματι κατά το μεσημεράκι γύρισε ο Κοβός με τον Κεφαλά και φέραν ένα μιλιοράκι που θα ζύγιζε 12 οκάδες καθαρό κρέας. Οι άλλοι 3 γύρισαν με 1 μισοτσούβαλο φασόλια ξερά που βρήκαν από μια διάρρηξη πού χανε κάνει άλλοι φαντάροι κι έμειναν οι δικοί μου ικανοποιημένοι. Τώρα το σπίτι μας απόχτησε όλα τ’ αγαθά. Η οικοδέσποινα ανάλαβε τη μαγειρική. Το μιλιοράκι όμως σώθηκε αλλά τα χωριατόπουλά παιδιά μου δεν σταύρωσαν τα χέρια να περιμένουν από τη πατρίδα μας. Φύγανε 3 από την παρέα ένα πρωί και βγαίνοντας στην πόλη προς τη δυτική πλευρά της Μυτιλήνης που συνεχίζει η πλαγιά και καταλήγει σε ένα ύψωμα βρήκαμε ένα κοπάδι πρόβατα και χωρίς να τους αντιληφτεί ο τσοπάνης αφαίρεσαν 7 προβατίνες και κάθε 3 μέρες θυσιάζουμε από 1 προβατίνα στο Θεό των στομαχιών μας. Δεν αρμόζει να φτάσουμε σε αυτό το σημείο και έχω το θράσσος και το ομολογώ αλλά δυστυχώς έχουμε πια μόνο για παρηγοριά την αυτοσυντήρηση της ζωής μας. Η γρηούλα μένει πολύ ευχαριστημένη από μας κι αρχίζει να μας ευγνομωνεί και να εύχεται ποτέ να μην φύγουμε από το σπίτι της.

Γλυκάθηκε η καημενούλα, γέμισε η κοιλιά της, αρτήθηκε η καϋμένη που δύσκολα έτρωγε το κρέας. Σήμερα κυκλοφόρησε μια διαταγή από στόμα σε στόμα φανταρίστικο. Να πάμε στο φρουραρχείο και να παραδώσουμε τον οπλισμό μας για να πάρουμε τα απολυτήρια μας. Πράγματι τρέξαμε όλοι μαζύ χαρούμενοι εκτός από έναν φουκαρά της ομάδας ο οποίος είχε χάσει το όπλο και τις σφαίρες του, μάλλον τις είχε δώσει σε κάποιον ιερέα του συνοικισμού μας για 150 δραχμές.

Κανείς δεν έπαιρνε τα στοιχεία μας όταν παραδίδαμε τον οπλισμό μας κι έτσι τ’ αφήσαμε σωριασμένα μες τις αποθήκες και φεύγαμε με αδειανά χέρια. Αλήθεια δεν μου φαίνεται τόσο ευχάριστο που αποχωρίστηκα από το όπλο μου, γιατί κατά καλά ακόμα δεν πιστεύω πως δεν θα μου χρειαστεί. Τα απολυτήρια μας τα πετούν από ψηλά παράθυρα του χτηρίου οι γραμματείς κι οι φαρισαίοι. Ητανε κάτι έντυπα απολυτήρια με σφραγίδα και υπογραφή μόνο τα στοιχεία και την κλάση μας την συμπληρώναμε μόνοι μας. Πολλοί φαντάροι που δεν απολύονταν η ηλικία τους, γράφουν μόνοι τους την ηλικία πιο μεγάλη ·για να ξεφορτωθούν από δω κι έπειτα τι θα γίνουν ποιός ξέρει;

Κι άλλος τελώνης

Μετά από μερικές μέρες διαμονής μας εδώ στη Μυτιλήνη, παρουσιάστηκε ένας πλοίο ιδιωτικής χρήσης με εισητήριο 101 δρχ. από Μυτιλήνη για τον Πειραιά. Ποίος όμως προλάβαινε να πληρώσει το εισητήριο του εις χείρας; Είχαμε πέσει αμέτρητοι φαντάροι και σπρώχνοντας ο ένας με τον άλλο για να πλησιάσει και να γαντζωθεί στα σίδερα ενός μικρού παραθυριού για να πάρει σειρά. Αφού πρώτα θα κατώρθωνε να γαντζωθεί στα σίδερα και θα άπλωνε το χέρι του για να δώσει τα χρήματα στο μανδηλάκι για όσα εισιτήρια ζητούσε. Εμείς η ομάδα μου δηλαδή συγκέντρωσε χρήματα μόνο για 7 άντρες κι ο 8ος θα έμενε για να τον αναλάβει η πατρίδα μας, όπως τον κανονίσει. Από τους 7 άντρες μου ο Μάνωσης Λουκάς κλαίει κι είναι ο πιο ρωμαλέος άντρας. Κατόρθωσε όμως κι έφτασε στο μυστηριώδη φεγγίτη του κτηρίου έδωσε το μαντήλι με τις 707 δραχμές πήρε ουνάμα και τα εισιτήρια αλλά του είναι αδύνατο να σπάσει και να ανοίξει δρόμο από την πλημμύρα των ανθρώπων.
Μάλιστα καθώς σπρόχνωνται πότε το κύμα των ανθρώπων πάει και χτυπάει στα στοιχεία του χτηρίου και πότε αντίθετα σπρόχνωνται προς την θάλασσα και βαπτίζονται πολλοί φαντάροι γλυστρώντας μες το νερό. Ο Μάνωσης αγωνίζεται δίνει και παίρνει σπρωξιές, αλλά καμμιά φορά αρχίζει να φωνάζει απελπιστικά βοήθεια, θα σκάσω έσκασα α. Τότε και μείς που τον παρακολουθούμε και μέσα στην απελπισία μας δεν μπορούμε να κάνουμε αλλοιώς, αρχίζουμε κι οι 6 να χτυπούμε με γροθιές, κλωτσιές το κόσμο ώσπου τον φτάσαμε κι έτσι ανοίξαμε το δρόμο να σώσουμε το συνάδελφο μας το Μάνωση.

Τώρα ήρθαμε δω που επρόκειτο να επιβιβαστούμε, πρώτα θα μπαίναμε στη βάρκα και μετά θα φτάναμε το πλοίο. Αλλά προτού μπούμε στις βάρκες πρέπει να ελεχθούμε για τις πράξεις μας από κάποιον, τον τελευταίο Τελώνη, όπου από αυτόν εξαρτιόταν η ψυχή μας για τον παράδεισο ή για την κόλαση. Ητανε ένας αξιωματικός στο βαθμό του αντισυνταγματάρχη, κουμπωμένος μέχρι το λαιμό και τα μαλλιά του κάτασπρα, θα ήταν κάπου 60 χρόνων. Αλλά τα χρόνια του δεν μοιάζουν να τον βαραίνουν. Αυτός ο άνθρωπος είχε γύρω του μια ένοπλη φρουρά 15 αντρών και μας έψαχνε 1-1. Μας έκανε σωματική έρευνα μέχρι τ’ άρβυλα. Μας αφαιρούσε τις χλαίνες μας, όλα τα διπλά είδη ρουχισμού, παγούρια και σαν έβλεπε κάποιον από μας που κάτι μικρόφερνε άσχετα αν είχε απολυτήριο η όχι τον παραμέριζε και δεν του επέτρεπε να περάσει. Σαν ήρθε η σειρά μου τον πλησίασα και τού δωσα τα ρούχα μου που τα είχα προετοιμάσει. Τα πήρε και τα πέταξε στο σωρό που τα πέταγε όλα. Υστερα έψαξε το σακκίδιό μου κι όλη η προσοχή του έπεσε στο ημερολόγιό μου, άνοιξε κι εξήτασε τις περικεφαλίδες, διάβασσε μερικές γραμμές και μου το παράδωσε. Μετά άρχισε να μου κάνει σωματική έρευνα έφερε το χέρι του στη δεξιά μου τσέπη και μου βρήκε ένα λάφυρο τουρκικό πιστόλι το πήρε στο χέρι του κι αφού τόψαξε προσεχτικά κι αφού το εξέτασε το άφησε χάμω κει που είχε και μερικά ελληνικά όπλα. Δεν χάνω καιρό και του ζητώ να μου επιστρέφει το πιστόλι, μου γιατί είναι τουρκικό δεν είναι ελληνικό όπλα που ν’ ανήκει στον ελληνικό στρατό. Κι απάντηση του Αντισυνταγματάρχη ήταν αυτή: πήρε από χάμω το όπλο και μου πρότεινε την κάνη του κατάστηθά μου λέγοντάς μου θα σου το δώσω από εδώ προδότη της πατρίδας σου. Καλύτερα προτιμούσα να με σκότωνε ο αφιλότιμος παρά να με πεί προδότη. Ολους προδότες μας έλεγε για το παραμικρό ο ηλίθιος. Του απάντησα και γω μη με λές προδότη γιατί σαν και μένα δεν θα υπηρέτησες την πατρίδα μας εσύ πιο τίμια και κάνε αυτό που σου λέω η κάνε αυτό που είπες η δώσε μου το όπλο για να το κάμω εγώ. Μού δωσε μια σπρωξιά κι αμέσως με τράβηξαν οι δικοί μου προς τη βάρκα.

Η ατέλειωτη βραδιά 

Επιβιβαστήκαμε στο πλοίο και προσπάθησα να κάτσω σε μια γωνιά. Βρίσκομαι πάντα θλιμένος, αισθάνομαι γενική κατάπτωση του οργανισμού μου. Το στόμα μου στεγνώνει κι η αριστερή πλευρά με κεντάει. Με ονόμασε τώρα στο τέλος και στη καταστροφή μου'προδότη αυτός ο άναντρος αξιωματικός του Ελληνικού στρατού και μπορώ να πιστέψω και να επιρρίψω πολλές ευθύνες στους Ελληνες αξιωματικούς που οργιάζανε με τόσες νέες κι όμορφες χανούμισες κατασκοπίνες.
Από τη στιγμή που επιβιβάστηκε στο καράβι μέχρι το Πειραιά που ήρθε η ώρα της αποβίβασης δεν σήκωσα κεφάλι για να δώ, βρίσκομαι με πυρετό και με ρίγος.

Βοηθούμενος από τους συναδέρφους μου αποβιβάστηκα και πάτησε το πόδι μου σε ελληνικό χώμα. Παρατηρώ εκεί στην αποβάθρα πως λίγοι ήταν οι άντρες και πιο πολλές οι γυναίκες μητέρες που μας κοιτούνε έναν έναν για να βεβαιωθούν μήπως ήρθανε τα παιδιά τους. Ολες κλαίνε κι όλες ρωτούνε, μήπως παιδιά μου γνωρίσατε κατά τύχη τον γιό μου που ονομάζεται έτσι; Η απάντηση μας είναι μονότονη έρχονται, έρχονται όλοι. Καμμιά κρατική μέριμνα και προστασία δεν μας περιμένει.

Η ώρα είναι περασμένη. Η αμαξοστοιχία για την πατρίδα μας δεν υπάρχει αυτή την ώρα και χρήματα δεν υπάρχουν. Με το ζόρι εξοικονομήσαμε μερικά χρήματα για τα εισιτήρια κι έτσι καταλήξαμε να ζητούμε άσυλο σε ένα συνάδελφό μας που υπηρετούσε σε μια αποθήκη υλικού πολέμου, στο Βοτανικό κήπο. Αυτός λέγεται Ιωάννης Ν. Ζαφείρας και κατάγεται από το ίδιο χωριό.

Με όλο το σεβασμό, πρόθυμος ο συμπατριώτης μου με περιποιήθηκε μέχρις άκρας, αλλά σε μένα η αποψινή νύχτα είναι ένας αιώνας, είναι μια ατέλειωτη νύχτα. Με τραβάει το πατρικό χώμα, με σφίγγει στην αγκαλιά του, γιατί το ξένο χώμα θα είναι πολύ ψυχρό και πολύ βαρύ.

Σχόλια